Το αυτοκίνητο έτρεχε με ταχύτητα… 8 το πρωί, η Μεσογείων ήταν γεμάτη… ο Φάνης ήταν τρομαγμένος.. το έβλεπες στο πρόσωπο του… η Βικτώρια ήταν μάλλον σε σοκ.. ήταν σαν να μην την αφορούσε το θέμα…. το αίμα έτρεχε ανάμεσα στα πόδια της, γέμιζε τα ρούχα και το κάθισμα… ήταν ήρεμη όμως, είχε μια γαλήνη περίεργη, λες και όλα συνέβαιναν σε κάποια άλλη… εκείνο το πρωινό, έγκυος στον έκτο μήνα, ένιωσε το αίμα να τρέχει… σε χρόνο μηδέν όλα είχαν γίνει κόκκινα… άρπαξε το τηλέφωνο και κάλεσε το γιατρό της… γρήγορα στο νοσοκομείο της είπε… θα σε περιμένουμε… ο Φάνης κοκκάλωσε, αλλά ξαναβρήκε την ψυχραιμία του κι ακολούθησε τις διαταγές της… μπήκαν στο αυτοκίνητο και χωρίς καθυστέρηση… πάτησε το γκάζι… το αυτοκίνητο όρμησε στη λεωφόρο, μαζί με την ελπίδα τους να πάνε όλα καλά… για τα διδυμάκια τους, τα άστερια τους… πάσχισαν τόσο για να καταφέρουν να μείνει έγκυος… έπρεπε όλα να πάνε καλά τώρα… η Βικτώρια γαλήνεψε… χαλάρωσε και παρακολουθούσε το δρόμο να λιγοστεύει… ήταν πολύ η κίνηση… κάπου στην Αγία Παρασκευή, πλεύρισαν ένα αστυνομικό τζιπ… Η γυναικα μου είναι έγκυος κι αιμοραγεί φώναξε ο Φάνης, με σπασμένη φωνή… βοηθήστε μας να φτάσουμε στο νοσοκομείο… χωρίς καθυστέρηση οι αστυνομικοί μπήκαν μπροστά κι άνοιξαν το δρόμο… σε 5 λεπτά είχαν φτάσει… Οι νοσοκόμοι περίμεναν με το φορείο, την άρπαξαν την έβαλαν επάνω, και έτρεξαν στο χειρουργείο… έγιναν όλα τόσο γρήγορα.. μια τελευταία ματιά στο Φάνη, τα δάκρυα του την πόνεσαν… έκλαιγε… ο άντρας της έκλαιγε… θα τον ξανάβλεπε άραγε, αναρωτήθηκε και τον έχασε από τα μάτια της… Μέσα στο χειρουργείο έπεσαν όλοι από πάνω της… ο καθένας πήρε το κομμάτι που του αντιστοιχούσε στο σώμα της, κι εκείνη αφέθηκε, με ηρεμία, με γαλήνη… γιατί τόση γαλήνη, μήπως έτσι είναι όταν πεθαίνεις; Δεν ήξερε και δεν την ένοιαζε… πάντα είχε καλή σχέση και με τη ζωη και με τον θάνατο… δεν φοβόταν τίποτα… τη ζωή την είχε νικήσει πολλές φορές… ότι θέλησε το κέρδισε… τώρα, με το θάνατο, ήταν άλλη ιστορία… τον συνάντησε κάμποσες φορές, αλλά ήταν άλλο το θύμα του… ότι ήταν να γίνει θα γινόταν… δεν μπορείς να αποφύγεις το πεπρωμένο σου… αυτή ήταν η αρχή της και γι’ αυτό προχωρούσε πάντα με σταθερά κι ατρόμητα βήματα… αν έρθει η ώρα σου, ότι και να κάνεις, δεν θα μπορέσεις να αλλάξεις τη μοίρα σου… πες μου το όνομα σου, τη ρώτησε ο αναισθησιολόγος… Βικτώρια, του απάντησε, καθώς το αναισθητικό έμπαινε μέσα της κι ύστερα τίποτα… όλα έσβησαν… Ξύπνησε με το κεφάλι βαρύ… Ζαλισμένη ακόμα προσπάθησε να καταλάβει που βρισκόταν… κουνούσε το κεφάλι με δυσκολία, άκουγε ομιλίες. Τα μάτια της έκλειναν, αλλά πίεσε τον εαυτό της να τα κρατήσει ανοιχτά. Γύρισε το κεφάλι της. Δυο κρεβάτια, δυο γυναίκες εγκυμονούσες της χαμογέλασαν… είσαι καλά; Τη ρώτησαν και οι δυο μαζί. Θυμήθηκε, κι έβαλε τα χέρια της με κοπο πάνω στην κοιλιά της. Ήταν ακόμα φουσκωμένη… τα μωρά της ήταν ακόμα εκεί. Δεν της τα πήραν. Γιατί; Τι έγινε; Ερωτήματα που δεν έβρισκαν απάντηση. Με δυσκολία ανταπέδωσε το χαμόγελο, και έγνεψε ότι είναι καλά. Η πόρτα άνοιξε, κι ο Φάνης μπήκε με ένα χάρτινο ποτήρι καφέ στο χέρι. Ήταν χαμογελαστός, αλλά τον ήξερε καλά πια. Δεν την ξεγελούσε. Πως είσαι; Τη ρώτησε. Τι έγινε; Τον ρώτησε χωρίς να του απαντήσει η ίδια. Ήταν επικίνδυνο να σου τα πάρουν τα μωρά, είναι πολύ μικρά. Σε σταθεροποίησαν γιατί πρέπει τα μωρά να πάρουν βάρος. Κι η αιμοραγία; Πήγε να ρωτήσει… αλλά δεν χρειάστηκε, ένιωσε το αίμα να κυλάει ανάμεσα στα πόδια της. Τότε είδε τη σακούλα με το αίμα. Της έκαναν μετάγγιση… δίπλα στον ορό, έβλεπε τις σταγόνες που έπεφταν μ’ εναν αργό μονότονο ρυθμό κι έσταζαν ζωή στις φλέβες της… της έδιναν άραγε ζωή; Όπως έμπαιναν από το χέρι της έτσι έβγαιναν από κάτω της… συνειδητοποίησε πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση της, αλλά ήταν πολύ κουρασμένη για να το αναλύσει περισσότερο. Θα κοιμηθώ του είπε κι έκλεισε τα μάτια της. Ένα δάκρυ της κύλησε και το ένιωσε να καταλήγει κάπου δίπλα στο αυτί της και αποκοιμήθηκε.
By Viktoria Blue