Του Δρα. Βασίλη Μαύρου
(Ο Δρ Βασίλης Μαύρου είναι πρόεδρος της Ένωσης Κυπρίων Αγγλίας και πρόεδρος του Συνδέσμου Αμμοχώστου Η.Β.)
Οι επερχόμενες ευρωεκλογές και οι εθνικές εκλογές που θα πραγματοποιηθούν τα επόμενα χρόνια στην Ευρώπη θα κριθούν από τις θέσεις των υποψηφίων όχι μόνο επί των αμιγώς οικονομικών θεμάτων, αλλά και στο καυτό θέμα της μετανάστευσης.
Μόνο στη Βρετανία τα τελευταία δύο χρόνια οι Ισπανοί και Έλληνες μετανάστες – οικονομικοί πρόσφυγες θα μπορούσε να πει κανείς – που εγγράφηκαν στους καταλόγους του συστήματος Εθνικής Ασφάλισης (National Insurance) έχουν αυξηθεί κατά περισσότερο από 40%.
Δυστυχώς η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και στη δική μας πατρίδα έχει ήδη αρχίσει να οδηγεί τους νέους μας στην έξοδο προς άλλες χώρες της Ευρώπης και όχι μόνο.
Ενώ λοιπόν οι μετανάστες είναι αυτοί που αμέσως με την ψήφο τους και εμμέσως ως κύριο θέμα συζήτησης στη γηραιά ήπειρο θα καθορίσουν εν πολλοίς νικητές και ηττημένους στις εκλογές που έρχονται, πολλοί από τους Κύπριους που ζουν στο εξωτερικό ακόμα υφίστανται διάκριση όσον αφορά τα εκλογικά δικαιώματά τους στη μητέρα πατρίδα.
Σε γενικές γραμμές υπάρχουν τρεις κατηγορίες Κυπρίων της διασποράς. Είναι οι μετανάστες που ήρθαν από πολύ μικρή ηλικία κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή ή για να αποδράσουν από τη γενική αστάθεια που επικρατούσε τότε στην Κύπρο. Αρκετοί από αυτούς δοκίμασαν μεγάλη απογοήτευση όταν έχοντας φύγει από τα χωριά τους για τα αστικά κέντρα της Κύπρου, είδαν τα όνειρά τους να μην υλοποιούνται. Συνθήκες όπως βαριά φορολογία, ανεργία, πείνα, εξαθλίωση, διακρίσεις σε βάρος της εργατικής τάξης και υπέρ των εμπόρων, των μουκτάρηδων, των τοκογλύφων και όλων των προστατών τους, έσπρωξε αυτή τη μερίδα των Κυπρίων στην πικρή επιλογή της προσωρινής μετανάστευσης.
Στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται οι αγωνιστές από την εργατική τάξη και αυτοί που αντιστάθηκαν στο αποικιοκρατικό καθεστώς οι οποίοι πολεμήθηκαν, προφυλακίστηκαν και καταδιώχθηκαν με αποτέλεσμα η παραμονή τους στην Κύπρο να καταστεί αδύνατη. Οι συνθήκες δεν ήταν όπως τώρα. Για αυτούς τους ανθρώπους η απόφαση του ξεριζωμού ήταν πικρή. Τα στηρίγματα στο εξωτερικό ανύπαρκτα. Άφησαν πίσω οικογένειες, φίλους, χώματα και σπίτια. Αλλά η μεγαλύτερη πίκρα προερχόταν από την κατάρρευση του ονείρου για μια Κύπρο ίσων δικαιωμάτων για όλους τους κατοίκους της, ανεξαρτήτως καταγωγής ή πολιτικών πεποιθήσεων.
Η τρίτη βασική κατηγορία μεταναστών αποτελείται ασφαλώς από τους πρόσφυγες του 1974. Στη Μεγάλη Βρετανία και αλλού οι άνθρωποι αυτοί βρέθηκαν ξάφνου μακριά από τις ρίζες τους, από τις οικογένειές τους. Αντιμετώπισαν προβλήματα γλώσσας, προσαρμογής, ρατσισμού, επικοινωνίας, επιβίωσης. Έμειναν αβοήθητοι, χωρίς να τους αναγνωρίζονται δικαιώματα προσφύγων, χάνοντας βασικά δικαιώματα κοινωνικής ασφάλισης.
Ποιος από όλους αυτούς δε θα ήθελε να ζει στην αγαπημένη του Κύπρο; Ποιος φτωχός και κατατρεγμένος επιλέγει να ακολουθήσει το δρόμο της ξενιτιάς;
Θεωρώ λοιπόν ότι το κυπριακό κράτος θα πρέπει πια να κάνει πράξη τις εξαγγελίες των πολιτικών ηγετών που πάντοτε εκφράζουν την ευγνωμοσύνη και τη στήριξή τους στη δυναμική και δραστήρια ομογένεια.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στήριξη χρήζουν οι Κύπριοι του εξωτερικού που ακόμα και σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη. Ειδική στήριξη πρέπει να δοθεί στους πρόσφυγες που εκτοπίστηκαν και τώρα επιστρέφουν. Στήριξη χρειάζονται και όλοι οι Κύπριοι που ζουν σε ξένες χώρες και θέλουν η φωνή τους να ακούγεται στην πατρίδα – αυτοί που μια σταλιά χώρα τη γιγαντώνουν με τη φωνή τους στα μήκη και πλάτη της υδρογείου.
Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι πρέπει επιτέλους να επανεξεταστεί το ζήτημα του δικαιώματος ψήφου για όσους αποδήμους δεν το έχουν αυτή τη στιγμή. Οι Κύπριοι που είναι ήδη εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους έχουν το δικαίωμα του ψηφίζειν και ψηφίζεσθαι στο νησί. Όσοι όμως δεν είναι γραμμένοι δεν μπορούν να γραφτούν αν δε ζουν για τουλάχιστον ένα ορισμένο χρονικό διάστημα στην Κύπρο. Κατά συνέπεια δεν έχουν το δικαίωμα ψήφου. Άνθρωποι που έφυγαν μικροί, άνθρωποι που έφυγαν κυνηγημένοι και δεν πρόλαβαν, πρόσφυγες, άνθρωποι που έστησαν τη ζωή τους από την αρχή με αίμα και ιδρώτα, κυπριακό αίμα και κυπριακό ιδρώτα, δεν μπορούν να πουν τη γνώμη τους.
Εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία κάθε χώρας η χορήγηση του δικαιώματος σε μετανάστες να ψηφίζουν στη χώρα καταγωγής τους. Στην Πολωνία οι κάτοικοι του εξωτερικού δεν έχουν παρά να δηλώσουν στο τοπικό τους προξενείο τουλάχιστον τρεις ημέρες πριν από τις εκλογές ότι θέλουν να ψηφίσουν. Στις τελευταίες γενικές εκλογές της Γερμανίας επετράπη για πρώτη φορά η ψήφος στους γερμανικής καταγωγής Πολωνούς υπηκόους (οι οποίοι ζουν κυρίως στην περιοχή της Σιλεσίας στη νότια Πολωνία), λόγω των ειδικών ιστορικών συνθηκών. Χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Πορτογαλία προκρατούν θέσεις στα εθνικά τους κοινοβούλια ειδικά για τους πολίτες τους που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό. Το Μεξικό επιτρέπει σε 2,7 εκατομμύρια μετανάστες που ζουν στις γειτονικές ΗΠΑ έχοντας διπλή υπηκοότητα να ψηφίζουν και στις δύο χώρες. Σημαντική και λογική εξαίρεση στην περίπτωση της ΕΕ είναι οι ευρωεκλογές, όπου κάθε Ευρωπαίος πολίτης έχει δικαίωμα μίας ψήφου.
Οι Κύπριοι είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, αν και όχι μοναδική, ενός λαού που διατηρεί στενότατες σχέσεις με την πατρίδα όπου κι αν ζει, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά για μια χώρα υπό μερική κατοχή. Μπορεί κάποιος να μη ζει συνεχώς για το απαιτούμενο χρονικό διάστημα στην Κύπρο, αλλά ποιος δεν ξέρει πόσο συχνά ο Κύπριος επιστρέφει στην πατρογονική εστία; Ποια άλλη ομογένεια έχει τόσο διαρκείς σχέσεις με την πολιτική ζωή της πατρίδας της; Σάμπως δεν ήταν οι Κύπριοι του εξωτερικού μεταξύ αυτών που υπέστησαν το πλήγμα από τις τραγικές αποφάσεις του Μαρτίου για τις τράπεζες του νησιού; Μήπως δεν είναι αναγνωρισμένα οι Κύπριοι του εξωτερικού πρωτοστάτες στον εθνικό αγώνα, πρέσβεις ολκής της χώρας;
Οι Κύπριοι του εξωτερικού που εξαιρούνται από το δικαίωμα ψήφου διψούν για συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα της πατρίδας τους, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που όσα ξανά αρχίζουν να συζητούνται τους αφορούν σε μεγάλο βαθμό. Ας ευχηθούμε να μην πάρει ακόμα πολλούς μετανάστες για να πειστεί το εθνικό κέντρο να εισακούσει το δίκαιο αίτημά τους.