Search
Close this search box.

H Ρία στη Χώρα των Θαυμάτων “Δώσε μου….”

Δώσε μου μια μυρωδιά για να θυμάμαι και ακόμα μια για να κοιμάμαι”

Γράφει η Ρία Λοίζου

Καθότανε στην γωνία, ίσως και να το ξέχασε ότι ήταν η σειρά της σήμερα. Απλά κοίταζε με τόση απορία τους ανθρώπους που έλεγες ότι από στιγμή σε στιγμή θα τους ρωτούσε τον καθένα ξεχωριστά που πάνε. Η δικιά της απορία όμως δεν ήταν που πάνε, αλλά το γιατί να πάνε. Γιατί να κάνουν τον κόπο να ξεκινήσουν από κάπου ξέροντας ή όχι που θα πάνε. Την εκνεύριζε τόσο πολύ το γεγονός ότι το να γνωρίζουν που θα πάνε τους έκανε να δίνουν περισσότερη σημασία στον προορισμό και έτσι δεν θα απολάμβαναν το ταξίδι. Γιατί αυτό ήταν αυτή! Ένα ταξίδι… Ναι, ένα όμορφο ταξίδι!

Ένα ταξίδι. Που δεν το ένοιαζε αν θα το πουν μικρό, μεγάλο, όμορφο, βαρετό ή άσχημο. Απλά να του δώσουν σημασία. Να γίνει αισθητή σε κάθε χαμόγελο, σε κάθε δάκρυ και κλάμα. Να ακούει τα ουρλιαχτά, τους πνιγμούς στα γέλια και να ξέρει ότι ευθύνεται. Γιατί είναι ωραίο να προκαλείς, είναι ωραίο να ευθύνεσαι και αυτή τοʼχε καταλάβει καιρό τώρα. Είχε καταλάβει ότι η θέση της δεν ήταν πουθενά αλλού παρά με τους ανθρώπους. Να τους κρατά στη ζωή να τους γεμίζει, να τους εμπνέει, να τους σπρώχνει μπροστά. Να φύγουν να ανοίξουν τα φτερά τους, όσο διαλυμένοι και αν είναι να φύγουν μακριά. Όχι να ξεφύγουν, απλά να πετάξουν. Να δουν πως είναι να βλέπεις τον κόσμο από ψηλά, πόσο μικρός φαντάζει από ‘κει πάνω. Πόσο όμορφα μοιάζουν όλα όταν είναι πανοραμικά – σαν ζωγραφιά. Να νιώσουν αυτό το απέραντο συναίσθημα όταν μπορείς να βλέπεις παντού.

Με τους ανθρώπους λοιπόν, γιατί οι σκέψεις οι δικές τις δεν την βοηθούσαν πλέον, ήταν καιρός να βοηθήσουν άλλους. Ίσως το έκανε για τον εαυτό της, για να τους γνωρίσει καλύτερα, ίσως τους είχε γνωρίσει τόσο λίγο που δεν ήξερε τι θα πει άνθρωπος πλέον. Ήξερε όμως, ότι τους έβλεπε αλλιώτικα απʼότι είναι και αυτό ίσως την φόβιζε γιατί δεν ήξερε πως να τους προσεγγίσει, ίσως πάλι όμως να τους έβλεπε όπως ακριβώς είναι. Να έβλεπε πίσω τους, μέσα τους, την γύμνια τους, την ψευτιά τους για αυτό και να την φόβιζε. Πάντως αυτό που έβλεπε ο υπόλοιπος κόσμος όταν τους ονόμαζε όμορφους, αυτή δεν μπορούσε να το δει.

Έλεγε και ξανάλεγε “τι ναʼναι ομορφιά και γιατί να έχει τόση σημασία;” Γιατί να την βλέπουν οι άλλοι παντού και αυτή πουθενά; Αυτή την έβλεπε μονάχα εκεί που όλοι οι άλλοι έβλεπαν όνειρα ή δεν την έβλεπαν καθόλου.

Ναι την είχε γνωρίσει κάποτε, είχαν περάσει μαζί λίγα βράδια, λίγους μήνες, κάτι χρόνια… Έκανε τον χρόνο να κυλάει αργά, και την δικιά της ιστορία να μην έχει τέλος, που δηλαδή είχε τέλος αλλά όχι ικανοποιητικό για να το δεχτεί, για αυτήν ήταν το τέλος των υπολοίπων, για αυτήν τώρα μόλις ξεκινούσε. Γιατί το ονόμασαν οι άλλοι τέλος; Για αυτήν το τέλος είναι απλά μια συνάντηση με την αρχή του κύκλου, ένας τρόπος για να βρεθείς στο ίδιο σημείο απʼόπου άρχισες χωρίς καμία απολύτως προσπάθεια. Απλά λες τέλος και προσαρμόζεσαι στα πράγματα όπως ήταν πριν την αρχή. Και αν αυτό το τέλος σε πάρει εκεί που πρέπει, τότε όλα θα ξαναρχίσουν. Έτσι λοιπόν η δικιά της ιστορία άρχισε στο τέλος. Άρχισε ταυτόχρονα τελειώνοντας και συνεχίστηκε μέχρι να ξαναρχίσει. Δεν ξέρει ακόμη τι απέγινε η τόση ομορφιά που βρήκε, απλά περιμένει ότι κάτι θα τελειώσει πάλι και θα βρεθεί στο ίδιο σημείο.

Κάποια στιγμή, εκεί που καθότανε την σταμάτησε κάποιος από αυτούς που ονομάζουμε εμείς οι ξένοι “όμορφους” και τις μίλαγε. Της μίλαγε για αστέρια, της έλεγε για θάλασσες, της έταζε καλοκαίρια και παρδαλά ταξίδια. Την έκανε να ακούει με έκπληξη την φωνή του να βγαίνει από το στόμα του και να λέει αυτά που ήθελε να ακούσει. Αυτό έπρεπε να γίνει λοιπόν; Να της μιλάει με λόγια που έχει ξανακούσει; Να της μιλάει για αστέρια ενώ αυτή τα είχε γνωρίσει από καιρό; Να της δείχνει την θάλασσα που την είχε μεγαλώσει και να της λέει ότι είναι δικιά του; Να της δίνει τα πάντα; Ενώ αυτή να μην χρειάζεται τίποτα και αυτή να τα δέχεται, να τα παίρνει και αυτός να ζητάει αντάλλαγμα, αλλά να μην μπορεί αυτή να δώσει τίποτα. Μόνο 2-3 λόγια και καμιά δεκαριά σκέψεις… και αυτός τι να τις κάνει τις σκέψεις και τα λόγια; Ούτε αυτή ήξερε πολύ καλά να δώσει κάτι. Όποιος ήθελε κάτι από αυτήν το έπαιρνε από μόνος του. Όταν την έβλεπε να γελάει ή να χορεύει, το έπαιρνε από μόνος του. Ήξερε πως να μπει για λίγα λεπτά μέσα της και να απορροφήσει ότι υπάρχει. Γιατί από αυτήν δεν θα τελείωνε ποτέ… Άμα τα γιατί μου δεν είναι αρκετά. Όταν οι απαντήσεις δε με νοιάζουν.

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn
On Key

Related Posts

Μουσική, χορός, Μαζορέτες, δωρεάν κρασί και ξυλοπόδαροι σήμερα στο κέντρο της Λάρνακας!

Τραγούδι με τις μοναδικές φωνές της Γεωργίας Καϊμακλιώτη και του Γιώργου Μιχαηλίδη. Δωρεάν κρασί και Ζιβανία.Κάθοδος Ξυλοπόδαρων με μαγευτικό show φωτιάς.Μαζορέτες της Αιμιλίας Σαλούτα.Τυμπανιστές Λάρνακας.Σχολή

Η Ιουλία Καλλιμάνη έρχεται στη Κύπρο, ποια είναι αυτή η Ελληνίδα τραγουδίστρια φαινόμενο, με την ξεχωριστή λαϊκή χροιά;

Οι εμφανίσεις της έχουν γίνει ο βασικός λόγος που πολλοί λάτρεις της νυχτερινής ζωής αποφασίζουν ξανά και ξανά να επισκέπτονται τα νυχτερινά κέντρα που εμφανιζεται.

error: Content is protected !!