Tης Γιώτας Δημητρίου
Η φίλη μου η A.M, μου ανέφερε την ιστορία του αγαπημένου της διηγήματος, γραμμένο από την Τουρκάλα συγγραφέα Ογιά Μπαϊντάρ.
Η ιστορία μιλά για ένα (μονόπλευρο) έρωτα αλλά και για τις πτώσεις απ’ τα βάθρα, για τις απομυθοποιήσεις….
Η ιστορία, περίπου, έχει ως εξής: μια αριστερή ομάδα νέων, διένειμε φυλλάδια στην Τουρκία, την δεκαετία του ’70. Η ηρωίδα του διηγήματος ήταν ερωτευμένη με τον αρχηγό, τον επαναστάτη της παρέας. Αυτός όμως δεν έδινε σημασία παρά μόνο στην τιμή του αγώνα και της επανάστασης. Έτσι ο έρωτας τους δεν πήρε ποτέ σάρκα και οστά.
Η ηρωϊδα όμως για χρόνια κράτησε τον έρωτα της σε ένα ψηλό βάθρο μέσα στη καρδιά της. Τον έκανε μύθο!
Μέχρι που μια μέρα, μετά από 20 χρόνια, είδε στην εφημερίδα – ενώ βρισκόταν αυτοεξόριστη στη Γαλλία – τη φωτογραφία του επαναστάτη, του έρωτα της.
Ο επαναστάτης ήταν πλέον μεγαλοστέλεχος δεξιού κόμματος και στήριζε όλα εκείνα που στην εφηβεία τους πολεμούσαν.
Τελικά ποιος από τους δυο έκανε επανάσταση; Ποιος πολέμησε αληθινά για τα πιστεύω του και ποιος πρόδωσε;
Μόνο τότε κατάφερε η ηρωίδα να τον βγάλει από μέσα της. Αφού ο ίδιος απέδειξε πως δεν είχε καμία θέση στο βάθρο που εκείνη κάποτε τον είχε τοποθετήσει. Στο βάθρο που για 20 ολόκληρα χρόνια τον κρατούσε!
Δεν ξέρω πώς κατάφερε το διήγημα της Τουρκάλας Ογιά Μπαϊντάρ να με κάνει να ταυτιστώ (υποψιάζομαι όμως).
Είναι που τοποθετώ κι εγώ -αλήθεια- κάποιους επαναστάτες ιδεολόγους ψηλά.
Είναι που υπερτιμώ κάποια μυαλά.
Είναι που πιστεύω σαν ευαγγέλιο αυτά που μου λένε (κι ας είναι άθεοι αυτοί).
Είναι που ενδέχεται να είμαι κι εγώ ερωτευμένη και να έχω τοποθετήσει σε ψηλό βάθρο κάποιον άντρα, επαναστάτη. Και είναι που με τρομάζουν οι στιγμές που κάποιος από μονος του, με τις πράξεις του, κατεβαίνει από το ψηλό βάθρο που τον τοποθετώ, μέσα μου. Και το μπαμ μου μοιράζει τη ψυχή σε χίλια κομμάτια.
Ναι, είναι που φοβάμαι τις στιγμές που ακούγεται εκείνο το “μπαμ” και συνειδητοποιείς ότι το άτομο που τοποθέτησες στο ψηλό βάθρο της καρδιάς ήταν μια πλάνη….
Δε μπορεί, θα συμβαίνει και σε άλλους αυτό….υποθέτω.
Μακριά αυτά από εμάς, κυρία Μπαϊντάρ μου!
Κι εσένα η ηρωϊδα σου, 20 χρόνια τον κρατούσε μέσα της σαν κάτι ιερό. Τον μυθοποίησε….Και μετά; Μετά εκείνο το “μπαμ”.
Η πτώση από το βάθρο.
Η απομυθοποίηση!
Τις ξέρω τις πτώσεις απ’ το βάθρο, πονούν τόσο πολύ σαν κάποιος να ξεριζώνει ένα όργανο απ’ το σώμα σου, την καρδιά σου ας πούμε.
————————————————————————————————-
Η Ογιά Μπαϊντάρ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1940. Το πρώτο της μυθιστόρημα το έγραψε όταν ήταν μαθήτρια και είχε τίτλο “Ο Θεός ξέχασε τα παιδιά”. Επικρίθηκε για το περιεχόμενο του από την διεύθυνση του παρθεναγωγείου. Το 1964 αποφοίτησε από το τμήμα Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης. Μετά από ένα χρόνο η εντεταλμένη επιτροπή των καθηγητών απορρίπτει τη διδακτορική της διατριβή με θέμα τη γέννηση της εργατικής τάξης στην Τουρκία, με αποτέλεσμα οι φοιτητές να κάνουν κατάληψη (είναι η πρώτη κατάληψη Πανεπιστημίου εκείνα τα χρόνια) διαμαρτυρόμενοι για το γεγονός. Το 1971, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα, συλλαμβάνεται και αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη θέση της. Το 1980, με το δεύτερο στρατιωτικό πραξικόπημα, εγκαταλείπει τη χώρα και μέχρι το 1992 ζούσε εξόριστη στην Ανατολική Γερμανία. Το 1991 κυκλοφόρησε μια συλλογή διηγημάτων της με τίτλο “Έχε γεια, Αλιόσα” (βραβείο Σάιτ Φάικ) και το 1993 το μυθιστόρημα “Επιστολές μιας γάτας” (βραβείο μυθιστορήματος Γιουνούς Ναντί). Όταν επέστρεψε στη Τουρκία, διηύθυνε την έκδοση της “Τουρκικής Συνδικαλιστικής Εγκυκλοπαίδειας”. Στη συνέχεια έγραψε τα μυθιστορήματα “Επιστροφή στο τίποτα” (1998) και “Απόμειναν μόνο οι καυτές τους στάχτες” (2000) το οποίο κέρδισε και το βραβείο μυθιστορήματος Ορχάν Κεμάλ.