Της Μαρίας Χατζημιχαήλ, Δρ. Θαλάσσιας και Αλιευτικής Πολιτικής
Οι ακτές και οι θάλασσες αποτελούν (έστω και υποσυνείδητα) ένα ουτοπικό όραμα για το πώς θα μπορούσε να ήταν η κοινωνία μας στον γκρίζο εκείνο χώρο μεταξύ ιδιωτικού και κρατικού. Ωστόσο, νομοσχέδια (όπως αυτά του πρώην Υπουργού Οικονομικών στην Ελλάδα και του Υπουργού Εσωτερικών στην Κύπρο) απειλούν την ελεύθερη πρόσβαση στις ακτές και τις θάλασσες και αποτελούν μια πικρή υπενθύμιση ότι ουσιαστικά δεν συνιστούν «κοινά» αγαθά. Είναι, απλά, «κρατική ιδιοκτησία», η πρόσβαση στην οποία μας «παραχωρήθηκε» από το κράτος μέχρι να ιδιωτικοποιηθούν και να εμπορευματοποιηθούν.
Για παράδειγμα, νομοσχέδιο που κατέθεσε πρόσφατα στη Βουλή το Υπουργείο Εσωτερικών σκοπεύει να μετατρέψει τις ακτές και τις θάλασσες σε «ακίνητη ιδιοκτησία», μέσω «διαταγμάτων ανάπτυξης», «χωρίς πολεοδομικές αιτήσεις» και «με υπουργικές αποφάσεις» [1]. Πέρα από τις ακτές και τις θάλασσες, πλέον διακυβεύεται η ίδια η δημοκρατία μας: αφενός, καταργείται το δικαίωμα μας για συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, μέσω διαδικασιών δημόσιας διαβούλευσης, πριν από την έγκριση οποιασδήποτε ανάπτυξης · αφετέρου, καταστρατηγούνται βασικές αρχές της δημοκρατίας (όπως αυτές του «κράτους δικαίου» και της «χρηστής διοίκησης»), μέσω της απόδοσης υπερεξουσιών σ’ έναν υπουργό. Έτσι, ενδέχεται να οδηγηθούμε σε ακόμη περισσότερη αδιαφάνεια, διαφθορά, σύγκρουση συμφερόντων και πελατειακές σχέσεις – φαινόμενα τα οποία ταλανίζουν ήδη το πολιτικό μας σύστημα.
Για να αντιληφθούμε την ιδεολογική σημασία των νομοσχεδίων αυτών, είναι σημαντικό πρώτα να αντιληφθούμε τη σημασία των κοινών ως κεκτημένων μιας εποχής όπου οι τοπικές κοινότητες ήταν υπεύθυνες για τη διαχείριση των δικών τους χώρων και αγαθών, μακριά από την κυρίαρχη ιδεολογία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της ελεύθερης αγοράς. «Κοινά» ονομάζουμε τα αγαθά που κληρονομήθηκαν από τις προηγούμενες γενιές, δημιουργήθηκαν συλλογικά ή αποτελούν φυσική κληρονομιά.
Η εφεύρεση του όρου «τραγωδία των κοινών» από τον Γκάρετ Χάρντιν αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της διαχείρισης των κοινών φυσικών πόρων, με τους θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού να χρησιμοποιούν τη θεωρία του για να δικαιολογήσουν τις προσπάθειές τους για οικειοποίηση και εμπορευματοποίηση αγαθών που για χρόνια βρίσκονταν στα χέρια των τοπικών κοινοτήτων [2]. Ο Χάρντιν προσπαθούσε να αναδείξει το πρόβλημα της ατομικής συμπεριφοράς απέναντι σε συλλογικά αγαθά: υποστήριζε ότι όταν κάποια αγαθά δεν ανήκουν σε συγκεκριμένα άτομα αλλά σε όλα τα άτομα, η εκμετάλλευσή τους αποφέρει ατομικά πλεονεκτήματα και κοινά μειονεκτήματα, με αποτέλεσμα μεμονωμένα άτομα να τα εκμεταλλεύονται.
Όταν το 2009 η Έλινορ Όστρομ βραβεύθηκε με το Νόμπελ Οικονομίας για τη θεωρία της για τη διαχείριση των κοινών πόρων, ήρθαν στην επιφάνεια εναλλακτικές θεωρίες βασισμένες σε παραδείγματα αυτοδιαχειριζόμενων κοινοτήτων, αφοπλίζοντας έτσι κυρίαρχα πολιτικά και οικονομικά μοντέλα, όπως η «τραγωδία των κοινών» [3]. Ταυτόχρονα, ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ επισημαίνει ότι το πρόβλημα στην θεωρία του Χάρντιν δεν είναι τα κοινά καθαυτά, αλλά η αποτυχία της ατομικής ιδιοκτησίας να ικανοποιήσει τα κοινά συμφέροντα. Έτσι, τοποθετεί το ζήτημα σ’ ένα πλαίσιο όπου το πρόβλημα είναι η ατομική ιδιοκτησία των κοινών αγαθών και κατά συνέπεια η προσπάθεια για μεγιστοποίηση του ατομικού κέρδους [4].
Η Κύπρος, έχοντας ήδη περάσει μια μακρόχρονη περίοδο ανεξέλεγκτης παράκτιας ανάπτυξης, χωρίς σχεδιασμούς και μελέτες, χρειάζεται τώρα, περισσότερο από ποτέ, να προστατεύσει τις λιγοστές κοινωνικό-οικολογικές σφαίρες που τις έχουν απομείνει. Χρειάζεται να πιστέψουμε στη συλλογική δύναμη της αλληλεγγύης και της κινητοποίησης, αντικρούοντας τις οποιεσδήποτε προσπάθειες για οικειοποίηση των κοινών στο όνομα της εξόδου από την «κρίση» και απαιτώντας τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων μας.
Η οικονομική κρίση έχει καταστεί πλέον η εύκολη δικαιολογία για την προώθηση μιας οικονομικής ανάπτυξης, η οποία καταργεί αναφαίρετα (κοινωνικά, πολιτικά και περιβαλλοντικά) δικαιώματα μας. Η εμπορευματοποίηση των κοινών πόρων και η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου πλούτου έχουν μετατραπεί σε προτεραιότητα για τις κυβερνήσεις, ενώ η προσοχή των επενδυτών εστιάζεται στις «αναπτυξιακές» δυνατότητες της ακτογραμμής και της θάλασσας. Η Ελλάδα φαίνεται να αποτελεί «πρότυπο» για όσα βλέπουμε να συμβαίνουν στην Κύπρο, από τις εκποιήσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις μέχρι την οικειοποίηση και εμπορευματοποίηση της ακτογραμμής και της θάλασσας. Η διαφορά έγκειται στην αντίσταση, η οποία στην Ελλάδα είναι ισχυρή.
Καιρός να ξυπνήσουμε και εμείς. Γινόμαστε μάρτυρες της προσπάθειας σφετερισμού ενός από τους τελευταίους «κοινούς χώρους» σε διαφορετικά επίπεδα εξουσίας: από το κράτος και την τοπική αυτοδιοίκηση μέχρι την αγορά και το ιδιωτικό κεφάλαιο. Μπορεί να μην είναι συνειδητή η προσπάθεια όσων κατέχουν εξουσία και κεφάλαιο να οικειοποιηθούν τις τελευταίες μας ουτοπίες, αλλά οι ουτοπίες είναι αυτές που συγκροτούν τις ζωές μας. Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο μας έχει διδάξει (και αυτό είναι που πρέπει να θυμόμαστε, καθώς αγωνιζόμαστε για το δικαίωμα μας στις ακτές και τις θάλασσες) ότι ο σκοπός της ουτοπίας «είναι να περπατούμε» [5]. Ο αγώνας για τις ακτές και τις θάλασσες ως κοινά αγαθά θα συνεχίζεται για όσο παρακολουθούμε τους πολιτικούς και τους επιχειρηματίες να εμπορευματοποιούν ακόμη και τις δικές τους ουτοπίες.
ΥΠΟΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΨΗΦΙΣΜΑ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ:
http://reclaimthesea.org/kypros-aktogrammi-psifisma/
Σημειώσεις:
[1] http://reclaimthesea.org/hands-off-our-beaches-cyprus/
[2] http://www.sciencemag.org/content/162/3859/1243.full
[3] http://www.nobelprize.org/nobel_prizes/economic-sciences/laureates/2009/ostrom-facts.html
[4] http://newleftreview.org/II/53/david-harvey-the-right-to-the-city