Γράφει η Ελένη Μωυσέως
Απόφοιτος Παντείου Πανεπιστημίου, Διεθνών Ευρωπαϊκών Σπουδών
Εmail: elenicymois@yahoo.gr
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ). Αποτελείται από τρία δικαιοδοτικά όργανα: το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.
Κύρια αποστολή του είναι ο έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης και η διασφάλιση ενιαίας ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου της.Διευθετεί επίσης τις νομικές διαφορές μεταξύ των κυβερνήσεων των χωρών μελών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Φυσικά πρόσωπα, εταιρείες και οργανισμοί μπορούν επίσης να προσφύγουν στο Δικαστήριο, εάν θεωρούν ότι τα δικαιώματά τους δεν έχουν γίνει σεβαστά από κάποιο όργανο της ΕΕ.Υπογράμμισε την υποχρέωση των εθνικών διοικητικών και δικαιοδοτικών οργάνων να εφαρμόζουν πλήρως το δίκαιο της Ένωσης στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους και να προασπίζουν τα δικαιώματα που παρέχει στους πολίτες (απευθείας εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης), απέχοντας από την εφαρμογή οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης του εθνικού δικαίου, είτε προγενέστερης είτε μεταγενέστερης του κανόνα της Ένωσης (υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι του εθνικού δικαίου). Διατύπωσε επίσης την αρχή της ευθύνης των κρατών μελών λόγω παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης, η οποία συνιστά, στοιχείο που ενισχύει την προστασία των δικαιωμάτων που παρέχουν στους ιδιώτες οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης και, παράγοντα που αποσκοπεί στο να συμβάλει αποτελεσματικότερα στην εφαρμογή του δικαίου αυτού εκ μέρους των κρατών μελών. Με βάση την αρχή αυτή, οι παραβάσεις των κρατών μελών μπορούν να θεμελιώσουν υποχρέωση αποζημιώσεως η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να έχει σημαντικές δημοσιονομικές συνέπειες. Επιπλέον, οι εκ μέρους των κρατών μελών παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης δύνανται να παραπέμπονται ενώπιον του Δικαστηρίου, σε περίπτωση δε μη εκτελέσεως αποφάσεως διαπιστώνουσας μια τέτοια παράβαση τo Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να επιβάλει χρηματικό πρόστιμο ή να καταδικάσει το οικείο κράτος μέλος στην καταβολή ενός κατ’ αποκοπήν ποσού. Εντούτοις, σε περίπτωση μη ανακοινώσεως εθνικών μέτρων μεταφοράς οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη στην Επιτροπή και με πρόταση της τελευταίας, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει χρηματική κύρωση σε κράτος μέλος ήδη από το στάδιο της πρώτης αποφάσεως που διαπιστώνει την παράβαση κράτους μέλους. Συνεργάζεται επίσης με τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία αποτελούν τα κοινά δικαστήρια του δικαίου της Ένωσης. Όλα τα εθνικά δικαστήρια που καλούνται να επιλύσουν διαφορά απτόμενη του δικαίου της Ένωσης δύνανται και, σε ορισμένες περιπτώσεις, υποχρεούνται να υποβάλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα. Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει κανόνες του δικαίου της Ένωσης ή να ελέγξει τη νομιμότητά τους. Μέσα από νομολογίες του δικαστηρίου διατυπώθηκαν κάποιες σημαντικές αρχές όπως η αρχή του αμέσου αποτελέσματος του κοινοτικού δικαίου εντός των κρατών μελών, με βάση την οποία σήμερα οι ευρωπαίοι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να επικαλούνται άμεσα τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Επίσης, το Δικαστήριο διατύπωσε το δόγμα του άμεσου αποτελέσματος, παρέχοντας στην οικεία μεταφορική επιχείρηση άμεση διασφάλιση των εκ του κοινοτικού δικαίου δικαιωμάτων της ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.
Το 1964, διατυπώθηκε η αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου επί της εσωτερικής νομοθεσίας. Μια άλλη θεμελιώδη αρχή είναι αυτή της αρχής της ευθύνης των κρατών μελών έναντι των ιδιωτών για τις ζημιές που τους προκαλούν οι εκ μέρους των κρατών μελών παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου. Συνεπώς, οι ευρωπαίοι πολίτες έχουν δικαίωμα αγωγής αποζημιώσεως κατά του κράτους που παρέβη κοινοτικό κανόνα.Από τις χιλιάδες των αποφάσεων του Δικαστηρίου οι περισσότερες έχουν προφανείς και σημαντικές συνέπειες στην καθημερινή ζωή των ευρωπαίων πολιτών. Στο Δικαστήριο μετέχει ένας δικαστής από κάθε χώρα της ΕΕ και επικουρείται από οκτώ “γενικούς εισαγγελείς” που διατυπώνουν τη νομική γνώμη τους για τις υποθέσεις που εξετάζονται από το Δικαστήριο. Αυτό οφείλουν να το πράττουν δημοσίως, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία.Η θητεία κάθε δικαστή και γενικού εισαγγελέα είναι εξαετής και μπορεί να ανανεωθεί. Ο διορισμός τους γίνεται κατόπιν συμφωνίας των κυβερνήσεων των χωρών της ΕΕ. Το Γενικό Δικαστήριο ασχολείται με τις υποθέσεις που υποβάλλουν ιδιώτες, εταιρείες και ορισμένοι οργανισμοί, καθώς και με υποθέσεις που σχετίζονται με το δίκαιο ανταγωνισμού.Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκδίδει αποφάσεις για διαφορές μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μελών του προσωπικού της.