Γράφει η Μυράντα Ορθοδόξου
Email: orth_miranda@hotmail.com
Δε θέλω να με ξυπνήσουν οι σειρήνες αύριο. Δε θέλω να ηχήσουν, να φτάσουν μέχρι τα αυτιά μου. Ίσως είναι που δεν έχω τίποτα να καταθέσω τώρα….40 χρόνια μετά και δεν έχω να πω τίποτα εκτός από κάτι γραφικά- συναισθηματικά λογάκια. Είναι που δεν έχω τίποτα να πω στη γιαγιά μου όσο θα παίζουν αυτές οι σειρήνες…
«Κοίτα γιαγιά πώς μεγάλωσα τόσα χρόνια μετά που έφυγες. Κοίτα πώς τα καταφέραμε και κρατήσαμε το κλειδί που μας άφησες γιαγιά! Κοίτα πώς το κρατήσαμε το σπίτι μας και την αυλή μας,πώς την έφτιαξε ο θείος. Έβαλε λουλούδια γιαγιά και μυρωδικά και μεγάλα δέντρα να μας θυμίζουν του παππού το ανάστημα! Και ο πατέρας μου, έφτιαξε την κουζίνα για να μας μαγειρεύει η ξαδέρφη στα γλέντια! Και τον τοίχο της αυλής την ξανάκτισε από την αρχή για να κάθεται η θεία σκυφτή και σκεφτική, εκεί στο σημείο που φύσαγε το δροσερό αεράκι, για να πλέκει με το σμιλί της, να μας θυμίζει εσένα. Ο ξάδερφος επιδιόρθωσε τα παλιά έπιπλα και τα καλογυάλισε, δεν ήθελε να τα πετάξει, δεν ήθελε να φτιάξει καινούρια. Ήρθε και ο αγνοούμενος αδελφός σου, γιαγιά, από «τα ξένα» και έκατσε μαζί μας, σε ένα μεγάλο γλέντι στην αυλή μας, εκεί κάτω από το παράθυρο των γειτόνων μας και ήρθαν κι αυτοί μαζί και κάτσαμε μέχρι το πρωί. Γελούσαμε με τις θύμησες των νιάτων σας στο Μπογάζι και στην Κώμη Κεπίρ. ‘Εβαλε και διαλεχτή μουσική η μικρούλα η αδερφή μου γιαγιά, αυτή που μεγάλωσε τώρα πια! Ήπιαμε και ένα κρασί παραπάνω με τον άλλο τον θείο,τον γλεντζέ, και ο αδερφός μου, αυτός που το ‘χες παραπάνω αδυναμία, γελούσε πιο δυνατά από όλους και χωράτευε, έτσι για να γεμίζουν οι τοίχοι χαμόγελα!»
Έχω το κλειδί, μα οι σειρήνες μου θυμίζουν πως είναι ακόμα άχρηστο. Οι πόρτες είναι κλειστές, όχι κλειδωμένες, γιατί αυτοί που τις κρατούν δεν έχουν τα κλειδιά. Τα κλειδιά είναι εδώ, οι πόρτες εκεί.
Δεν τις θέλω τις σειρήνες. Είναι γι΄ αυτούς που θυμούνται μόνο, την ώρα που τις ακούν. Είναι γι΄ αυτούς που μας έδωσαν τα κλειδιά και μας πήραν τις πόρτες. Είναι γι΄αυτούς που τώρα «στολίζουν τη Βουλή» και μας υπόσχονται «πατρίδες» ενώ μας πήραν τα σπίτια. Γι΄αυτούς που γράφουν συνθήματα στους τοίχους με γκριγκλις, γι΄αυτούς άνοιξαν τις πόρτες στους βαρβάρους κρατώντας τη σημαία της πατρίδας…. Δεν τις θέλω τις σειρήνες. Κι επειδή νιώθω πως όσα χρόνια κι αν περάσουν, τα τρυφερά συναισθήματά παραμένουν αναλλοίωτα όσον αφορά το χωριό μου αλλά και η οργή μου απύθμενη και αμείωτη για τους «Εφιάλτες» παραθέτω κάτι που έγραψα τέτοιες μέρες το 2012….
«Και περισσότερη τιμή τους πρέπει όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) πως ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ θα φανεί στο τέλος, κι οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.” Κ. Π. Καβάφης.
ΚΑΙ ΔΙΑΒΗΚΑΝΕ ΚΑΙ ΜΑΣ ΔΙΑΛΥΣΑΝΕ, ΨΥΧΕΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΑ ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ. ΚΑΙ ΔΕ ΦΤΑΙΝΕ ΤΟΣΟ ΟΙ “ΒΑΡΒΑΡΟΙ”, (ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΒΟΛΕΥΕΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΑΛΟΥΜΕ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΜΑΣ ΑΛΛΑ ΟΙ “ΕΦΙΑΛΤΕΣ” ΠΟΥ ΠΑΝΤΑ ΜΟΛΥΝΑΝΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥ, ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ, ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ, ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ, ΤΗΝ ΜΙΚΡΗ ΚΑΙ ΜΙΣΗ ΜΟΥ ΠΑΤΡΙΔΑ. ΘΥΜΑΜΑΙ.Θυμάμαι μέσα από τα μάτια της γιαγιάς μου. Θυμάμαι μέσα από τα, αδιάφορα δήθεν, λόγια του μπαμπά μου. Μέσα από φωτογραφίες, ιστορίες, τραγούδια, παραμύθια, παράξενες ιδιωματικές λέξεις και φράσεις που δεν τις λένε εδώ που μεγάλωσα και ζω αλλά από εκεί που όρισε η μοίρα να κατάγομαι και μου καθόρισε η ιστορία να ΘΥΜΑΜΑΙ μόνο. Θυμάμαι. Δε μου αρέσει το “Δεν ξεχνώ”, έχει μια άρνηση μέσα. Όχι μόνο γραμματικά, μα περισσότερο νοηματικά και εννοιολογικά. Μια άρνηση που περισσότερο με παραπέμπει στη λησμονιά.
Οι “Εφιάλτες” δεν ήταν ποτέ οι πρωταγωνιστές στην ιστορία του τόπου μου. Άλλαξαν όμως τη δική μου. Αντιήρωες που με θέλουν σήμερα να λέω “Δεν ξεχνώ”. Όχι ρε φίλε! Το ρήμα στη φράση σας με χαλάει, δε μου κάθεται πώς να το κάνουμε…εγώ έμαθα να κλίνω το ρήμα “θυμάμαι” πριν μάθω να το γράφω.»