Γράφει ο Μιχάλης Σεραφείμ
Πριν από περίπου 3 μήνες παρέθεσα την εισαγωγή από το βιβλίο του Νίκου Δήμου “Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας”, η οποία αφορούσε την γενική δυστυχία του ανθρώπινου είδους. Το τέλος της εισαγωγής ανέφερε:
Αν ο άνθρωπος, ως άνθρωπος, φέρνει μέσα του τη δυστυχία, ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων έχουν μεγαλύτερη προδιάθεση σ’ αυτήν. Ακόμη και ορισμένες εθνότητες. Ανάμεσα σ’ αυτές, σίγουρα και οι Έλληνες. Οι νέο – Έλληνες.
Θέση αυτού του βιβλίου είναι πως ο νέο – Έλληνας, λόγω ιστορίας, κληρονομικότητας και χαρακτήρα, παρουσιάζει μεγαλύτερο άνοιγμα ανάμεσα επιθυμία και πραγματικότητα, από τον μέσο όρο των άλλων ανθρώπων.
Αν δηλαδή το να είσαι άνθρωπος σημαίνει ήδη τη βεβαιότητα ενός ποσού δυστυχίας – το να είσαι Έλληνας, προοιωνίζει μια μεγαλύτερη δόση.
Μιλάμε για τη “δυστυχία του να είσαι Έλληνας”.
Μετά και τις εκλογές της περασμένης Κυριακής η συνέχεια αυτού του βιβλίου παραμένει επίκαιρη. Στις, υποτίθεται, κρισιμότερες εκλογές μετά την μεταπολίτευση η αποχή πλησίασε το 40%. Αν και δεν είμαι αντίθετος με την αποχή ως δημοκρατικό δικαίωμα και ως στάση ζωής, στις συγκεκριμένες εκλογές η αποχή ήταν δείγμα αδιαφορίας. Όχι γιατί βρήκαν βήμα και βουλευτικές έδρες οι ακραίοι εθνικιστές της Χρυσής Αυγής, αλλά γιατί στο τέλος της ημέρας αυτοί που έπρεπε να πάνε σπίτια τους λόγω του πρότερου τους βίου (τα 2 κόμματα που κυβερνούσαν τα τελευταία 30 σχεδόν χρόνια) και που έφεραν την χώρα στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα κατέληξαν και πάλι να κυβερνούν. Στο κάτω κάτω, η παροιμία λέει πως ό,τι σπέρνεις θερίσεις. Όταν σπέρνεις βουλευτές της ευγλωττίας του Γιώργου Ανατολάκη, της πολιτικής διορατικότητας της Άντζελας Γκερέκου και της ηθοποιού που έπαιζε την Σελήνη στη Λάμψη (!), το να θερίσεις Κασιδιάρηδες και Καιάδες δεν θα έπρεπε να προκαλεί εντύπωση.
Μπορεί οι Έλληνες να περηφανεύονται γιατί εκεί γεννήθηκε η Δημοκρατία, αλλά στην σύγχρονη εποχή η “δημοκρατία” είναι εικονική και όχι πραγματική. Η συνέχεια του προαναφερθέντος βιβλίου γράφτηκε πριν από καμιά τριανταριά χρόνια αλλά αφορά το σήμερα:
Υπάρχουν Έλληνες που προβληματίζονται με τους εαυτούς των και Έλληνες που δεν προβληματίζονται. Οι σκέψεις αυτές αφορούν περισσότερο τους δεύτερους. Είναι όμως αφιερωμένες στους πρώτους.
Ορίζουμε σαν ευτυχία την (συνήθως προσωρινή) κατάσταση, όπου η πραγματικότητα συμπίπτει με τις επιθυμίες μας.
Σε αναλογία, δυστυχία πρέπει να είναι η μη σύμπτωση ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Με άλλα λόγια, δυστυχία μπορούμε να ονομάσουμε την απόσταση ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Όσο μεγαλύτερη η απόσταση, τόσο πιο δυστυχισμένοι είμαστε.
Αξίωμα: Ένας Έλληνας κάνει ότι μπορεί για να μεγαλώσει το άνοιγμα ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Ο Έλληνας ζει κυκλοθυμικά σε μόνιμη έξαρση ή ύφεση. Μία συνέπεια: απόλυτη αδυναμία αυτοκριτικής και αυτογνωσίας.
Το Έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό, ό,τι είναι αληθές». Εμείς χρόνια τώρα, προσπαθούμε να πεισθούμε για το ανάποδο.
Ο Έλληνας, όταν βλέπει τον εαυτό του στον καθρέπτη, αντικρίζει είτε τον Μεγαλέξανδρο είτε τον Κολοκοτρώνη, είτε τουλάχιστον τον Ωνάση. Ποτέ τον Καραγκιόζη.
Κι όμως στην πραγματικότητα είναι ο Καραγκιόζης, που ονειρεύεται τον εαυτό του σαν Μεγαλέξανδρο. Ο Καραγκιόζης με τα πολλά επαγγέλματα, τα πολλά πρόσωπα, την μόνιμη πείνα και την μία τέχνη: της ηθοποιίας.
…
Βασικά ο Έλληνας αγνοεί την πραγματικότητα. Ζει δύο φορές πάνω από τα οικονομικά του μέσα. Υπόσχεται τα τριπλά από αυτά που μπορεί να κάνει. Γνωρίζει τα τετραπλάσια από αυτά που πραγματικά έμαθε. Αισθάνεται (και συναισθάνεται) τα πενταπλάσια από όσα πραγματικά νοιώθει.
Η υπερβολή δεν είναι μόνο εθνικό ελάττωμα. Είναι τρόπος ζωής των Ελλήνων. Είναι η συνισταμένη του εθνικού τους χαρακτήρα. Είναι η βασική αιτία της δυστυχίας τους αλλά και η μεγάλη τους δόξα. Γιατί στο αυτοσυναίσθημα, η υπερβολή λέγεται λεβεντιά.
…
Ο ελληνικός «νόμος του Parkinson»: Δύο Έλληνες κάνουν σε δύο ώρες (λόγω διαφωνίας) ό,τι ένας Έλληνας κάνει σε μία ώρα.
…
Στο θέμα της κληρονομιάς τους, θα χώριζα τους Έλληνες σε τρεις κατηγορίες-τους συνειδητούς, τους ημι-συνειδητούς και τους μη-συνειδητούς.
Οι πρώτοι (λίγοι) ξέρουν. Έχουν νοιώσει το τρομερό βάρος της κληρονομιάς. Έχουν καταλάβει το απάνθρωπο επίπεδο τελειότητας του λόγου ή της μορφής των παλιότερων. Και τούτο τους συντρίβει.
Οι δεύτεροι (και οι περισσότεροι) δεν ξέρουν άμεσα. Έχουν όμως «ακουστά». Είναι σαν τους γιους του διάσημου φιλόσοφου, που δεν μπορούν να καταλάβουν τα έργα του, βλέπουν όμως πως όσοι ξέρουν, τα τιμούν και τα βραβεύουν. Τους ενοχλεί αλλά και τους κολακεύει η φήμη. Επαίρονται πάντα όταν μιλούν σε τρίτους.
Η τρίτη κατηγορία-οι μη συνειδητοί- είναι οι παρθένοι και αγνοί (γράφε ασπούδαχτοι: Μακρυγιάννης, Θεόφιλος, Λαός). Έχουν ακούσει για τους παλιούς σε μύθους και θρύλους, που τους έχουν αφομοιώσει σαν λαϊκά παραμύθια. Αυτοί οι αγνοί δημιούργησαν την λαϊκή παράδοση και τέχνη.
Ωστόσο η συντριπτική πλειοψηφία των ημιμαθών με το μόνιμο κρυφό πλέγμα κατωτερότητας απέναντι στους αρχαίους, καθορίζει τη στάση και το ύφος του συνόλου.
Η σχέση μας με τους αρχαίους είναι μία πηγή του εθνικού πλέγματος κατωτερότητας. Η άλλη είναι η σύγκριση στο χώρο και όχι στο χρόνο. Με τους σύγχρονους «ανεπτυγμένους». Με την «Ευρώπη».
Όταν ένας Έλληνας μιλάει για την Ευρώπη, αποκλείει αυτόματα την Ελλάδα. Όταν ένας ξένος μιλάει για την Ευρώπη, δεν διανοούμαστε ότι μπορεί να μη περιλαμβάνει και την Ελλάδα.
Γεγονός είναι πως-ό,τι και αν λέμε-δεν νιώθουμε Ευρωπαίοι. Νιώθουμε απ’ έξω. Και το χειρότερο είναι, που τόσο μας νοιάζει και μας καίει, όταν μας το λένε…
Φθονούμε τους άλλους λαούς, ενώ διατυμπανίζουμε την ανωτερότητά μας. Ξενομανείς, ξενόφοβοι και ξενόδουλοι κι όχι μόνο (τουριστικά) φιλόξενοι.
Στις ρίζες της ελληνικής δυστυχίας είναι τα δύο εθνικά πλέγματα κατωτερότητας. Το ένα στο χρόνο με τους προγόνους. Το άλλο στο χώρο με τους Ευρωπαίους. Αδικαιολόγητα ίσως πλέγματα αλλά όχι για τούτο, λιγότερο πραγματικά.