«Αν δεν ήμουν δημοσιογράφος, θα ήθελα να ήμουν σκουπιδιάρης».
Η ζωή του στην Αθήνα τα τελευταία 15 χρόνια, η επαγγελματική του σχέση με την Ελένη Μενεγάκη, η νέα συνεργασία με τον Νίκο Μουτσινά και την εκπομπή “Δέστε τους”, η σχέση του με το πρώην αφεντικό του, τον Πέτρο Κωστόπουλο, η πετυχημένη του δημοσιογραφική πορεία και τα όσα του δίδαξε. Αυτά και άλλα πολλά, μοιράζεται με το Skala Times, ο Κύπριος δημοσιογράφος Γιάννης Χατζηγεωργίου.
Της Γιώτας Δημητρίου
Γιάννη γιατί έγινες δημοσιογράφος;
Για ψυχιατρικούς λόγους -αν ζούσε ο Γιώργος Χειμώνας θα ανέθετε σε φοιτητή του, διατριβή με θέμα τη δική μου περίπτωση προς διερεύνηση και ανεύρεση κατάλληλων φαρμάκων αποθεραπείας. Η παιδική μου ηλικία-αν και ευτυχισμένη (με την τυπική έννοια της “ευτυχίας” στην Κύπρο) και των παροχών από τους γονείς, χωρίς “τραύματα” και “τραυματίες”-,υπήρξε πολύ μοναχική, ιδιόρρυθμη και στρυφνή-έως βαθιά δυστυχισμένη. Η μάνα μου, μου έλεγε συχνότατα “πήγαινε να παίξεις με τα άλλα τα παιδάκια στο σχολείο, μην έρχεσαι αμέσως μετά τα μαθήματά σου στο σπίτι, κάνε παρέες, κάνε φίλους, κοινωνικοποιήσου”, αλλά εγώ επέμενα να επιστρέφω στο σπίτι σχεδόν αμέσως μετά το τελευταίο κουδούνι, να διαβάζω, να κοιμάμαι, να ακούω ραδιόφωνο, πολύ ραδιόφωνο -Α’ πρόγραμμα του Ρ.Ι.Κ, κύριο Μαλένη, “αστυνομικές ιστορίες” και “παιδική γωνιά”- και να κοιτάω το ταβάνι επί ώρες μπας και προσγειωνόταν στο μαξιλάρι μου αστερίας. Αργότερα, αυτό λειτούργησε αντίστροφα μετά την ενηλικίωση μου, όταν αναγνώρισα την έλλειψη του παιχνιδιού στις παιδικές μου πράξεις και μνήμες και σκέφτηκα, σε μία βόλτα μου στην οδό Σόλωνος της Αθήνας, πως “θέλω να παίξω με stars”. Παράδοξο, αλλά αληθινό. Από τότε έγινα πολύ ευτυχισμένος! Δώδεκα χρόνια πέρασαν και ακόμα αισθάνομαι τη λαχτάρα του πεντάχρονου που βάζει στη σειρά τα “στρατιωτάκια” του στο χώμα για να στοιχηματίσει “πόλεμο” και να κερδίσει στις μάχες τους “αντιπάλους”.
Πόσα χρόνια ζεις στην Αθήνα;
Είμαι 34. Από τα 19 μου, αμέσως μετά τα δύο χρόνια στρατιωτικής μου θητείας στην πράσινη γραμμή.
Τι ήταν αυτό που σε ώθησε να ζήσεις και να εργαστείς στην Αθήνα;
Ένα τυχαίο γεγονός: Στη δήλωση των σχολών που επέλεξα για τα αποτελέσματα των προεισαγωγικών εξετάσεων του Ιουνίου, είχα συμπληρώσει ως πρώτη μου προτίμηση την Νομική Σχολή Αθηνών. Τέσσερα εντελώς άχρηστα χρόνια από τη ζωή μου, αλλά εξαιρετικά χρήσιμα από άποψη παρατηρητικότητας, βλεμμάτων, πόνου και πεζοδρομίων που δεν βοηθάνε τα σπασμένα νύχια να ευδοκιμήσουν αν προηγουμένως δεν κοπούν.
Πόσο διαφορετική είναι η δημοσιογραφία στην Ελλάδα από την Κύπρο;
Δεν έχω ζήσει επαγγελματικά στην Κύπρο για να μπορέσω να κάνω τέτοιου είδους συγκρίσεις. Από τις συνεργασίες μου ωστόσο έως τώρα, διαπιστώνω ότι η δημοσιογραφία είναι παντού γοητευτική (φτάνει να αγαπιέται και από σένα τον ίδιο-ως περιπέτεια, ως ταξίδι μαγευτικό)! Το ίδιο υπέροχη, μπριόζα, ζιζάνια, άτακτη και ζωηρή.
Έχεις εργαστεί σε διάσημα περιοδικά σε Ελλάδα και Κύπρο. Πόσο ρόλο παίζει για σένα το έντυπο στο οποίο γράφεις; Δηλαδή, επηρεάζει την πένα και την έμπνευσή σου αν γράφεις π.χ σε περιοδικό με μεγάλη αναγνωσιμότητα ή τίτλο ή αν γράφεις σε κάποιο άλλο λιγότερο πετυχημένο;
Όπως δεν υπάρχουν μικρές ή μεγάλες αγάπες, έτσι δεν υπάρχουν “μικρά” ή “μεγάλα” περιοδικά. Όταν επιλέγω να συνεργαστώ με κάποιο περιοδικό σημαίνει ότι το αγαπώ εξίσου με τα άλλα, με τα οποία ήδη συνεργάζομαι. Όλα τα θέματα της λευκής σελίδας του υπολογιστή που σε περιμένει εναγώνια να γεμίσει, άπτονται πάντα στον γρήγορο χτύπο της καρδιάς, όχι στη “διασημότητα” του εντύπου.
Προσωπικά, μου λείπουν τα κείμενα σου στο “Υ.Γ” του Φιλελευθέρου. Εκείνο το προσωπικό είδος γραφής που χαρακτηρίζει την πένα σου…Έχεις σκεφτεί ποτέ να γράψεις ένα βιβλίο;
Ποτέ. Τι θα πω μετά στην Ιωάννα Καρυστιάνη, στη Ζυράννα Ζατέλη, στον Παύλο Μάτεσι, στον Βαγγέλη Ραπτόπουλο, στον Αντώνη Σουρούνη, στη Σώτη Τριανταφύλλου, στην Ευγενία Φακίνου; “Γεια σας, δεν σας θέλω για συνέντευξη, τώρα έχω γίνει συνάδελφός σας”; Αμαρτία! Ντρέπομαι και μόνο που το σκέφτομαι.
Νομίζω είσαι από τους δημοσιογράφους που έχουν πάρει συνέντευξη από όλα τα μεγάλα ονόματα σε Ελλάδα και Κύπρο-τραγουδιστές, ηθοποιούς, λογοτέχνες. Για ποια προσωπικότητα είπες “είμαι πανευτυχής που πήρα συνέντευξη από αυτό το άτομο”;
Από την τραβεστί Αλόμα. Που μου εξήγησε τη διαφορά του νοητικού φελλού από το πνευματικό αιδοίο, τη στοματική πείνα από την πρωκτική ασέλγεια, το θάρρος του πεζοδρομίου από τα παντελόνια και τα φουστάνια της ημέρας. Αντιλαμβάνομαι ότι θα ήθελες να ξεχωρίσω -χάριν ονοματολογίας και εφικτής “επιτυχίας”, σε καταλαβαίνω γιατί κι εγώ το ίδιο θα έκανα στη θέση σου- αν είναι καλύτερος ο Ρέμος, η Βανδή, η Πέγκυ Ζήνα, ο Ρουβάς ή ο Οικονομόπουλος. Δεν θα μπω σ αυτή τη διαδικασία. Άλλωστε, όπως έχεις καταλάβει από τις συνεντεύξεις τους που μου εμπιστεύτηκαν κατά καιρούς, τους αγαπώ όλους -περισσότερο ή λιγότερο, δεν έχει σημασία (για ξεχωριστούς, όμως, λόγους τον καθένα).
Ποια συνέντευξή σου θυμάσαι που σε έκανε να δακρύσεις;
Α, είναι πολλές, Γιώτα μου. Γενικά, κλαίω με το παραμικρό στις συνεντεύξεις, συγκινούμαι, δακρύζω, γίνομαι κουρέλι και χρειάζομαι χαρτομάντιλα -έχουν να το λένε οι συνεντευξιαζόμενοι στην Ελλάδα, έβγαλα “όνομα” πια. “Είμαι μία ευτυχισμένη μαμά” να μου πει η τραγουδίστρια (που είναι και ωραιότατος τίτλος για συνέντευξη εξωφύλλου -αν και φθίνει πια η “εμπορικότητα” της χαράς, ελέω κρίσης) εγώ βάζω τα κλάματα. Και μετά “ανοίγεται” και μου λέει πως έκανε αποβολή, πως απάτησε τον πρώτο της άντρα “αλλά το μετάνιωσε”, πως απέκτησε ψυχολογικά και επισκέπτεται γιατρό εδώ και 5 χρόνια (που είναι και της “μόδας” πια), πως σκάρτα της φέρθηκαν και την απέλυσαν από το κανάλι ενόσω ήταν έγκυος, κι έτσι το γυρίζουμε σε reality αλα Mikroutsikos, ικανοποιώντας τελικά την δημοσιογραφική μου ματαιοδοξία “για κάτι διαφορετικό” και “επιτυχία της βδομάδας”. Ωστόσο, επειδή -της δουλειάς είμαι, ξέρω- δεν σε ικανοποιώ πάλι, θα σου αναφέρω τους τρεις ανθρώπους με τους οποίους σπάραξα πιο πολύ στις συναντήσεις μου μαζί τους: Ρούλα Βροχοπούλου, Ανδρέας Ευαγγελόπουλος-“Εθνικός Σταρ”, Γιάννης Γαλάτης. Το λάθος των περισσοτέρων συναδέλφων μου είναι ότι παρασύρονται από την φαιδρή τηλεοπτική εικόνα αυτών των προσώπων, αγνοώντας το δράμα και τις αληθινές “κηδείες” που κρύβουν πίσω από τα προφανή τηλεοπτικά ρεζιλίκια. Αλλά, όπως σοφά μου είχε πει και ο Σταμάτης Κραουνάκης σε μία από τις συναντήσεις μας, “πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία”. Ρωτήστε, λοιπόν, τη Ρούλα να σας μιλήσει για τη φτωχή ζωή στις παράγκες της Γλυφάδας και τις Mercedes του πατριού της που πιτσιλούσαν το παιδικό της πρόσωπο με λάσπες, τον Γαλάτη για τον κρόκο του αυγού που μοιραζόταν με τον αδελφό του επειδή δεν είχαν άλλο φαγητό στο σπίτι ή τον Ανδρέα Ευαγγελόπουλο για την απελπισμένη απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε αναζητώντας την αγάπη που ποτέ δεν ευλογήθηκε να έχει. Ρωτήστε επίσης αυτά τα πρόσωπα (τα “περιθωρίου”) να σας μιλήσουν για τον έρωτα, το χάδι, την αγκαλιά, την σεξουαλική απόρριψη. Θα εκπλαγείτε πόσο πολύ σχοινοβατούν επάνω στον γκρεμό η ερωτική ανάγκη, το μίσος, η μοναξιά και η απελπισία.
Απομυθοποιήσες ποτέ κάποιο άτομο μετά από συνέντευξη που είχες μαζί του;
Βεβαίως. Το συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη -τον σπουδαίο λογοτέχνη των υπέροχων, μεταξύ άλλων, βιβλίων “Τάλγκο”, “Οι ξένες λέξεις”, “Πριν”, “Εγώ δεν”. Τότε εργαζόμουν για το “Υ.Γ” του Φιλελευθέρου, η συνέντευξη είχε κανονιστεί μέρες πριν, σε συνεννόηση με την αρχισυντάκτριά μου Έλενα Πάρπα και τη διευθύντριά μου -που εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε άδεια- Ελένη Ξένου. Είχα πάει στο σπίτι του στο Κολωνάκι -ένα καταπληκτικό υπόγειο με μία τοσοδούλα κουζίνα που τη θυμάμαι ακόμη- και ενώ η αφορμή μας ήταν το τελευταίο του μυθιστόρημα “μ.Χ”, η συνέντευξη διεκόπη γιατί υπήρχε “πρόβλημα” με τις ερωτήσεις μου περί ορθοδοξίας, εκκλησίας και πίστης-ομολογώ, αιχμηρές. Επέμενα. Το ξέρω. Mea culpa. Αλλά, αυτό ήταν και το αντικείμενο του βιβλίου του που είχα ήδη διαβάσει. Πως, λοιπόν, θα μπορούσα να το αγνοήσω; Όταν μου είπε “θέλω να σταματήσουμε”, έκλεισα αστραπιαία το κασεττοφωνάκι (χωρίς ούτε ένα “σας παρακαλώ…”, πράγμα που εξέπληξε και τον ίδιο μου τον εαυτό όταν αργότερα το αναλογιζόμουν), με οδήγησε ευγενέστατα στην είσοδο, μου είπε “λυπάμαι” και του απάντησα “δεν πειράζει”, αγκαλιάζοντάς τον και φιλώντας τον στο μάγουλο -όπως ο Χριστός τις αμαρτωλές. Στη Σκουφά, αγχώθηκα: Πως θα γέμιζα τέσσερις σελίδες προγραμματισμένης συνέντευξης σε πέντε μόνο μέρες; Με ποιον θα αντικαθιστούσα τον Αλεξάκη; Με τη Μελέτη, την Παπουτσάκη ή τη Ματσούκα (που τις έχω και εύκαιρες); Ο Χρήστος Χωμενίδης υπήρξε, για ακόμη μία φορά, η σωτήρια λέμβος μου. Δημόσια, τον ευχαριστώ ξανά που κατανόησε και προσέτρεξε στην αποτυχία μου.
Τα πέντε χρόνια στο πλατό της εκπομπής της Ελένης Μενεγάκη, ως συνεργάτης της εκπομπής, τι σου άφησαν;
Αχ, η αγαπημένη μου, η “βασίλισσα” μου, το αιθέριό μου πλάσμα! Όχι ακριβώς “στο πλατό”, γιατί ποτέ δεν υπήρξα μέλος του πάνελ και, με εξαίρεση μία απευθείας σύνδεση στην οποία έδειχνα πως θα φτιάξουμε την Καθαρά Δευτέρα χαλβά φορώντας λευκή μαγειρική ποδιά και προκαλώντας απανωτά εγκεφαλικά στη μάνα μου που με έβλεπε σε απευθείας σύνδεση απ την Κύπρο, δεν είχα ταυτιστεί ποτέ εικονικά με την εκπομπή, αλλά μόνο στα video και στα ρεπορτάζ που μεταδίδονταν κατά τη διάρκειά της. Για την Ελένη μόνο καλά λόγια έχω να πω (να, συγκινήθηκα πάλι, τώρα που τα γράφω, γιατί έχουμε γίνει πρόσφατα και φίλοι στο instagram κάνοντάς μου απανωτά “like” και προκαλώντας άλλους να αναρωτηθούν “ποιος είναι αυτός;”, με αποτέλεσμα τώρα να πρέπει να αποφασίσω αν θα “αποδεχτώ” τόσα αιτήματα “φιλίας”). Η Ελένη πήρε ένα ακοινώνητο, σνομπ, δήθεν μορφωμένο πλάσμα και το προσγείωσε στην πραγματικότητα του χώματος, των αληθινών αναγκών και της ζωής του ρεπορτάζ στις ιμιντασιόν γκλαμ εκδηλώσεις της Αθήνας -που είναι ωστόσο πανεπιστήμιο, αν έχεις τα μάτια σου ανοιχτά για να τις κοιτάξεις καλά. Πήρε ένα φοβισμένο πλάσμα που ήξερε μόνο να απαγγέλει απέξω ολόκληρο το δίσκο “Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ” της Νικολακοπούλου και του έμαθε ποια είναι τα σωστά βήματα του καλαματιανού και του χασαποσέρβικου -των καθημερινών, δηλαδή, ρυθμών της αληθινής ζωής (που λέει και ο τίτλος μίας από τις ταινίες του Νίκου Κουρή, του οποίου είμαι αιώνιος fan).
Πώς ήταν η Ελένη με τους συνεργάτες της;
Χαρά Θεού! Και μην διαβάζεις αυτές τις ανοησίες που αναπαράγονται και στην Κύπρο από τις μελλοθάνατες φυλλάδες της Αθήνας. Αν δεν υπήρχε η Μενεγάκη, εγώ δεν θα ήμουν ο ίδιος άνθρωπος (Θεέ της Μαργαρίτας Καραπάνου, που με κοιτάς από εκεί ψηλά, συγχώρα με, αμάρτησα! Αλλά είναι αλήθεια).
Σου αρέσει η τηλεοπτική δημοσιογραφία;
Όταν μου προέκυπτε στο παρελθόν, την έκανα αρχικά συνήθως για “αρπαχτή”, μήπως και κατάφερνα να αγοράσω εκείνο το σπίτι στην περιοχή Κάππαρη του Πρωταρά που είχα βάλει στο μάτι. Γιατί σκεφτόμουν πως, ό,τι κι αν κάνεις στην τηλεόραση, το επόμενο πρωί θα έχει φύγει, θα έχει εξανεμιστεί, θα το “έχει πάρει το ποτάμι” της λήθης (πόσες αγωγές γλίτωσα με τη δικαιολογία “δεν ακούσατε καλά, δεν το είχα σπικάρει έτσι το κείμενο στο ρεπορτάζ, λάθος σας το μετέφεραν. Θεό σας έκανα! Θεό!”). Άλλωστε, scripta manent, έλεγαν, μπορεί να βρεις σε υπόνομο το περιοδικό στο οποίο έκανες την καλύτερη συνέντευξη της ζωής σου πριν από κάποιους μήνες, αλλά θα το βρεις. Με το πέρασμα των χρόνων, άλλαξα. Και κατάλαβα πως δεν υπάρχει πια χρόνος για χάσιμο. Ό,τι κι αν κάνεις στη δουλειά σου (όπως και στη ζωή σου, αλλά για τη δουλειά με ρωτάς) πρέπει να το αγαπάς μέχρι τα πιο μύχια κύτταρά σου. Αλλιώς, δεν έχει νόημα. Ούτε για όλα τα λεφτά, ούτε για όλους τους βαρβάτους “τίτλους” του κόσμου όλου δεν έχει αξία να “ξοδεύεσαι” αναίτια.
Η δημοσιογραφία σήμερα στην Ελλάδα πως επιβιώνει; Επίσης, πρόσφατα είδαμε και το δικό σου blog στο διαδίκτυο, στο οποίο αναρτάς κάποιες από τις συνεντεύξεις που κάνεις κατά καιρούς, το http://yxatzigeorgiou.blogspot.gr. Τελικά το διαδίκτυο είναι το μέλλον;
Ζούμε στο μεταίχμιο -σε μία καταιγιστική αλλαγή- και θα πρέπει να εφεύρουμε άλλους τρόπους μετάδοσης της είδησης, των ιδεών, των κειμένων, των απόψεων, των διαλόγων με διάσημα πρόσωπα, όπως, καλή ώρα κάνετε εσείς τόσο επιτυχημένα και καλαίσθητα στο Skala Times. Το χαρτί, δυστυχώς, αργοπεθαίνει και γεννιέται ένας νέος τρόπος επικοινωνίας μέσα από τα social media. Είμαστε στο “μεταξύ”. Σε τρία με τέσσερα χρόνια, το πολύ, πιστεύω πως θα μιλάμε για άλλη δημοσιογραφία και εντελώς διαφορετικό τρόπο μετάδοσής της στο κοινό. Παρόλα αυτά, πάντα θα υπάρχουν κάποιες εφημερίδες και ορισμένα στοχευμένα περιοδικά, τα οποία θα ζουν και θα σε προκαλούν να τα αγοράσεις από τα περίπτερα -ο καλύτερος όλων θα είναι και ο νικητής και αυτό θα πρέπει να είναι το στοίχημα όλων. Γιατί πιστεύω πως υπάρχουν κι άλλοι-σαν κι εμένα- που, όσο κι αν προσπάθησαν να “κατεβάσουν” και να “διαβάσουν” ibooks από το κινητό τους τηλέφωνο, μετά πάλι επέστρεψαν στο κλασσικό βιβλίο με το χοντρό εξώφυλλο και το “αυτάκι” στο πλάι που θα “σημειώνει” σε ποια σελίδα σταμάτησες -το άλλο, είναι ακόμη μπερδευτικό. Στο ερώτημά σου λοιπόν, θα απαντούσα πως η δημοσιογραφία σήμερα στην Ελλάδα δύσκολα επιβιώνει. Έως πολύ. Οι περισσότεροι συνάδελφοί μου στην Αθήνα (αρχισυντάκτες, διευθυντές, συντάκτες), άνθρωποι που πληρώνονταν από 1500 έως 3000 ευρώ το μήνα (ή και περισσότερα σε εξαιρετικές περιπτώσεις), σε μία εποχή ασυδοσίας, ξιπασιάς και παχαίων αγελάδων, (και με παροχές του τύπου “πας ένα ταξίδι στην Μύκονο με έξοδα της εταιρείας για να κάνεις τον τάδε celebrity συνέντευξη, γιατί το τηλέφωνο είναι “απρόσωπο”-ένα μικρό παράδειγμα άμυαλης σπατάλης) σήμερα είναι άνεργοι, έχουν απλήρωτους λογαριασμούς, δανείζονται από φίλους και συγγενείς, αντιμετωπίζουν θέματα καθημερινής επιβίωσης. Είναι και αυτό ένα από τα συμπτώματα της “κρίσης”. Στο τέλος (το 2015, σύμφωνα με τα όσα μου είπε ο “πατέρας” των Ελλήνων αστρολόγων, Κώστας Λεφάκης σε συνέντευξή στο αθηναϊκό “People”) θα βγούμε από τη δοκιμασία, θα είμαστε καλύτεροι, σεμνότεροι, λιγότερο ματαιόδοξοι, ολιγαρκείς και δεν θα πιστεύουμε πια -ούτε για ένα δευτερόλεπτο- ότι είμαστε η Oprah ή ο Lary King αυτής της χώρας που πλέον δεν γεννάει stars αλλά ανθυποστάρ.
Είσαι από τους δημοσιογράφους που εργάζονταν για πολλά χρόνια στον Πέτρο Κωστόπουλο και στην I.MA.KO, αλλά και ως υπεύθυνος καλεσμένων στις εκπομπές του στον Alpha αρχικά και αργότερα στον ΑΝΤ1. Πόσο σε ξάφνιασε (αν σε ξάφνιασε) η “πτώση” του Κωστόπουλου; Τι σήμαινε αυτό για τα Ελλαδικά Μ.Μ.Ε;
Πολύ θα ήθελα να μιλήσω γι αυτό το θέμα. Και δεν θα έλεγα άσχημα λόγια -προς Θεού, είμαι fan του πρώην εργοδότη μου. Αλλά, επειδή εκκρεμεί δικαστική διαμάχη μεταξύ μας λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων μου (όπως και σε όλους τους εργαζόμενους της εταιρείας, καταστάσεις και σκηνικά που εύχομαι ποτέ να μην ζήσουν οι συνάδελφοι στην Κύπρο -της κρίσης και της Τρόικας που ήδη κατέφθασε με “προτάσεις”) και καθετί “μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον μου”, ας μην το ρισκάρω. Ας το βουλώσω σε αυτή την απάντηση. Τσιρότο.
Οκ…Τι θα συμβούλευες κάποιο παιδί που θέλει να ακολουθήσει καριέρα δημοσιογράφου;
Κι εγώ αναγνώστης είμαι. Οπότε -σε ό,τι αφορά στην αθηναϊκή δημοσιογραφία που παρακολουθώ, εκ των πραγμάτων, συχνότερα σε σχέση με την κυπριακή- ρώτα καλύτερα γι αυτό το θέμα τη Λιάνα Κανέλλη, τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, την Έλενα Ακρίτα, την Μόλλυ Αδριανού, τη Ρίκα Βαγιάννη, τον Κώστα Βαξεβάνη, τον Σωτήρη Δανέζη, τη Μαρία Καρχιλάκη, τον Φώτη Γεωργελέ, την “αδέκαστη” απ το “Βήμα”, την Πόπη Τσαπανίδου, τον Γιώργο Αυγερόπουλο, τον Τάσο Θεοδωρόπουλο…και άλλους πολλούς που αυτή τη στιγμή μπορεί να μου διαφεύγουν.
Αν δεν ήσουν δημοσιογράφος τι θα μπορούσες να ήσουν;
Οτιδήποτε. Ωστόσο, ζηλεύω βαθιά το επάγγελμα του γκρουπιέρη στα καζίνο και του σκουπιδιάρη που έχει βάρδια 12:00-5:00 το πρωί -όταν η πόλη έχει ησυχία, βλέπει όνειρα και κοιμάται.
Τι αγαπάς από την Αθήνα;
Τη νύχτα της. Που το σκοτάδι σκεπάζει την ασχήμια της μέρας, την αγένεια, την οικοδομική ασυδοσία, τα εμετικά κτήρια, τις φωνές. Όσο περισσότερο ζω σε αυτή την πόλη, τόσο πιο πολύ πιστεύω πως η Ακρόπολη έκανε κακό στους Αθηναίους και στους μέτοικους κατοίκους της. Αν δεν υπήρχε ο λόφος με το “σύμβολο”, είμαι απολύτως βέβαιος πια πως όλα θα ήταν διαφορετικά.
Σκέφτηκες ποτέ να επιστρέψεις μόνιμα Κύπρο;
Ναι. Κάθε χρόνο, γύρω στο Μάιο, το επαναδιαπραγματεύομαι με τον εαυτό μου. Αλλά, πάντα, κάτι προκύπτει -μία καινούργια συνεργασία, μία νέα επαγγελματική “αγάπη”, ένας νέος έρωτας, ένας “γάμος”, και μένω. Και φέτος είχα αποφασίσει πως θα γυρίσω στη γειτονιά μου, στον Άγιο Ανδρέα της Λευκωσίας. Ωστόσο, η ξαφνική συνεργασία μου με τον Νίκο Μουτσινά, τη Μαρία Ηλιάκη, την Κατερίνα Καινούργιου και το Γιώργο Δάσκαλο για το “Δέστε τους” του Alpha, θα με κρατήσει εννέα μήνες ακόμη σ αυτή την μεγαλούπολη των τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων, που όσο πάει και φτωχαίνει.
Τι σου λείπει από την Κύπρο;
Η μάνα μου, ο πατέρας μου, οι χαλλουμόπιτες από τον ABO στην Ονασαγόρου, η σοκολατόπιτα της “Οκτάνα”, οι βόλτες στην σκλαβωμένη Λευκωσία, ο μόλος της Κερύνειας, το “μαχαλλεπί” στα “Τρία Φανάρια” δίπλα από την εκκλησία της Φανερωμένης, οι περίπατοι στις Φοινικούδες, το αεράκι που δροσίζει τη Λευκωσία τα καλοκαιρινά βράδια, οι σπέσιαλ μιξ πίτες σουβλάκια-σιεφταλιά του Πάμπου, οι βουτιές κάτω από το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων (απέναντι από το “κρυφό ακρογιάλι” του Σεφέρη, στον Κόννο του Πρωταρά), κι άλλα πολλά…πολλά…Αλλά κυρίως οι φίλοι μου -το σημαντικότερό μου επίτευγμα σε αυτή τη ζωή που αν το χάσω θα πεθάνω.
Τι σε εκνευρίζει από την Κύπρο;
Η ξιπασιά, οι φαντασμένες κότες και οι νεόπλουτοι που είχαν πληθύνει επικίνδυνα μέχρι το 2010 “της αρχής της κρίσης”.
Τι θεωρείς σημαντικό προσόν σε ένα άνθρωπο;
Το να χαϊδεύει και να αγκαλιάζει και με τα δύο του χέρια.
Τι θα ήθελες να αλλάξεις στο χαρακτήρα σου;
Κάποιες στιγμές βαριάς κατάθλιψης (“το τέρας”, όπως μου το ονόμασε σε μία από τις συνεντεύξεις μας ο διευθυντής ειδήσεων του Star Ελλάδος, Σταμάτης Μαλέλης) που βιώνω κατά καιρούς (με κλειστά τηλέφωνα, ησυχία, απομόνωση, συντροφιά με συγκεκριμένα βιβλία και μουσικές). Ωστόσο, είμαι σε καλό δρόμο: Δεν με επισκέπτεται πια συχνά και την αποτρέπω. Παρόλα αυτά, “σαν έτοιμος από καιρό”, είμαι έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, να της δοθώ ξανά. Έχει μία γοητεία αυτό το “μαύρο” -κι εγώ ήμουν πάντα θαυμαστής των looser ποιητών.
Ο έρωτας τι ρόλο παίζει στη ζωή σου;
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας των 30 μου χρόνων, θα σου έλεγα “κανέναν απολύτως”. Τα one night stands και η ατέρμονη απόλαυση της πιο σεξουαλικής πόλης της Ευρώπης -της Αθήνας- με απάλλασσαν από οποιαδήποτε ενοχή, δέσμευση, εξευτελισμό, κλάματα και χαρές που θα με πήγαιναν στον ουρανό. Όλα, όμως, άλλαξαν όταν είδα αυτά τα μάτια, διαμέσου της Ελένης Δήμου…
Ποια είναι η πιο ωραία συμβουλή ή ατάκα που σου έχουν πει για τον έρωτα;
“Μόνο όταν κοιμούνται οι εραστές υπάρχει ευτυχισμένος έρωτας. Στον απόλυτο έρωτα, αυτοί που είναι ερωτευμένοι ζητάνε -εκείνη την ώρα, που ζουν αυτή την ευτυχία- να πέθαιναν, να σταματούσε ο χρόνος. Κάντε μόνος σας τις αναλογίες”. Γιώργος Χρονάς- ποιητής (από δημοσίευση στον Φιλελεύθερο και στο “Υστερόγραφο” της Ελένης Ξένου).
Για το τέλος, γιατί αποφάσισες να δώσεις αυτή τη συνέντευξη;
Για σένα! Νομίζω πως στο χρώσταγα, Γιώτα μου. Δεν θα το κανε η καρδιά μου να σου πω “όχι”. “Γνωριστήκαμε” τηλεφωνικά, μέσω κάποιου καλού κοινού μας φίλου, αλλά αν και δεν έτυχε ποτέ να συναντηθούμε (μάλιστα νομίζω πως πρώτη φορά θα δεις το πρόσωπό μου στις φωτογραφίες που σου έστειλα-και αυτό, να ξέρεις, είναι για μένα υπέρβαση), νομίζω πως είμαστε “συγγενείς”…. Για όλα αυτά τα emails και τα sms που μου έχεις αποστείλει κατά καιρούς. Για όλη αυτή την αγάπη σου, σε έναν “άγνωστό” σου. Σ’ ευχαριστώ, λοιπόν.
*Συνεντεύξεις του Γιάννη μπορείτε να βρείτε στα περιοδικά του Φιλελευθέρου: “Down Town”, “Omikron”, “Icon”, “Life”-, αλλά και στο προσωπικό του blog: yxatzigeorgiou.blogspot.gr
*Οι φωτογραφίες είναι της Ολυμπίας Κρασαγάκη.