Γράφει η Mona Perises
( http://mona-perises.wix.com/monaperises#!monaperises/cz9τ )
Τι ωραίοι που είναι οι άνθρωποι όταν είναι αγνοί και αυθόρμητοι και δεν έχουν μέσα τους κακίες, σου απλώνουν το χέρι με αγάπη και εμπιστοσύνη, αλλά όταν έχεις ζήσει χρόνια στο σκοτάδι, το φως αυτό της αγάπης σε τρομάζει και θες πολύ καιρό για να το συνηθίσεις. Έτσι και εγώ τώρα τρομάζω απ΄αυτό το φως και θέλω μέρες να το συνηθίσω. Απλά απλώνω δειλά το χέρι μου και πιάνω το χέρι του, αυτό κάνω και δεν ντρέπομαι να το πω, ότι αυτή τη στιγμή είναι το μόνο που με κάνει να νοιώθω ήρεμη και γαλήνια. Το χέρι που μου απλώνει ο Μάριος είναι αυτό που με ηρεμεί. Χθες με τρόμαξε λίγο, αλλά έτσι είναι έχει δίκιο, εγώ έχω χάσει προ πολλού την αίσθηση του χιούμορ, είμαι μια γυναίκα που είμαι συνέχεια λυπημένη και χωρίς χαμόγελο.
Έχω χάσει το χαμόγελο και την χαρά μου, σε στιγμές που εγώ ήθελα να είναι γλυκιές και αρμονικές, αλλά ήταν πάντα άγριες και κακές, χωρίς αγάπη και στοργή, ούτε καν από την ίδια μου την οικογένεια. Άλλο μεγάλο κεφάλαιο και αυτό, άλλοι συμφεροντολόγοι και άρπαγες, δικά τους τα δικά μου, αλλά τα δικά τους μόνο δικά τους, τι να θυμηθείς; Τι να πεις, από που να τους πιάσεις; Μόνο μουτζούρα και μαυρίλα, ας το αφήσω καλύτερα, άλλη φορά θα κάνω αυτόν τον απολογισμό, τώρα μου φέρνει τάση προς έμετο. Τώρα ας κάνω μόνο ζωγραφιές με το μυαλό, θέλω να χορέψω, να γελάσω και να διώξω τη λύπη, του κρατάω το χέρι και τρέμει όπως χθες, αλλά σήμερα τρέμει και το δικό μου. Αυτός λέει συνέχεια, η Μάγια και η Μάγια και εγώ τον ακούω και προσπαθώ να καταλάβω, γιατί χαμογελάει και με κοιτάζει και είναι πολύ ήρεμος στο πρόσωπο και έχει μια γυαλάδα στα μάτια.
Tι να του πω εγώ, δεν έχω κάτι, απλά προσπαθώ τις μουτζούρες να τις κάνω ξανά χρώματα, ρίχνω πράσινο πολύ και βάζω και κίτρινο με γαλάζιο, αλλά θέλω πολύ ακόμα για να τις δώσω χρώμα και φως, είναι ακόμα σκούρες πολύ. Σκέψεις και σκέψεις, σαν αιχμηρά αντικείμενα, σαν σπασμένα γυαλιά, τρυπάνε από παντού το κορμί μου, το μυαλό μου είναι γεμάτο και άλλες φορές είναι εντελώς κενό, άδειο. Ούτε έρωτα έχω κάνει αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια που να ήταν ανθρώπινος και τρυφερός, ήταν ένας έρωτας που τον έκανα όταν γύριζε ο καναπές μπροστά σε κάποια ταινία πορνό, αυτός απολάμβανε το θέαμα, φτιαχνόταν και εγώ ήμουν απλά το όργανο που το χρησημοποιούσαν για να φτάσουν στην εκσπερμάτωση.
Είχα χάσει και τις μέρες και τις νύχτες, δεν ήξερα πότε ήταν πρωί και πότε ήταν μέρα, τα βράδια τα καταριόμουν και τα απόβραδα τα μισούσα, δεν ξέρω ποια απ’ όλα με πόνεσαν πιο πολύ, οι νύχτες ήταν μοναχικές και οι μέρες ήταν της μοναξιάς και η παρέα μου ήταν τα παιδιά. Με πιάνουν τα κλάματα και τρέχω μέσα στο δωμάτιο, έχει ζέστη, αλλά εγώ κρυώνω, θέλω πολύ να γιατρέψω από μέσα μου τις πληγές, να γιατρέψω τα σημάδια, αλλά δεν ξέρω πως. Τα πάντα με φοβίζουν με τρομάζουν, είμαι εδώ και είμαι και αλλού, σκέφτομαι τα παιδιά μου, άραγε τι να κάνουν χωρίς εμένα, ας με συγχωρέσουν, αλλά δεν μπορώ τώρα να γυρίσω πίσω, αν το κάνω τώρα, θα υποστώ πιο πολλές ταπεινώσεις και θα είναι πολύ χειρότερες και πολύ πιο βαριές.
Θέλω να ζήσω, θέλω να μάθω ξανά να χαμογελάω, θέλω να με αγκιαλιάσουν και να μου πουν μια λέξη τρυφερή και ας είναι η πιο απλή, ας είναι μόνο το όνομα μου Μάγια, ούτε καν με αυτό με αποκαλούσε εγώ ήμουν η γυναίκα και το δεδομένο, δεν είχα όνομα δεν είχα τίποτα, ήμουν το απόλυτο τίποτα. Το γιατί με τρώει τα σωθικά, έφταιξα που τον πίστεψα και νόμιζα ότι ήταν πραγματικά αυτός που έδειχνε αλλά δεν ήταν. Κατηγορώ τον εαυτό μου πάντα, γιατί τον πίστεψε και αφέθηκε γιατί, γιατί, ένα απέραντο γιατί, γιατί δεν είχα μυαλό γιατί, γιατί, το έκανα και πίστεψα στα δήθεν του και στα λόγια του γιατί, γιατί, γιατί, γιατί;
Τώρα τι να του πω, πως μου μιλούσε; Αυτός πάντα έλεγε ότι εγώ δεν ξέρω να μιλάω, ούτε και να συζητάω ξέρω. Πάντα αυτό μου χτυπούσε στα μούτρα, ότι δεν ξέρω να κάνω καμιά συζήτηση και σηκώνοταν και έφευγε στο καφενείο και εγώ έμενα με την απορία, ξέρω, ή δεν ξέρω, να κάνω συζήτηση. Κάθομαι δίπλα του ακριβώς και θέλω να του πω να με αγκιαλιάσει, αλλά διστάζω, έχω τους ενδοιασμούς μου και φοβάμαι, έτσι θα του δείξω τις αδυναμίες μου και δεν ξέρω πως θα το πάρει. Πριν του πω οτιδήποτε το κάνει από μόνος του, με αγκαλιάζει, έτσι απλά σαν ένας φίλος, σαν αδερφός, με παίρνει αγκαλιά, χωρίς να κάνει το παραμικρό, μου κάνει μόνο αγκαλιά και το μόνο που μου λέει είναι, να ηρεμίσω και μόνο αυτό. Από μέσα μου μια φωνή φωνάζει δυνατά, επιτέλους μια αγκαλιά, μια αγκαλιά την έχω τόση ανάγκη, έχουν χρόνια να με αγκαλιάσουν, πολλά χρόνια, κλαίω αφήνομαι και μου σκουπίζει τα μάτια, ένας ξένος, ένας φίλος μόλις λίγων ωρών. Χρόνια πολλά καθόμουν κλεισμένη στο σπίτι και περίμενα να με ρωτήσουν, τι κάνω, πως είμαι, πως πέρασα, πως νοιώθω, αν πονάω μετά από άμβλωση, αν κουράστηκα, αν είμαι ευτυχισμένη. Πάντα μόνη μου με τα παιδιά, ποτέ μαζί, ότι έκανα εγώ και πάντα εγώ, εγώ και η ατελείωτη μοναξιά μου, εγώ και το ατελείωτο, γιατί μου. Όταν κάποιες στιγμές έβρισκα το κουράγιο να ζητήσω ένα χάδι, το μόνο που άκουγα ήταν αυτό, ‘’αυτά τα κάναμε με τις γκόμενες, με τις γυναικες μας δεν μπορούμε’’, τι δεν μπορούμε να κάνουμε μια αγκαλιά στη γυναίκα μας; Να της δώσουμε ένα χάδι, τι δεν μπορούμε να κάνουμε; Χάδι ζητούσα, όχι άγριο σεξ, ούτε και λούσα, τα έραβα μόνη μου και στα παιδιά μου το ίδιο.
Έχω ηρεμήσει και με ρωτάει αν θέλω να ξαπλώσω, ναι θέλω μετά από το κλάμα νιώθω μεγάλη κούραση και θέλω να κοιμηθώ. Αλλά δεν μου είπε τι ήθελε να μου πει και που θα πάμε μαζί ίσως μου πει αύριο, τώρα θέλω να ξαπλώσω. Δεν θέλει να φύγει, πάει και λέει τον Μανουέλ ότι θα αφήσει την πόρτα ανοιχτή από το δωμάτιο και θα ξαπλώσει στο διπλανό κρεβάτι, δεν θέλει να με αφήσει μόνη μου. Εγώ ξαπλώνω σε αυτό που κοιμάμαι, με σκεπάζει και ξαπλώνει στο διπλανό κρεβάτι, ο Μανουέλ αυτός ο αυταρχικός και παλιομοδίτης, του είπε ναι ότι μπορεί να μείνει εδώ. Δεν το πιστεύω, τι του έκανε, τον μάγεψε αυτός ο Μάριος; Με παίρνει ο ύπνος και ούτε που ξέρω τι ώρα είναι, όταν ανοίγω τα μάτια μου βλέπω μπροστά μου μια άσπρη σκιά να μου χαμογελά, μου απλώνει τα χέρια και εγώ του δίνω τα δικά μου. Είναι ντυμένος στα λευκά και με πάει κάπου που δεν έχω ξαναπάει, με ρωτάει αν είμαι καλά και αν έχω ακόμα μέσα μου, τον πόνο της απόρριψης;
Κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου, γυρίζει και με κοιτάζει με ήρεμο ύφος, βάζει το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου και μου λέει με τρυφερή φωνή, να φύγω, να πετάξω, θα τα καταφέρω, θα γίνω και πάλι καλά… Τα παιδιά σου όμως δεν θα σου τα δώσει… φεύγει και ακούω τις φωνές τους…