Αγραμματισμός είναι η ανικανότητα της διατύπωσης των σκέψεων στη σωστή γραμματική και συντακτική μορφή του κοινού προφορικού λόγου.
Μερικοί χαρακτηρίζουν τις γραμματικές διαταραχές με όρο παραγραμματισμός και τις συντακτικές διαταραχές με τον όρο αγραμματισμός.
Παραγραμματισμός είναι η αλλοίωση μιάς λέξης, ύστερα απο αντικατάσταση ενός ή περισσότερον φθόγγων απο άλλους, είναι δηλαδή οι μεμονομένες παραδρομές στη λέξη που δεν έχουν την νομοτέλεια του ψευδισμού.
Φυσιολογικός αγραμματισμός.
Ο αγραμματισμός είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο στην περίοδο της γλωσσικής εξέλιξης του μικρού παιδιού. Ο αγραμματισμός ξεχωρίζει τελευταία γιατί και τελευταία στη σειρά της γλωσσικής εξέλιξης του παιδιού αρχίζει η γραμματική και συντακτική μορφή του λόγου. Κανονικά ένα παιδί, τελειώνοντας το τέταρτο έτος της ηλικίας του, έχει πια ένα βασικά πλουτισμένο λεκτικά λόγο, έχει αρχίσει πιά την κυρίως γλωσσική κατάκτηση που θα ολοκληρωθή στο σχολείο. Όταν όμως ένα παιδί στο πέμπτο έτος της ηλικίας του βρίσκεται ακόμα στις γλωσσικές προβαθμίδες απο γραμματική και συντακτική άποψη ( μονολεκτική πρόταση, άκλιτες λέξεις στη σειρά, παρατακτική σύνδεση κ.τ.λ ) τότε μιλάμε για παθολογική κατάσταση , για τη διαταραχή του ” αγραμματισμού”.
Αναγκαστικά μιλάει αγραμματικά και ο ξένος που δεν μπόρεσε να κατακτήσει τη γλώσσα ενός τόπου, το παιδί που ζεί σ´ένα φτωχό γλωσσικό περιβάλλον, κάποιος που έχει μείνει χωρις στοιχειώδη σχολική μόρφωση. Για τις τελευταίες περιπτώσης η γλώσσα μας έχει τον όρο “αγραμματοσύνη” που σημαίνει έλλειψη σχολικής μόρφωσης.