Ήταν ταξίδι που δεν ήξερε που θα την οδηγούσε.
Πλοίο που αρμένιζε σ’ ανοικτά πέλαγα.
Θα έπιανε λιμάνι, θα χανόταν σε φουρτούνες ή θα επέστρεψε πίσω γκρεμοτσακισμένο;
Ήταν ταξίδι με προοπτικές γιατί η προσωπικότητα του κατάφερνε να διαπεράσει με σιδερένιες αχτίνες το κάστρο της καρδιάς της. Επειδή το φιλί του κατάφερε να ριγήσει το σώμα και την ψυχή της.
Ήταν ταξίδι χωρίς πολλή λογική. Με συναίσθημα. Ταξίδι χωρίς ιδιαίτερο σκοπό, ναυλωμένο με ανιδιοτέλεια.
Ήθελε να το ζήσει και να βγει αληθινό, με ουσία, έτσι όπως έλεγαν οι προδιαγραφές των κινήσεων του.
Ήταν ταξίδι από αυτά που προκύπτουν απρόοπτα και ξαφνικά στη ζωή σου και σε βγάζουν απ’ τον δρόμο σου.
Ήταν ταξίδι ωραίο που σκόρπιζε χαμόγελα εντός της.
Οι φόβοι την κυρίευαν ότι θα κατέληγε σε φουρτούνα, ότι χειρότερο απ’ το δράμα του Τιτανικού θα προέκυπτε το ταξίδι της. Ότι θα ήταν σαν κάποια άλλα, που είχαν χαθεί σε ανούσιες τρικυμίες.
Μα δεν άκουγε κανένα φόβο πλέον και κανένα Μάντη Τειρεσία.
Οι πυθίες την άφηναν πλέον αδιάφορη.
Δεν την ενδιέφεραν τα λόγια της Πρωθιέρειας του Θεού Απόλλωνα στο Μαντείο των Δελφών.
Απολάμβανε το ταξίδι κι ευχόταν να της προέκυπτε το σημαντικότερο κι ομορφότερο της ζωής της.
Δεν ανησυχούσε….πλέον.
Στο κάτω κάτω κάπου είχε διαβάσει πως «τα πλοία είναι πιο ασφαλισμένα στο λιμάνι. Μα δεν είναι γι αυτό που έχουν φτιαχτεί».
Ήταν λοιπόν ένα ταξίδι που προέκυψε απρόσμενα και ήταν σχεδόν βέβαιη πως όποιο κι αν ήταν το φινάλε, αυτό το ταξίδι θα καταγραφόταν με όμορφα γράμματα στο βιβλίο της ζωής της.
Μα δεν το έλεγε η λογική της. Το έλεγε το ένστικτο της κι ευχόταν να μην την προδώσει.
Ήταν ένα ταξίδι που δεν ήξερε που θα την οδηγούσε.
Μα όσο βρισκόταν στην κουπαστή του ριγούσε σχεδόν ευτυχισμένα και σχεδίαζε νέες διαδρομές στις γειτονιές της Ευρώπης…
Ήταν ταξίδι που, προς το παρών, την σεργιάνιζε στα πιο ερωτεύσιμα και καθαρά νερά.
Και σ’ έναν ανέραστο κι ανούσιο κόσμο, αυτό ήταν κάτι.
Ε;
“Χωρίς όνομα”