Της Γιώτας Δημητρίου
yioda@skalatimes.com
Μοιάζουμε σαν τους αυτοεξόριστους που έφευγαν από την Ελλάδα το καιρό της Χούντας για να βρουν ένα καλύτερο αύριο στις αγκαλιές της ευρώπης, η οποία δυο δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της.
Μοιάζουμε σαν τους ήρωες εκείνους που συναντούσαμε στα βιβλία μας, τους μετανάστες εκείνους που δεν τους χωρούσε πια η χώρα τους και αναγκάζονταν να ξενιτευτούν για ένα αξιοπρεπές αύριο.
Ίσως βέβαια να είμαστε λιγότερο τραγικοί από εκείνους τους μετανάστες των οποίων οι φωτογραφίες διακοσμούν κάποιες αίθουσες στο Ellis Island στη Νέα Υόρκη. Εκείνοι που με βάρκες έφταναν στην χώρα που ανακάλυψε ο Κολόμβος, για να ζήσουν το «αμερικάνικο όνειρο» και πολλές φορές πνίγονταν πριν φτάσουν να πατήσουν το πόδι τους στο Ellis Island, τo νησάκι εκείνο στους κόλπους της Νέα Υόρκης. Την πρώτη φορά που επισκέφτηκα το Ellis Island ένιωσα ρίγος…..Έβλεπα τις φωτογραφίες των μεταναστών που διακοσμούσαν το «τουριστικό αυτό ατραξιόν» και η λέξη «μετανάστης» μου φαινοταν τόσο μακρινή. Τότε, πριν καμιά δεκαριά (και περισσότερα ίσως) χρόνια. Το Ellis Island βρίσκεται λίγο έξω από το Manhattan. Μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα ονομαζόταν Γκαλ. Ο τοπικός κυβερνήτης το αγόρασε το 1603 από τους Ινδιάνους και το μετονόμασε σε Oyster Island. Λίγο καιρό αργοτερα το αγόρασε ο Samuel Ellis και τότε μετονομάστηκε σε Ellis Island και ξεκίνησε την λειτουργία του ως κέντρο υποδοχής μεταναστών μέχρι το 1954. Λέγεται ότι περισσότεροι από 12 εκατομμύρια νεοαφιχθέντες μετανάστες πέρασαν από εκεί. Μετανάστες που έφευγαν από τις χώρες τους αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Σαν εμάς τους Ευρωπαίους σήμερα που αναζητάμε ένα “καλύτερο αύριο” μακριά από τη χώρα μας.
Μου έλεγε τις προάλλες λοιπόν ένας φίλος μου, ο οποίος ζει στη Γαλλία ότι οι Ελληνικές κοινότητες σε Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία όλο και μεγαλώνουν αφού αρκετοί Έλληνες αλλά και Κύπριοι μεταναστεύουν. Του υπενθύμισα ότι κι εγώ έχω στείλει το βιογραφικό μου σε ελληνικές εφημερίδες στη Γαλλία. «Τι Ευρώπη είναι αυτή που μας ωθεί όλους στη μετανάστευση σαν αυτοεξόριστους;» με ρώτησε ρητορικά λες και δεν ήξερε την απάντηση.
“Στη μετανάστευση σαν αυτοεξόριστους”. Με κάρφωσαν οι λέξεις του αυτές….
Είμαστε χιλιάδες οι έτοιμοι να μεταναστεύσουμε και είναι χιλιάδες οι ήδη μετανάστες ευρωπαίοι που φεύγουν από τη χώρα τους επειδή βρήκαν δουλειά σε κάποια άλλη χώρα της ΕΕ.
Το οξύμωρο βέβαια είναι ότι την ίδια ώρα που η μετανάστευση καλπάζει σαν αρρώστια της εποχής, ο ρατσισμός πλανιέται σαν χολέρα, πολλές φορές επικίνδυνη.
Μοιάζουμε λοιπον σαν εκείνους τους αυτοεξόριστους που έφευγαν από την Ελλάδα (αρχές της δεκαετίας του ’70) για να γλιτώσουν από την Χούντα των Συνταγματαρχών.
Και ξέρεις, καμια εξορία (και αυτοεξορία) δεν είναι εύκολη.
Κανένας εξαναγκασμός για να φύγεις από τον τόπο σου δεν είναι ευχάριστος.
Πριν λίγες μέρες συγυρίζοντας τα βιβλία στην κόκκινη μου βιβλιοθήκη, έπεσα πάνω σε ένα κείμενο που είχε γράψει ο Ίταλο Καλβίνο το 1973 στο πρόλογο του βιβλίου του Βασίλη Βασιλικού «Fuori le mura».
To κείμενο αναδημοσιεύτηκε τον Γενάρη του 1992 στο περιοδικό «Λέξη».
Ο Ιταλό Καλβίνο αναφέρεται στον αυτοεξόριστο τότε Βασίλη Βασιλικό και στη σύζυγο του, Μιμή που λόγω της δικτατορίας στην Ελλάδα ζούσαν αυτοεξόριστοι στην Ευρώπη.
Θα μπορούσε να είχε γραφτεί και για χιλιάδες άλλους αυτοεξόριστους σήμερα.
Τότε αιτία ήταν η χούντα, σήμερα είναι η οικονομική κρίση που κάποιοι λένε πως μοιάζει με χούντα (δεν είναι επι του παρόντος η ανάλυση της οικονομικής κρίσης και αν όντος μοιάζει με δικτατορία).
Έγραφε λοιπόν ο Ίταλο Καλβίνο το 1973: «Πέρασαν έξι χρόνια. Κανείς δεν ξέρει πόσα θα περάσουν ακόμα. Ο Βασιλικός εξακολουθεί να γυρίζει στην Ευρώπη, πότε στο Παρίσι, πότε στη Γερμανία, πότε στην Ιταλία, πότε στο Λονδίνο, οπουδήποτε κάποια επιτροπή αλληλεγύης οργανώνει μια δημόσια συζήτηση, οπουδήποτε κάποιος φίλος τον φιλοξενεί για καμιά βδομάδα, οπουδήποτε υπάρχει κάποιο καφενείο όπου μπορούν να μιλούν ελληνικά ή να μιλούν για την Ελλάδα ή να μαθαίνουν νέα από την Ελλάδα. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια τον συνάντησα πολλές φορές, και πολλές φορές άκουσα το γέλιο του να απαντάει σε όποιον έκανε συγκρίσεις με άλλες καταστάσεις, σ’ όποιον τολμούσε να κάνει υποθέσεις ή να δώσει διάφορες ερμηνείες. Ένα γέλιο που γινόταν όλο και λιγότερο εύθυμο, όλο και πιο πικρό, μια επιβεβαίωση της δυσαναπλήρωτης απόστασης της ελληνικής εμπειρίας απ’ όλες τις άλλες. Η Μιμή, η γυναίκα του, τον ακολουθούσε σαν σκιά, κι όσο περνούσαν τα χρόνια στην εξορία, τόσο αυτή γινόταν Ελληνίδα από τα νύχια ως την κορυφή. Κάτι που φαινόταν στο πλαισιωμένο από τα μακριά μαύρα μαλλιά πρόσωπο της, στα μακριά σκούρα φουστάνια που φορούσε, στη μεγαλοπρεπή ηρεμία με την οποία χαμογελούσε σαν σε παλιό οικογενειακό πορτρέτο, στον τρόπο με τον οποίο γελούσαν και μιλούσαν ελληνικά πυκνά πυκνά μεταξύ τους, ένα κομμάτι ελληνικού τοπίου, σαν εκείνο που δεσπόζει πέρα από κάθε προοπτική χωριού ή πόλης στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, τη Θεσσαλονίκη, ενώ στο γέλιο της, περισσότερο ακόμη απ’ ότι στο γέλιο εκείνου, γίνεται αισθητή η κούραση της εξορίας, ο φυσικός πόνος της βίαιης απομάκρυνσης από ένα ζωντανό ιστό, ένας πόνος που γίνεται οξύτερος μέρα με τη μέρα».
Κάπως έτσι θα νιώθουν οι χιλιάδες αυτοεξόριστοι μετανάστες που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις «πολιτισμένες ευρωπαϊκές τους χώρες» για μια άλλη επίσης «πολιτισμένη ευρωπαϊκή χώρα» όπου θα βρουν δουλειά.
Και βεβαίως δε ξεχνάμε και τους άλλους, τους «έγχρωμους» αυτοεξόριστους που φεύγουν από τις «τριτοκοσμικές» τους χώρες για ένα καλύτερο αύριο στην Ευρώπη και έρχονται αντιμέτωποι με τον ρατσισμό ή πεθαίνουν μεσοπέλαγα πριν καταφέρουν να φτάσουν στην γη της Επαγγελίας.
Ζούμε τα χρόνια των αυτοεξόριστων… Σαν τα χρόνια της χολέρας.
Υ.Γ Yπολογίζεται ότι περίπου το 40% όλων των σημερινών πολιτών της Αμερικής είχε ένα τουλάχιστον πρόγονο του στο Ellis Island.