Search
Close this search box.

Σκέφτομαι Τέχνη “Αν”

Αν  (2012) – Σύγχρονος Κινηματογραφικός Ποιητικός Ρεαλισμός

Γράφει η Γιώτα Δημητρίου
(Η Γιώτα έχει BA (Hons) στις Θεατρικές Σπουδές από το Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου, ΜΑ από το Πανεπιστήμιο του Hull και είναι στο δεύτερο έτος του διδακτορικού της στο Πανεπιστήμιο του Bristol. Το PhD της ονομάζεται: An Exhibition of Hidden Stories – The Lives’ of Others – Research into methods of staging an oral history archive)

Ξεκινώ την χρονιά με το επίκαιρο ερώτημα που συνεχώς φτιάχνει μονοπάτια στο μυαλό μας στο τέλος και αρχή κάθε έτους.  Που επίσης είχε πρεμιέρα την περασμένη εβδομάδα στη μεγάλη οθόνη, Αν
Ήμουν  ήδη μεγάλη φαν της τηλεοπτικής σειράς “4” και όταν μου έδειξε μια φίλη το τρέιλερ της ταινίας του “Αν”, μου κίνηθηκε η περιέργεια και το ενδιαφέρον για τη δουλιά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη ακόμη παραπάνω… Νομίζω ότι όλους μας ελκύει και μας προβληματίζει το ενδεχόμενο και η σκέψη του Αν, επειδή ως ανθρώποι γνωρίζουμε πως η ζωή καθημερινά μας προσφέρει άπειρες δυνατότητες. Τι θα γινόταν ΑΝ έπαιρνα ή δεν έπαιρνα αυτή την απόφαση…ΑΝ ήμουν ακόμη με αυτό τον άνθρωπο…ΑΝ έλεγα αυτά που πραγματικά σκεφτόμουν… Δεν ξέρω ΑΝ αυτό που με τράβηξε να δω αυτή την ταινία είναι το μεγάλο ενδιαφέρον που έχω για την δουλιά του Παπακαλιάτη ή η εικόνα στο τρέιλερ της ταινίας (το κίτρινο αυτοκίνητο, η γειτονιά που το γυρίσανε), τα αισθήματα του έρωτα, μελαγχολία και νοσταλγίας, ο ήχος της λατέρνας – ολά όσα μου θυμίσανε γαλλικό σινεμά που το αγαπώ-. Αυτό που ακολουθεί δεν είναι κριτική της ταινίας αυτής ούτε του σεναρίου και ούτε λέγοντας τα ακόλουθα δηλώνω πως οι δημιουργοί δημιούργησαν με αυτές τις προθέσεις.  Κινηματογραφικά για μένα η ταινία είναι αρκετά ψαγμένη (από διαφορετικές επιρροές), σε αυτό το άρθρο γράφω απλά για τις ιδέες που μου έρχονταν στο μυαλό καθώς έβλεπα την ταινία, τις οποίες ήθελα να μοιραστώ μαζί σας.
Tο “Αν” για μένα είναι μια κινηματογραφική αλληγορία που επικεντρώνεται σε μια ερωτική ιστορία. Διαδραματίζει μέσα απο δύο σενάρια,  τις δύο εκδοχές του ήρωα (το γνωστό Butterfly Effect – πώς μια λεπτομέρεια μπορεί να αλλάξει την τάξη των πραγμάτων και τη μοίρα των ανθρώπων. Δύο εναλλακτικές εκδοχές της πραγματικότητας εξελίσσονται παράλληλα στο χρόνο με τη βοήθεια δύο διαφορετικών αιτιών), δύο παράλληλες ιστορίες, όλο το παιχνίδι του έρωτα και της μοναξιάς. Όλα τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν να φτιάξουν αυτή την ταινία με παρέπεμψαν να σκεφτώ το μεταπολεμικό Γαλλικό κινηματογραφικό κίνημα, Ποιητικό Ρεαλισμό (Le Réalisme Poétique/Poetic Realism). Αυτό το κίνημα του 1930, που ήταν δεσμευμένο σε γύρισμα σε στούντιο, είχε ύφος λυρικού ντοκουμαντέρ – μιας αναδημιουργημένης πραγματικότητας,  αντί να πλησιάζει τον κοινωνικο-ρεαλισμό της χαρακτηριστικής και πιο συνηθισμένης έννοιας του ντοκιμαντέρ. Παρουσιάζοντας το “Αν” σαν ντοκουμαντέρ  για σχέσεις (με αναφορές στη ζωή και στα προβλήματα ενώς ζευγαριού μικροαστικής τάξης), μέσα απο μια τανία 2 πραγματοτήτων, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης μας παρουσιάζει 3 αναδημιουργημένους κόσμους. Τα 2 παράλληλα ενδεχόμενα ζωής του ήρωα και τον κόσμο του ντοκουμαντέρ μέσα απο το ίδιο το έργο, με αφηγητές το ζεύγος Κοκοβίκου Μάρω Κοντού (Ελενίτσα) και Γιώργος Κωνσταντίνου (Αντωνάκης), που τους υποδύονταν  και στην ταινία “Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα” (1965) του Γιώργου Τζαβέλλα. Αυτές οι 3 πραγματικότητες περιπλέκονται μεταξύ τους, όχι μόνο επειδή τα 2 σενάρια έχουν παράλληλη και κοινή ιστορία αλλά επίσης περιέχουν κομμάτια του “ντοκιμαντέρ” μέσα από την αφήγηση του ζευγαριού καθώς και την παροχή στο κοινό με υπαινιγμούς για την ύπαρξή του (όταν δείχνει για παράδειγμα στην τηλεόραση το “Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα”, σε μια από της εν λόγω πραγματικότητες). Σαν κίνημα ο ποιητικός ρεαλισμός ήταν, όπως ανάφερα δεσμευμένος στο στούντιο, έτσι και μερικές σκηνές του έργου δείχνουν αυτό το χαρακτηριστικό του κινήματος, αφού διαδραματίζονται μέσα από την ταινία στο στούντιο όπου δουλεύει ο πρωταγωνιστής.
H πρόθεση του ποιητικού ρεαλισμού ήταν να δώσει μια αμφίσημη, ακόμα και ρομαντική εικόνα του κόσμου, καθώς και να φτιάξει μια ατμόσφαιρα μοιρολατρίας που αντικατοπτρίζει το πνεύμα της εποχής και την ιδέα του χρόνου. Για μένα τουλάχιστο αυτό ακριβός κάνει το “Αν”, αντιπροσωπεύει συνηθισμένους χαρακτήρες σε ένα οικείο περιβάλλον μέσω ενός συνδυασμού ομότιμης αλληλεγγύης και αγάπης, απαισιοδοξίας και καταστροφής και της ανέφικτης φιλοδοξίας των χαρακτήρων για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή μαζί. Η πιο συνηθισμένη κατάληξη στο ποιητικό ρεαλισμό ήταν ο θάνατος, αυτό είναι κάτι που επίσης λαμβάνει χώρα και σε αυτή την ταινιά στην οποία θα έβαζα κάτω απο την ομπρέλλα του σύγχρονου ποιητικού ρεαλισμού. Σε αυτό το κίνημα η βασική αρχή ήταν  o ρεαλισμός, απλοποιημένoς, υπερβολικός και τετηγμένος συμβολικός. Η μητέρα του ήρωα σε αυτή την ταινία, μπορούμε να πούμε πως είναι προσωποποίηση της μνήμης και του χρόνου ακόμα και των ιδεών τις νοσταλγίας και μελαγχολίας, καθώς και της μοιρολατρίας του χρόνου, αφού την βλέπουμε να πάσχει απο μια νόσο απώλειας μνήμης που αδυναμεί να θυμάτε τα πρόσφατα γεγονότα, και με μόνο το παρελθόν. Ακόμα τα χρώματα που χρησιμοποιούνται είναι και αυτά συμβολικά. Γενικά στον κινηματοργάφο τα χρώματα (hue) είναι δείκτες ενός θέματος ή συναισθήματος. Στην περίπτωση αυτή  όπως δήλωσε και ο Παπακαλιάτης σε μια συνέντευξή του, υπάρχουν ψυχρά χρώματα στην πραγματικότητα όταν ο πρωταγωνιστής είναι εργένης για να δείξει την μοναξιά, και ζεστά χρώματα χρησιμοποιούνται στην άλλη πραγματικότητα για να δείξει τη ζεστασιά της αγάπης στο σπίτι με την σύντροφό του. Σε γενικό βαθμό όμως αυτό που πρόσεξα απο τη πρώτη ματιά του τρέιλερ ήταν ότι  χρησιμοποιούνται και απο την ολική σκηνογραφία, σκηνικά και απο την ενδυματολογία τα απαλά χρώματα (soft colours), όπως τα παστέλ, που με τον κορεσμό (saturation) και την αντίθεση (contrast) για μένα τουλάχιστον φωνάζουν ρομανικό γαλλικό σινεμά.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό που έχει κοινό το “Αν” με το κίνημα του Ποιητικού Ρεαλισμού είναι τα πλάνα της τοποθεσίας, που δείχνουν την γειτονιά και τους φορείς που ζουν εκεί.  Ένα απο τα αγαπημένα μου πλάνα ήταν ότι το σκηνικό της σελήνης που μου θύμισε το “Le Voyage Dans le Lune” του Georges Méliès (1902), ο οποίος έφτιαχνε ολόκληρους τεχνητούς κόσμους μέσα απο το mise en scène. Φυσικά  το πλάνο στο οποίο αναφέρομαι, δεν είναι υπερβολή σε τέτοιο βαθμό, αφού μιλάμε για ένα επίπεδο «ρεαλισμού» με λυρική μορφή. Και το τελευτέο στο οποίο θα αναφερθώ είναι ένα συγκεκριμένο πλάνο μετάβασης από το φθινόπωρο στο χειμώνα, όπου χρησιμοποιείται η κάμερα και το μοντάζ για τη δημιουργία μεταβάσεις του χρόνου και του χώρου, καθιστώντας το mise en scène σχετικά με τους χαρακτήρες και την αναζήτηση για απαντήσεις. Αυτό μοιάζει με τα transitions του Alain Resnais (Γάλλου Σκηνοθέτη που ξεκίνησε σαν φιλμ editor στη δεκαετία του 1940 και κληρονόμος του κινήματος του ποιητικού ρεαλισμού. Ήταν επίσης ένας εμπνευστής ενός κινήματος, το οποίο πίστευε στην ισχυρή επιρροή των ονείρων και δημιουργικής φαντασία σε όλα). Το γαλλικό new wave κίνημα σύμφωνα με τον Resnais πήγε πέρα από το ντοκιμαντέρ – από την τέχνη στη ζωή – όπως και το συγκεκριμένο πλάνο καλεί το ερώτημα “αυτό που συμβαίνει γίνεται στο δρόμο ή στο μυαλό; …”

Τα λέμε την άλλη βδομάδα!

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn
On Key

Related Posts

error: Content is protected !!