Search
Close this search box.

Ξεφλουδισμένες Λέξεις “Χωρίς -πολλά- λόγια, μόνο στίχους…”

Γράφει η Γιώτα Δημητρίου

Θα ήθελα πολλά να γράψω….Για τις διαδηλώσεις μας, για την τραγωδία που βιώνει το νησί μας , για το Δ’ Ραϊχ, για το αύριο,  για το πόσο φοβάμαι… Μα αυτες τις κρίσιμες στιγμες όλοι μιλάνε και λενε περισσότερα από όσα πρεπει. Λενε βλακείες… “Εκείνος” με κατηγορεί, «εσενα φαίνεται ότι δεν σε απασχολεί η απάντηση σε ένα υπαρκτό ερωτημα….» κι ούτε που τον νοιαζει που το συμπερασμα του απεχει πολύ από την πραγματικότητα κι ούτε και θα μάθει ποτε. Με νοιάζει. Γι αυτό μελετώ, γι αυτό βγαίνω στους δρόμους, στις διαδηλώσεις….
Θα ήθελα πολλά να γράψω, μα αυτες τις μερες προτιμώ να σωπαίνω και να διαβάζω….Κάποτε διαβάζω “γνώριμους φίλους” που εχουν γράψει ιστορία στην πολιτική και κάποτε ποίηση για  να ξεγελώ την θλίψη.

Θες να διαβάσουμε μαζί ενα ποιητή νομπελίστα;

“Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες”.

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
σύ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες. δε θα τολμούσα να πω φιλήματα.
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

“Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες”.

Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών.
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη.
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να ‘βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Πού είναι η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότηςτο ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους-ποιος θα το ‘λεγε-η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:
“Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια” φώναζε.
“Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία”.

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόναταζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα
ατόφιο.
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια . 

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.

Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;

“Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες”.

Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι Δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

 

Υ.Γ Το ποιήμα ανήκει στη συλλογή «Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν…» (1955), γράφτηκε όμως, κατά δήλωση του ποιητή, το 1953, όταν ο Γιώργος Σεφέρης ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Κύπρο.

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn
On Key

Related Posts

error: Content is protected !!