Ο Βασίλης Ζούμπος έχει εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Η ερημιά του Αληθινού”. Έχει σπουδάσει και ζήσει στη Αγγλία, ενώ σήμερα ζει στη Λαμία, στην Ελλάδα. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα “Πριν” και στον ιστοχώρο “αριστερό blog”. Σ’ ένα κόσμο ο οποίος σήμερα αιμορραγεί από την οικονομική κρίση ποια είναι άραγε η θέση της ποίησης; Ο Βασίλης μιλά στο Skala Times για την “ερημιά του αληθινού” , την ποίηση γενικότερα και όχι μόνο.
Της Γιώτας Δημητρίου
Γιατί ασχοληθήκατε με την ποίηση;
Θεωρώ το γραπτό λόγο την ανώτατη, την πιο συμπυκνωμένη, πιο τέλεια και πιο συγκεκριμένη μορφή έκφρασης του ανθρώπινου είδους,την χαρακτηριστικότερη ένδειξη πολιτισμού (ή απουσίας αυτού) μιας κοινωνίας. Θεωρώ την ποίηση, την πραγματική ποίηση, σε φόρμα και σε περιεχόμενο, την τελειότερη μορφή γραπτού λόγου. Η ενασχόληση με τον γραπτό λόγο, πεζό ή ποιητικό είναι ένα πολυδιάστατο εγχείρημα. Η απάντηση στην ερώτησή σας δεν έχει μια μόνο απάντηση. Πριν όμως επιχειρήσω να απαντήσω θα ήθελα να πω πως δεν θεωρώ τον εαυτό μου ποιητή. Στιχουργό ίσως. Όχι όμως ποιητή. Θα ήταν τουλάχιστον άδικο για την ελληνική γλώσσα, που έχει έναν τεράστιο εκφραστικό πλούτο, να θεωρούνται άνθρωποι σαν και εμένα ποιητές. Ούτε το εκφραστικό εύρος θεωρώ πως έχω, ούτε τη σφαιρική γνώση της εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας, για να προσπαθήσω να σπρώξω την ελληνική γλώσσα ένα βήμα πιο μπροστά, όπως οφείλει να κάνει κάποιος που θέλει να θεωρείται ποιητής. Μελετώ όμως, διαβάζω όσο περισσότερο μπορώ και ίσως κάποια στιγμή, μετά από πολλά πολλά χρόνια να αποπειραθώ και εγώ να εξελίξω την ελληνική γλώσσα. Μέσα στη γενικότερη έκπτωση και τον εκφυλισμό ιδεών και εννοιών στην εποχή μας, έχει επικρατήσει να ονομάζουμε όλους όσους ασχολούνται με την στιχουργία, ως ποιητές. Παρ’ όλα αυτά για την καλύτερη ροή της κουβέντας μας, θεωρώ πως θα ήταν χρήσιμο να χρησιμοποιήσουμε τον όρο ποίηση με την σύγχρονη συμβατική της έννοια. Περισσότερο από οτιδήποτε, αυτό που κάνω ομοιάζει της στιχουργίας, μερικές φορές σε ελεύθερο στίχο, κάποιες άλλες σε έμμετρο. Είναι απόπειρες να περιγράψω τα βιώματά μου, τις σκέψεις που γεννά ο καθημερινός αγώνας για μια έντιμη στάση ζωής σε ένα καθ’ όλα ανέντιμο περιβάλλον. Είναι και μια απόπειρα να ανασυνθέσω με τα δικά μου εκφραστικά μέσα όλα αυτά που τόσα χρόνια έχω διαβάσει μέσα στη λογοτεχνία. Η ενασχόλησή μου με τη λογοτεχνία είναι και μια ψυχολογική ανάγκη, ένα είδος ψυχοθεραπείας. Είναι εξομολόγηση. Είναι και ένας τρόπος να ξεφορτώσω τις σκέψεις μου στο χαρτί και να τις βάλω σε μια σειρά. Η σύνταξη ενός γραπτού κειμένου είναι ο καλύτερος τρόπος για να ξεκαθαρίζεις και να αποτυπώνεις με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια γίνεται, αυτά που σκέφτεσαι, πιστεύεις και νιώθεις. Ένας άλλος λόγος είναι η ταπεινή μου επιθυμία να συμμετάσχω και εγώ με τις μικρές και περιορισμένες δυνατότητές μου, στην πνευματική ζωή αυτού του τόπου.Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος: από τότε που διάβασα στα φοιτητικά μου χρόνια για πρώτη φορά Καζαντζάκη, Ντοστογιέφσκι, Σαμαράκη και άλλους μεγάλους λογοτέχνες, ένοιωθα ένα βαθύ θαυμασμό για την ικανότητα αυτών των ανθρώπων να εκφράζονται κατά αυτόν τον τρόπο. Σκεφτόμουν για χρόνια πως το να γράψεις ένα βιβλίο είναι από τα σπουδαιότερα πράγματα που μπορεί ποτέ να κάνει ένας άνθρωπος. Κάποια στιγμή, μετά από διάβασμα λογοτεχνίας για σχεδόν δύο δεκαετίες, έφτασε πριν λίγα χρόνια αβίαστα η κατάλληλη χρονική στιγμή και αποπειράθηκα να αποτυπώσω στο χαρτί και τη δική μου φωνή. Και η πρώτη μου συλλογή, είναι το αποτέλεσμα.
Πόσο εύκολο είναι να γράφει και να διαβάζει κανείς ποίηση σε τέτοιες αδυσώπητες εποχές;
Όταν το 2010 συγκέντρωσα για πρώτη φορά τα στιχουργήματά μου και συνειδητοποίησα ότι είναι αρκετά σε αριθμό για να αποτελέσουν μια συλλογή, η πρώτη ερώτηση που μου γεννήθηκε ήταν σχεδόν αυτή που με ρωτάτε και εσείς: πόσο σχετική μπορεί να είναι η ποίηση μέσα σε μια τόσο δύσκολη εποχή; Σκέφτηκα πως ο κόσμος, χαμένος μέσα στο καθημερινό αδυσώπητο αγώνα για επιβίωση, το τελευταίο που θα έχει όρεξη να ακούσει είναι κάποιον να προσπαθεί να εκφραστεί ποιητικά. Σκέφτηκα πως όλα αυτά που θέλω να πω, πολύς κόσμος θα τα θεωρήσει άσχετα, αχρείαστα και εν τέλει μια πολυτέλεια, σε μια τόσο σκληρή και αδίστακτη εποχή. Σκέφτηκα τη χρόνια απαξίωση και τον χλευασμό της ποίησης και κάθε πραγματικής πνευματικής προσπάθειας κατά τη διάρκεια των τελευταίων τουλάχιστον τριάντα χρόνων. Μετά όμως θυμήθηκα τον Ρίτσο, τον Βάρναλη, τον Λειβαδίτη και όλους τους αριστερούς ποιητές που μεγαλούργησαν μέσα σε τραγικές συνθήκες, στην εξορία της Μακρόνησου ή στην απομόνωση της φυλακής, σε εποχές πολύ πιο δύσκολες και από τις δικές μας. Και κατάλαβα ότι το πόση αξία, το πόσο σχετικό με την εποχή σου είναι αυτό που γράφεις έχει πάντα να κάνει με το πόσο είναι κοινωνικά γειωμένο. Και βέβαια συνειδητοποίησα κάτι που είναι φαινομενικά προφανές: πως με την κοινωνική και υπαρξιακή θεματολογία των ποιημάτων μου, δεν απευθύνομαι σε όλους, δεν απευθύνομαι στους πολλούς. Εμένα η βάρβαρη αυτή εποχή που ζούμε με βοηθάει να γράψω. Με βοηθάει διότι είναι τόσα πολλά τα ερεθίσματά της, που αν ζεις και αναπνέεις μέσα στην πραγματική ζωή, αν αγωνίζεσαι τίμια να επιβιώσεις μέσα σε αυτές τις πολύ δύσκολες συνθήκες, τότε η πραγματικότητα σε χαστουκίζει καθημερινά, τότε είσαι σε θέση να αφουγκραστείς την αγωνία του κόσμου για μια καλύτερη ζωή, τη στεναχώρια των απλών ανθρώπων για όσα του συμβαίνουν, τα αμείλικτα αδιέξοδά του, ακριβώς επειδή η αγωνία του κόσμου είναι και η δικιά σου αγωνία. Εμένα η εποχή με σπρώχνει να διαβάσω λογοτεχνία ακόμα περισσότερο. Με ωθεί να γίνω και πιο επιλεκτικός. Να επιλέγω δηλαδή να διαβάζω λογοτεχνία που έχει βαθιά νοήματα, που έχει κοινωνικές αναφορές.
Έχετε ζήσει και σπουδάσει Αγγλία και σήμερα ζείτε και εργάζεστε στη Λαμία. Πόσο εύκολο είναι να ζει κανείς σε μια Ελλάδα που αιμορραγεί;
Δεν είναι εύκολο. Πολλές φορές είναι δύσκολο να μην βυθιστείς στην απελπισία. Όμως εκεί αναμετριέται ο κάθε ένας μας με το χρέος του ως ανθρώπου, έτσι αναμετριόμαστε με την ίδια μας τη ζωή. Αυτό νομίζω είναι και ένα από τα διαχρονικά ερωτήματα τα οποία όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι έχουν κληθεί να απαντήσουν στο μήκος και το πλάτος της ανθρώπινης ιστορίας: Να ενδώσουμε στην απελπισία, στην απραξία, στην αδιαφορία και στον ατομικισμό, που όχι τυχαία στην εποχή μας αποθεώνεται και παρουσιάζεται ως μια αρετή, ή να αγωνιστούμε για να ανατρέψουμε την βαρβαρότητα της καθημερινότητάς μας και να κάνουμε τη ζωή μας πιο όμορφη; Την απάντηση τη δίνει ο καθένας μας με τα έργα και τα λόγια του καθημερινά, σε όλες τις μικρές και μεγάλες στιγμές της ζωής του, σε όλα τα μικρά και μεγάλα σταυροδρόμια στα οποία καλούμαστε καθημερινά να διαλέξουμε τον δρόμο που θα διαβούμε. Έγραφε ο Καζαντζάκης: “Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: θα νικήσουμε; θα νικηθούμε; Πολέμα”. Έγραφε και ο καθηγητής Λιαντίνης: “Καθώς κοιτάς το μηδέν στα μάτια, δύνεσαι να μην αποκαρτερήσεις;” Αυτός ο ηρωικός μηδενισμός είναι νομίζω που βρίσκεται και στην καρδιά της ανθρώπινης ύπαρξης. Περνάμε για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από τούτο τον κόσμο και έχουμε υποχρέωση να κάνουμε την υπέρβαση και να αφήσουμε και εμείς ένα θετικό χνάρι στην άμμο του χρόνου. Παρ’ όλες τις μύριες ανθρώπινες αδυναμίες μας, παρ’ όλους του φόβους που μας κατακλύζουν καθημερινά για όλα αυτά τα τερατώδη που βλέπουμε να συμβαίνουν γύρω μας, φόβοι που μπορεί σε στιγμές αδυναμίας ακόμα και να μας παραλύουν, έχουμε υποχρέωση να μην δειλιάσουμε, έχουμε υποχρέωση να αγωνιστούμε για έναν καλύτερο κόσμο. Χωρίς να καταδεχόμαστε να ρωτάμε: πως πάει ο αγώνας; κερδίζουμε; χάνουμε; μόνο να δίνουμε καθημερινά τον καλύτερό μας εαυτό, να κάνουμε κάθε μέρα από μια μικρή (και μεγάλη) υπέρβαση, ώστε να παραδώσουμε τον κόσμο αυτό ένα καλύτερο μέρος όταν σε λίγα χρόνια πάψουμε να υπάρχουμε.
Η πρώτη σας ποιητική συλλογή “Η ερημιά του αληθινού” (2012) εκδόθηκε από τις Εκδόσεις ΗΡΙΔΑΝΟΣ στην Αθήνα. Πότε να περιμένουμε μία δεύτερη ποιητική συλλογή;
Έχω ήδη αρκετό υλικό για την έκδοση μιας δεύτερης συλλογής. Με τα κριτήρια που οριοθετώ της συλλογές, νομίζω πως έχω ήδη ξεκινήσει να γράφω και την τρίτη. Μάλλον μέσα στο 2014 θα επιχειρήσω να εκδώσω τη δεύτερη συλλογή μου. Μπορεί βέβαια αντί της έκδοσης της δεύτερης συλλογής να επιχειρήσω να εκδώσω ένα μουσικό δίσκο CD, με την ηχογράφηση κάποιων ποιημάτων μου, τα οποία έχω ο ίδιος μελοποιήσει. Έχω επίσης κάνει κάποια σχεδιάσματα για διηγήματα και ένα-δυο μυθιστορήματα. Όλα αυτά όμως για να ολοκληρωθούν χρειάζονται μεγάλη αφοσίωση από μέρους μου, πολύ χρόνο και δυστυχώς χρήματα. Ο αγώνας για την επιβίωση δεν μου δίνει τη δυνατότητα να έχω όσο χρόνο θα ήθελα για να ασχοληθώ με όλα αυτά, διότι εργάζομαι καθημερινά για να εξασφαλίσω τα προς το ζην. Ένα άλλο μεγάλο εμπόδιο είναι επίσης το γεγονός πως ότι κάνει ένας νέος και άγνωστος δημιουργός στο χώρο της λογοτεχνίας ή της μουσικής στην εποχή μας, πρέπει να αυτοχρηματοδοτείται. Αυτό συνθλίβει την ανεξάρτητη παραγωγή, συνθλίβει τους νέους δημιουργούς που έχουν κάτι διαφορετικό να γράψουν. Όποιος δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να εκδώσει μόνος του ένα βιβλίο, είναι καταδικασμένος να μην εκδοθεί ποτέ. Ειδικά αν το περιεχόμενό του είναι ανατρεπτικό ή αριστερών πεποιθήσεων. Οι εκδοτικοί οίκοι χρησιμοποιούσαν ούτως ή άλλως από παλιά αυτή την πρακτική, όσον αφορούσε στην έκδοση ενός βιβλίου ενός νέου δημιουργού. Τώρα που ο κλάδος των εκδόσεων περνάει πολύ δύσκολες στιγμές, φαίνεται πως η πρακτική της αυτοχρηματοδότησης έχει γενικευθεί και παγιωθεί. Πάντως είναι γεγονός πως ο εκδοτικός χώρος περνάει δύσκολες στιγμές, καθώς γνωστοί εκδοτικοί οίκοι έχουν κλείσει, ενώ οι περισσότεροι έχουν συρρικνώσει σε μεγάλο βαθμό την εκδοτική τους δραστηριότητα. Σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά έχουν επίσης αναστείλει τη λειτουργία τους. Το λογοτεχνικό κοινό στην Ελλάδα είχε ούτως ή άλλως συρρικνωθεί δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες. Δεδομένου ότι η ποίηση ποτέ δεν είχε απήχηση σε πλατιές λαϊκές μάζες – πλην βεβαίως της εποχής, κυρίως τη δεκαετία του ’60, όταν μεγάλοι συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης και άλλοι, έκαναν γνωστό στο ευρύ κοινό το έργο κάποιων από τους μεγαλύτερους ποιητές της ελληνικής γλώσσας – μπορεί κανείς να καταλάβει πως η ποίηση έχει σήμερα ακόμα λιγότερη απήχηση στο ευρύ κοινό και σημειώνει ιδιαίτερα χαμηλές πωλήσεις. Από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, ακόμα και οι μεγαλύτεροι και γνωστότεροι έλληνες και ξένοι ποιητές του 20ου αιώνα δεν πωλούν στις μέρες μας πάνω από μερικές εκατοντάδες βιβλία το χρόνο. Οπότε μπορεί κανείς να φανταστεί ποια είναι τα δεδομένα για έναν πρωτοεμφανιζόμενο δημιουργό. Πάντα ήταν δύσκολο να εμπιστευτεί ο κόσμος που διάβαζε λογοτεχνία νέους δημιουργούς. Τώρα, με τη συρρίκνωση του αναγνωστικού κοινού, τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Νομίζω όμως πως ποτέ δεν μετρήθηκε η σημασία και η βαρύτητα ενός λογοτέχνη από την απήχησή του στην εποχή στην οποία έζησε. Ο χρόνος ο πανδαμάτωρ θα μας κρίνει όλους.
Στην Κύπρο έχετε έρθει; Ποια η γνώμη σας για τα σύνορα που χωρίζουν λαούς και για το νέο ρεύμα του ρατσισμού;
Είχα επισκεφθεί τη Λευκωσία το καλοκαίρι του 2006 για λίγες μέρες. Είχα περπατήσει την πράσινη γραμμή και θυμάμαι πως σιωπηλά προσπαθούσα να κατανοήσω, να αφουγκραστώ και να βάλω μέσα μου όλα όσα έβλεπα, όλα όσα διηγούνταν τα εγκαταλελειμμένα σπίτια, οι τρύπες στους τοίχους, τα αναχώματα με τους φρουρούς που κόβουν ξαφνικά τους δρόμους στη μέση. Κοιτούσα, μη μπορώντας να πιστέψω πως ο χρόνος είχε παγώσει σε ένα δρόμο της Λευκωσίας μια μέρα του Ιουλίου του 1974. Οι ισχυροί του κόσμου αυτού βάζουν τους λαούς να σφάζονται μεταξύ τους για να διαιωνίζουν τα κέρδη τους και την πολιτική και οικονομική τους δύναμη. Ο λαός της Κύπρου και ο λαός της Ελλάδας, βίωσε δυστυχώς το αμείλικτο σιδερένιο χέρι του βρετανικού, του γερμανικού και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού με τον πιο δολοφονικό τρόπο κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Οι λαοί, ο απλός κόσμος της εργασίας και του μεροκάματου δεν είχε ποτέ τίποτα να χωρίσει μεταξύ του, σε όποια χώρα και αν ζούσε, από όποια χώρα και αν προέρχονταν. Όταν ο λαός, σε διάφορες στιγμές της ιστορίας, ακολούθησε άκριτα και δουλικά τις βουλές των ισχυρών, τότε γράφτηκαν μαύρες σελίδες βουτηγμένες στο αίμα λαών που ποτέ δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν από πολεμικές συγκρούσεις. Αυτό δυστυχώς συμβαίνει και σήμερα, διότι οι ισχυροί της κεντρικής Ευρώπης (όχι όμως και οι λαοί των χωρών της κεντρικής Ευρώπης) διεξάγουν έναν αδυσώπητο οικονομικό-ταξικό πόλεμο ενάντια στον κόσμο της εργασίας, ενάντια στους ευρωπαϊκούς λαούς, φτωχοποιώντας βάναυσα εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων για να διατηρήσουν και να αυξήσουν τα κέρδη τους. Όσον αφορά τον ρατσισμό, αυτός δεν είναι παρά ένας ακόμα τρόπος χειραγώγησης των λαών από τους έχοντες και κατέχοντες. Είναι ένας τρόπος να διαιρέσεις τον κόσμο και να φέρεις τον έναν λαό αντιμέτωπο με τον άλλο. Είναι ένας ακόμα τρόπος να αποπροσανατολίσεις τον απλό κόσμο που δέχεται αυτή τη βάρβαρη επίθεση, και να του πεις πως για τη φτώχεια σου δεν φταίει ο τραπεζίτης, ο βιομήχανος και ο εφοπλιστής που σε εκμεταλλεύεται και σε καταδυναστεύει χρόνια αμέτρητα και πλουτίζει από τη δικιά σου εργασία, παρά φταίει ο ακόμα πιο εξαθλιωμένος και από εσένα πολιτικός πρόσφυγας ή οικονομικός μετανάστης που βρέθηκε στη χώρα σου κατατρεγμένος, αναζητώντας και αυτός ότι και εσύ: μια αξιοπρεπή, μια αξιοβίωτη ζωή. Ο αγώνας ενάντια στον ρατσισμό και βέβαια ενάντια στον φασισμό είναι ένας διαρκής πολιτικός αγώνας ενάντια στο σύστημα που τον γεννάει, ενάντια σε όλους τους εκμεταλλευτές και τους δυνάστες του κόσμου αυτού.
Ποιος στίχος θα λέγατε ότι ταιριάζει στην σημερινή κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης;
Αμέτρητοι πραγματικά είναι οι στίχοι που ταιριάζουν στην σημερινή κατάσταση την οποία πολύ σωστά αναφέρεται πως βιώνουν οι περισσότεροι λαοί της Ευρώπης (και όχι μόνο η Ελλάδα και η Κύπρος των μνημονίων). Όλοι οι πραγματικά σπουδαίοι ποιητές, σε όποια γλώσσα και αν έγραψαν, έχουν περιγράψει την αδικία, την απελπισία, τον αγώνα για μια καλύτερη ζωή, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την εικόνα της εποχής μας. Θα μπορούσα να σας πω ένα ποίημα του Μπρέχτ, του Ρίτσου ή του Βάρναλη. Διαλέγω όμως αυτό του Κωνσταντίνου Καβάφη, που το έγραψε το 1911, εκατό και πλέον χρόνια πριν:
Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές —
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
Και είναι σαν να το έγραψε μόλις εχθές αυτό το ποίημα ο μεγάλος Αλεξανδρινός, για όλους εμάς που είχαμε την ψευδαίσθηση πως άλλη από τούτη που ζούμε τώρα θα είναι η ζωή μας, πιο εύκολη, πιο ευχάριστη, πιο χαμογελαστή. Ας αποχαιρετίσουμε τώρα την Αλεξάνδρεια που φεύγει, σαν έτοιμοι από καιρό, σα θαρραλέοι, όχι με των δειλών τα παρακάλια και τα παράπονα, και ας μπούμε τώρα, πριν να είναι αργά, στον αγώνα της διεκδίκησης ενός καλύτερου σήμερα.
Κύριε Ζούμπε τι χρειάζονται πάνω από όλα οι άνθρωποι σήμερα στην σκληρή εποχή της οικονομικής κρίσης;
Χρειάζεται να αποκτήσουν τις γνώσεις που θα τους επιτρέψουν κατ’ αρχήν να κατανοήσουν τι είναι αυτό που πραγματικά τους συμβαίνει. Έπειτα χρειάζεται να βρεθούν μεταξύ τους, να οργανωθούν, να περιγράψουν τον άλλο κόσμο που οραματίζονται, να καταστρώσουν ένα ρεαλιστικό πολιτικό σχέδιο που θα θέτει ως άμεση προτεραιότητα τις πραγματικές ανάγκες του λαού, και να το ακολουθήσουν μέχρι τέλους. Οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, η νεολαία, οι συνταξιούχοι πρέπει όλοι μαζί να βρεθούν στις επάλξεις ενός ομολογουμένως δύσκολου αγώνα. Διότι αυτός ο αγώνας διεξάγεται τώρα πλέον για την αμείλικτη ανάγκη για την βραχυπρόθεσμη επιβίωσή μας. Η απόρριψη από τους λαούς, των σχεδίων των ισχυρών της Ευρώπης και των ντόπιων συνεργατών τους, σε Ελλάδα και Κύπρο, είναι αυτή τη στιγμή μονόδρομος αν δεν θέλουμε να ζήσουμε σαν δούλοι. Είναι αναγκαία μια προσωπική και συλλογική κοινωνική και πολιτική υπέρβαση. Πρέπει να αφήσουμε πίσω μας σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο την ιδιοτέλεια, την ιδιώτευση, το βόλεμα, την αναξιοπρέπεια, την δουλικότητα και τη μετριότητα και να ξαναπιάσουμε από την αρχή το νήμα της ανθρωπιάς, της αλληλεγγύης, της συλλογικότητας και της πραγματικής κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής δικαιοσύνης. Πρέπει να θυμηθούμε αυτό που έχουν εκφράσει όλοι οι μεγάλοι ανθρωπιστές λογοτέχνες στην ιστορία, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, πως το προσωπικό καλό περνάει μονάχα μέσα από το συλλογικό καλό. Και βέβαια όλα αυτά πρέπει να γίνουν πριν το ηθικό του κόσμου συντριβεί σε βαθμό που να μην μπορεί να σηκώσει πλέον κεφάλι. Διότι και η ήττα, και η συνέχιση και η ένταση της απόλυτης καταστροφής που βιώνουμε είναι μια ρεαλιστική πιθανότητα. Η ιστορία είναι σε εξέλιξη. Η έκβασή της βρίσκεται όπως πάντα στα χέρια των λαών.