Γράφει ο Ανδρέας Θεμιστοκλέους
Αγαπημένοι μου φίλοι για σας και χαρά σας.
Παρασκευή σήμερα, ωστόσο αυτή την εβδομάδα δεν θα ασχοληθώ άμεσα τουλάχιστον με την επικαιρότητα. Θέλω να μοιραστώ μαζί σας μια εμπειρία που είχα την προηγούμενη Κυριακή, 9 Φεβρουαρίου. Την επίσκεψή μου στο κατεχόμενο χωριό της μητέρας μου, την όμορφη Κοντέα. Η επίσκεψη ήταν μια ακόμα πρωτοβουλία των οργανωμένων συνόλων της Κοντέας που δραστηριοποιούνται στην προσφυγιά. Άλλωστε, καθόλου τυχαία δεν ήταν και η επιλογή της μέρας. Ήταν η γιορτή του πολιούχου Αγίου του χωριού, του Αγίου Χαραλάμπους. Έγινε και η πρώτη λειτουρία μετά από σαράντα ολόκληρα χρόνια και με τον ναό κατάμεστο από κόσμο.
Για μερικούς φίλους που με γνωρίζουν καλά, ίσως και να τους παραξενεύει το παρόν μου κείμενο. Εγώ να ασχοληθώ με Αγίους, εκκλησίες και δοξασίες; Μα ναι. Ήταν τόσο όμορφα, μα τόσο όμορφα. Ανθρώπινα κι απλά! Εκατοντάδες κόσμου κάθε ηλικίας. Άλλοι χαμογελαστοί, άλλοι σκυθρωποί, άλλοι και τα δύο. Είχε και δεκάδες Τουρκοκύπριους και μερικούς έποικους. Τους νέους κατοίκους του χωριού.
Αγκαλιές, φιλιά, γνωριμίες οικογενειών, και ιστορίες. Πολλές ιστορίες. Παλιές αλλά και νέες. Γνώρισα αρκετούς Κοντεάτες εκείνη την μέρα. Για πω την αλήθεια, όταν μου μιλούσαν με τόση αγάπη και εκτίμηση για τον παππού και την γιαγιά μου, ένιωσα λες και ήμουν πιο ψηλός. Πιο γεμάτος. Ότι πατούσα πιο γερά στο έδαφος.
Στην αυλή της εκκλησίας υπήρχαν πέραν των οκτακοσίων ανθρώπων. Υπήρχαν και χορευτές. Νεαροί και μεγαλύτεροι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Σε μια άλλη γωνιά, ήταν μικρά παιδιά και ζωγράφιζαν για την ειρήνη και την αγάπη.
Κάποια στιγμή, οι θείες και η μάνα μου με φώναξαν να φύγουμε. Να περπατήσουμε το μονοπάτι απένταντι από την εκκλησία. Αυτό το μονοπάτι το ήξερα μόνο μέσα από περιγραφές.
Εκατοντάδες πορτοκαλιές δεξιά και αριστερά και στο βάθος ένα μεγάλο, φωτεινό, λευκό σπίτι. Το ξέρω αυτό το σπίτι…. Ήταν το σπίτι της μάνας μου. Το σπίτι που με ιδρώτα και αίμα έκτισαν ο παππούς και η γιαγιά μου, αλλά δεν πρόλαβαν να το χαρούν. Φρόντισαν άλλοι για αυτό, και σίγουρα δεν αναφέρομαι στου σημερινούς κατοίκους του χωριού.
Όσο πιο πολύ πλησιάζουμε το σπίτι του Ανδρέα και της Λουκίας Ήρωα, άρχισα να διακρίνω και τα μισογκρεμισμένα σπίτια του πρόπαππου μου, Αναστάση Ήρωα (το Ήρωας προέρχεται από την συμμετοχή του, στον αντιφασιστικό πόλεμου του 1940 στην Ελλάδα), αλλά και του αδελφού του παππού μου. Το σπίτι των τριών προπορευόμενων θείων μου, του Κωστή και Ανδρούλλας Αναστάση. Άρχισα να νιώθω δέος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τα έβλεπα. Έχω έρθει δεκάδες φορές εδώ. Για μια από τις θείες μου όμως, ήταν η πρώτη φορά. Αντικρίζοντας το σπίτι της ξέσπασε…..Ένιωσα περίεργα. Δεν ξέρω γιατί. Μέσα στο μυαλό μου γινοταν ο κακός χαμός…. Βλέποντας απένταντι το μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου στο λευκό σπίτι, ήρθε μια εικόνα στο μυαλό μου. Η Λουκία μου. Η γιαγιά μου. Η δική μας πρώτη φορά που ήρθαμε εδώ μετά την προσφυγιά. Θυμήθηκα τα λόγια οργής της για όσους ευθύνονται. Τον ατελείωτο,βαθύ πόνο και οργή στα μάτια της. Νιώθω δέος. Τι πέρασε αυτός ο κόσμος…. Αυτός ο λαός….. Και εννοώ ολόκληρος ο λαός. Γιατί πρσφυγιά και πόνος υπήρξε και υπάρχει τόσο στους ΕΚ όσο και τους ΤΚ.
Τι εμπειρία κι αυτή! Τι άλλο μπορώ να γράψω για να σας μεταφέρω αυτά που είδα, σκέφτηκα και ένιωσα! Σε ποιά συμπεράσματα να καταλήξω!
Νομίζω το πιο σωστό είναι να σας αφήσω με τον επίλογο από “Τα σφυρίγματα του αλήτη”, του μεγάλου κοντεάτη ποιητή, Τεύκρου Ανθία.
Αλήτη! Απόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι αλήτη!
Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πο ’κανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι.
Δεν έχεις δάκρυα να θρηνείς, ούτε κουράγιο να πονείς,
ούτε κραυγές υστερικές να βγάνεις πέρα ως πέρα.
Είσ’ ένα κύμα σιωπηλό μιας τρικυμίας παντοτεινής,
Που γαληνεύει ανήσυχα στην ήσυχη εσπέρα.
Κι όταν θα βρεις το λυτρωμό σ’ ένα παγκάκι ξαπλωμένος,
Και θα σιγήσει ο σίφουνας κι η θύελλα της ζωής σου,
Αλήτη, δε θα πεις ποτέ πως ήσουν κουρασμένος,
Απ’ τον αγώνα το σκληρό της άρρυθμης ψυχής σου.
Αλήτη! Απόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι αλήτη!
Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πο ’κανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι.