Γράφει ο David Fowles
david@skalatimes.com
Χθες το βράδυ παρακολουθούσαμε μια εκπομπή μαγειρικής συντροφιά με την σύζυγο μου. Ξέρετε, αυτά τα τηλεοπτικά που πληρώνουν κάποιον να ταξιδεύει στον κόσμο και να μαγειρεύει. Λοιπόν, αυτός ο κύριος ήταν στην Σρι Λάνκα, όπου έψαχνε για παραδοσιακή ντόπια κουζίνα. Πήρε το κανό του, πήγε μέσα σε κάτι ζούγκλες εκει πέρα, στην Σρι Λάνκα και βρήκε ένα χωριούδάκι. Για το πρώτο πράγμα που μίλησε αυτός ο κύριος όταν κατέβηκε απο το κανό του, ήταν για την φτώχια που επικρατούσε… Εκεί στον καναπέ μας, μαζί με την σύντροφο μου κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον απορημένοι και συνεχίσαμε να παρακολουθούμε. Ο ακριβοπληρωμένος αυτός κύριος συνέχισε την περιπλάνηση. Ενθουσιασμένος, πήγε να γνωρίσει τα υπόλοιπα μέλη αυτού του χωριού, ή καλύτερα της κοινότητας. Η επόμενη σκηνή μας έδειχνε όλες τις γυναίκες του χωριού μαζεμένες μαζί να γελούν αφού ένοιωθαν την κάμερα. (Ότι και να σήμαινε για αυτές η κάμερα, αφού δεν είχαν ούτε καν τηλεόραση στο τόπο που ζούσαν. Μάλλον για τους “ξένους” πρέπει να είπαν κανένα αστείο). Τέλοσπαντων, οι κοπέλες άλεθαν το ρύζι, ολόφρεσκο όπως το μάζεψαν οι ίδιες εκείνο το πρωινό και τα παιδια έπαιζαν τριγύρω ανέμελα. Είχαν το «φλίντσοουν» πλέντερ τους, που ήταν φτιαγμένο από τα χέρια των αντρών τους και έφτιαχναν γάλα ρυζιού. Ξέρετε αυτό που κοστίζει τρία ευρώ και κάτι μέσα στα σουπερμάρκετ μας. Έτσι χωρίς συντηρητικά ή ότι άλλο μας πουλούν εμάς, πήραν τον χυμό αυτόν και τον έβαλαν σε μια πήλινη κατσαρόλα μέχρι να πολτοποιηθεί. Αυτόν τον πολτό ρυζιού τον έβαλαν σε ένα άλλο μηχάνημα και έβγαλαν τον χυμό που ήθελαν για να μαγειρέψουν. Συνεχώς, με γελάκια που έβγαιναν απο δω και απο κει. Και η κάμερα συνέχιζε να δείχνει το τοπίο. Καταπράσινες πλαγιές, με νερά που κατέβαιναν από τα βουνά τρυγύρω, τα δέντρα φορτωμένα με καρπούς. Το ποτάμι που ήταν ακριβώς δίπλα απο το χωριό γεμάτο απο ψάρια, τα οποία όταν ήθελαν τα ψάρεψαν για το γεύμα που θα ακολουθούσε. Τα λαχανικά από τον κήπο τους, ολόφρεσκα, χωρίς ψεκάσματα. Και τα αρτήματα πάλι από τα δέντρα εκεί τριγύρω τα μάζεψαν.
Δεν έβλεπες ούτε μια πλαστική σακούλα, ούτε ένα σκουπίδι. Το μόνο ξένο που είχαν ήταν τα ρούχα (ορισμένων) και καμιά κατσαρόλα. Κοιταχτήκαμε πάλι με την συντροφό μου και αναρρωτηθήκαμε που ακριβώς βρισκόταν η φτώχεια!
Τί είναι η φτώχεια δηλαδή; Αν ζεις μια ζωή χωρίς έννοιες, μέσα σε καθαρό περιβάλλον, τρώς αυτό το πραγματικά υγεινό φαγητό που σου προσφέρει απλόχερα η φύση, αναπνέεις καθαρό οξυγόνο, είσαι δίπλα απο την οικογένεια σου! Η δουλειά σου είναι να πας ψάρεμα ή να σκαλίσεις τον κήπο σου, ή αν σου περνά να ανεβείς σε κανένα δέντρο να κόψεις καμιά καρύδα…Ποιός ορίζει τι είναι η φτώχεια; Ποιός σου λέει τι πρέπει να έχεις;
Και τι είναι η πραγματική ευτυχία; Μήπως εμείς αναρωτιόμαστε επειδή την χάσαμε;