Γράφει η Ρία Λοϊζου
loizouria@gmail.com
Το έχω εδώ δίπλα μου.
Όταν βγήκα έξω το πήρα μαζί μου. Σαν φυλαχτό. Όταν βγαίνω έξω, συνήθως φτιάχνομαι και στολίζομαι, ακόμα κι αν δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Αυτή τη φορά έβαλα απλά τη μπλε φόρμα μου, το γαλάζιο φούτερ και ούτε καν έπιασα τα μαλλιά μου. Πήρα τον Έλβις και πήγαμε για περίπατο στις φοiνικούδες, μετά καθίσαμε για καφέ. Θα ήταν δεν θα ήταν 8 το πρωί. Γιατί αυτή τη φορά σημασία δεν είχε το πως είμαι, το πως δείχνω. Αυτή τη φορά σημασία είχε ότι διάβασα αυτό το βιβλίο και τίποτα άλλο δε θα μπορούσε να με κάνει να νιώσω ομορφότερα.
Μπορεί να διαβάζεις δεκάδες βιβλία το μήνα. Εκατοντάδες το χρόνο.
Μπορεί να παρακολουθεις κάθε νέα κυκλοφορία και κάθε επετειακή έκδοση.
Μπορεί το πρωί να πίνεις τον καφέ σου με τον ήρωα του τάδε βιβλίου και το βράδυ να κουκουλώνεσαι με την ηρωίδα του δείνα βιβλίου. Έτσι είναι αυτά. Μα μόνο μία στις τόσες και δεν τολμώ να πω καν στις πόσες, θα τελειώσεις το βιβλίο, ανήμπορος να αφήσεις στο τελευταίο κεφάλαιο τον κόσμο εκείνο που σου δάνεισε σε μια στιγμή θεϊκής έκρηξης κάποιος συγγραφέας.
Σήμερα, σχεδόν στα εικοσιπέντε μου χρόνια, και ντρέπομαι που άργησα τόσα χρόνια, τελείωσα το “Φύλακα στη σίκαλη”.
Δεν είναι ότι είχε κάποια φοβερή υπόθεση, κάποια σατανική πλοκή. Ούτε καν ότι είχε πολύπλοκους χαρακτήρες ή λεπτομερειακές περιγραφές. Είναι απλά που ο ήρωας δεν είναι κάτι σπουδαίο και όμως…..Και είναι που η τελευταία του παράγραφος με πήρε και με πέταξε στο ταβάνι και στο πάτωμα μαζί.
Το τέλος μετράει πάντα, βιβλίο ή όχι.
Για τίποτα δεν μπορείς τελικά να βγάλεις ολοκληρωμένο συμπέρασμα αν δε φτάσει το τέλος του. Είτε πρόκειται για βιβλίο είτε για ανθρώπινη σχέση, είτε για κάποια σκέψη.
Διαβάζοντας το βιβλίο, με άφησε να κοιτάζω τον τοίχο δίχως να ξέρω τι να κάνω και τι να σκεφτώ. Μεγαλειώδες συναίσθημα… Σαν κάποιος να εισέβαλε στις πιο κρυφές μου σκέψεις και να ανακάτεψε με ένα ξυλαράκι το μπετό της φαιάς ουσίας μου. Και μου θύμισε… Μου θύμισε τις μέρες εκείνες του σχολείου που ο κόσμος αυτός δε μου ήταν αρκετός, και έλεγα θα φύγω και ξεκίναγα να φτιάχνω το σακίδιο μου για να φύγω και έψαχνα να βάλω μέσα τα απαραίτητα επειδή έτσι κάνουν οι μεγάλοι μόνο που δεν ήξερα τι να πάρω μαζί μου γιατί τότε δεν είχα “τα απαραίτητα”. Τότε που ο κόσμος δεν ήταν στρογγυλός μα ούτε επίπεδος, ούτε τίποτα, ήταν απλά ο κόσμος που μπορώ με μια δρασκελιά και μια σοκολάτα στο χέρι να κάνω δικό μου. Τότε που αγνοούσα τους ανθρώπους που δε συμπαθούσα και όλοι μου το συγχωρούσαν γιατί τότε δεν είχα σημασία… και μου θύμισε το τώρα.
Το τώρα που αφιερώνω σε σένα και σένα και σένα που θέλοντας και μη μου αφήνετε μια πληγή ή μια πινελιά για να συνεχίσω να γίνομαι αυτός ο ανθρώπινος καμβάς που κάθε άνθρωπος γίνεται…
Το τέλος μετράει σας λέω!
Φιλί κι ένα διάχυτο χαμόγελο από καρδιάς.