Ο Χέρμαν Μπροχ έγραψε το μυθιστόρημα ΟΙ ΑΘΩΟΙ αποσπασματικά από το 1913 μέχρι το 1949. Ο συγγραφέας διακατέχεται όπως ο Προυστ και ο Μούζιλ από την ιδέα να χρησιμοποιεί την ποίηση με σκοπό τη γνώση, να εξυψωνει την τέχνη στο επίπεδο της επιστήμης και να δίνει στη φιλοσοφία τη διάσταση της τέχνης.
Το βιβλίο του ΟΙ ΑΘΩΟΙ αναλύει τον ναζισμό, πριν από τον ναζισμό, πριν δηλαδή την πολιτική του επικράτηση. Όπως γράφει και στο εξώφυλλο του βιβλίου «Ο Χέρμαν Μπροχ ανέλυσε τον ναζισμό πριν από την πολιτική του επικράτηση, καταδεικνύοντας την ύπαρξη του στην κοινωνική πρακτική, στην καθημερινή ζωή και στις διαπροσωπικές σχέσεις των «φορέων» του, των κοινωνικών δηλαδή στρωμάτων που, ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση, τον εξέθρεψαν και τον στήριξαν».
Σήμερα που ο ναζισμός κάνει την εμφάνιση του χωρίς κανένα ίχνος ντροπής, λες και διαγράψαμε την ιστορία του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, λες και το Άουσβιτς είναι ένα παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, σήμερα λοιπόν που κάποιοι ακόμα και εν αγνοία τους σπέρνουν ναζισμό, παραθέτουμε ένα κομμάτι από το βιβλίο του Χέρμαν Μπροχ που μοιάζει τόσο επίκαιρο:
Έχοντας παραλύσει, αποφεύγουμε την αδράνεια και πέφτουμε σ’ ακόμα χειρότερη αδράνεια, αποφεύγουμε την μοναξιά και πέφτουμε σε μιαν ακόμα χειρότερη μοναξιά. Μας έχει παραλύσει η μοναξιά. Επειδή η κοινωνία των ανθρώπων που ως τώρα ήταν το όνειρο μας, το όνειρο της φιλαλληλίας μας, χάθηκε χειρότερα από κάθε άλλη φορά, κι αν οι επαναστάσεις πίστεψαν πως ήσαν πάντοτε ένα τολμηρό ξύπνημα, στο τέλος δεν πέτυχαν, παρά, με μεγαλύτερη ή λιγότερη κάθε φορά επιτυχία, μιαν περισσότερο ισορροπημένη και πιο δίκαιη θέση στον ύπνο, κι ακόμα κι αν προέκυψαν μέσα από την απογοήτευση που τους δημιούργησε η χιμαιρική φιλαλληλία των ανθρώπων, δεν μπόρεσαν να οραματισθούν μιαν άλλη κοινωνία κι έτσι άρχισαν, πολλώ μάλλον αφού η μοναξιά δεν κατανικάται και η ζωή δεν έχει νόημα δίχως κάποιο όνειρο, να δίνουν συνέχεια σ΄αυτήν, αντικαθιστώντας απλώς τους παρόντες συνανθρώπους μας από την επόμενη και την μεθεπόμενη γενιά, από τα παιδιά και τα εγγόνια τους, χάριν των οποίων επετράπη ο φόνος, και από τα οποία σε αντάλλαγμα περιμένουν, μ’ έναν ας πούμε συντηρητισμό που προβάλλουν πάνω τους, να συνεχίσουν την κοινωνία της επανάστασης και να την τελειοποιήσουν…..μπορείς όμως να περιμένεις κάτι τέτοιο σήμερα; Δεν παραμένει το όνειρο μιας τέτοιας κοινωνίας εγκλωβισμένο στο τρισδιάστατο, από τους κόλπους του οποίου γεννήθηκε, έτσι ώστε το χτίσιμο του ψηλά ως το απεριόριστο να έχει καταστεί απολύτως αδύνατο; Και μήπως έτσι δεν καταντά να είναι κάθε επανάσταση μια λυπηρή σφαγή δίχως νόημα; Ίσως αύριο να υπάρξει κάποιο καινούριο όνειρο για μια κοινωνία που να ταιριάζει στο απεριόριστο, ίσως για ένα τέτοιο καθήκον να απαιτηθεί η δύναμη στην μοναξιά και στο μοναχικό θάνατο που ο άνθρωπος όμως δεν έχει αποκτήσει ακόμα….Ωστόσο ποιός θα τολμούσε να προβλέψει, να το σχεδιάσει και να το θέσει στόχο για τον οποίο ν’ αγωνισθεί; Εμείς δεν θέλουμε πια να κουνήσουμε τα χέρια μας. Αφενός περιφρονούμε αυτόν που δραστηροποιείται στην πολιτική επειδή θέλει παιδιάστικα να επιβάλλει τις τρισδιάστατες αντιλήψεις του στην απεριόριστη πολυμορφία του κόσμου κι αφετέρου τείνουμε να υποθέσουμε πως παρόλα αυτά θα μπορούσε αυτός να αποτελέσει το μυστικό εργαλείο μιας πραγματικότητας που ανανεώνεται. Και γι αυτό αφήσαμε τα πάντα στη διάθεση του Χίτλερ, που γεύεται τους καρπούς της αδράνειας μας.
Στη βάση όμως του εγώ, έχει ζευγαρώσει το ατέλειωτο με το τίποτα, άπιαστα και τα δυό για το ζώο. Κι ανάμεσα στο ατέλειωτο και στο τίποτα βρίσκεται σκαλωμένη η ύπαρξη του κόσμου, του κόσμου εκείνου που γνωρίζει και που δημιούργησε ο άνθρωπος, και που μένει άπιαστος στο ζώο και βέβαια στο πολιτικό ζώο. Κι ανάμεσα στο άπειρο και στο τίποτα σκαλωμένος απλώνεται ο χώρος της ανθρώπινης ευθύνης, άπιαστη κι αυτή στο ζώο.
Οι συμβιβασμοί μας είναι αηδιαστικοί και είναι ακόμα πιο αηδιαστικοί, καθώς προέρχονται από το ότι αφήνουμε τα πράγματα στη διάθεση ορισμένων. Πάμε στον πόλεμο,σαπίζουμε μέσα στα χαρακώματα, εκθέτουμε τα πρόσωπα μας και το φως των ματιών μας στις φρικτές φλόγες ώσπου να γίνουν κάρβουνο, βλέπουμε τα σωθικά μας να ξεχύνονται από τις ξεσχισμένες μας κοιλιές, πλην όμως ο Ερυθρός Σταυρός βρίσκεται πάντοτε στην θέση του ενώ τα στρατιωτικά μας νοσοκομεία είναι σε μεγάλο τους μέρος εξοπλισμένα με σύγχρονα όργανα, κι όποιος είναι τυχερός φεύγει από εκεί με μια καινούρια μύτη, ένα καινούριο στόμα ή ένα ασημένιο κομμάτι κρανίου. Αυτοί είναι οι συμβιβασμοί που κάνει το ζώο για χάρη μας και που αποδεχόμαστε εμείς για τους εαυτούς μας και για τους συνανθρώπους μας, με την παρηγοριά πως η Αποκάλυψη παραμένει πάντως υποφερτή. Κι όταν στο τέλος το ζώο θα πετάξει κι αυτήν την μάσκα, ώστε σε αντικατάσταση αυτής της απολυμασμένης λαιμητόρου, και για να αφήσουμε κατά μέρος την ηλεκτρική καρέκλα, ξαναρχίσει να κάνει τις εκτελέσεις του με το μαστίγιο, με την πυρά και με την σταύρωση, εμείς θα εξακολουθούμε να το θεωρούμε υποφερτό, γιατί αλλιώς θα χανόμασταν μέσα στην αηδία για τον εαυτό μας.
Αδιάφοροι για τον ξένο πόνο, αδιάφοροι για την δικη μας μοίρα, αδιάφοροι για το εγώ στον άνθρωπο και για την ψυχή του. Είναι αδιάφορο ποιός πρώτος θα συρθεί κάτω από το σπαθί του δημίου. Σήμερα εσύ, αύριο εγώ.