Γράφει η Μαρία Παπαδοπούλου
(Οι ιστορίες της Μαρίας είναι ιστορίες της πόλης , των ανθρώπων της, δικά της αληθινά περιστατικά που αν τα δεις από μια άλλη οπτική γωνία μπορούν να σου διδάξουν πολλά. Η Μαρία γράφει τις ιστορίες της μέσα στο πράσινο λεωφορείο που παίρνει κάθε πρωί για να πάει στη δουλειά. Από Λάρνακα προς Λευκωσία)
Τον λέγανε Κόκο. Κυκλοφορούσε εδώ και πάρα πολλά χρόνια στο κέντρο της πόλης.
Πότε γνωρίστηκε με την Αγγέλα, μου είναι άγνωστο.
Αλλά υποθέτω ήρθε στην ζωή της την κατάλληλη ώρα και στιγμή όπως όλα τα ωραία πράγματα.
Δεν χρειάστηκε δεύτερο ραντεβού. Tο γλυκό έδεσε από την αρχή και άρχισε να γράφεται η ιστορία τους .
(Καθημερινότητα). Ξύπναγε το πρωί μαζί με την Αγγέλα τρώγανε το πρωινό τους σε ένα παγκάκι και μετά πηγαίνανε βόλτα στα στενά σοκάκια της Λάρνακας, στις Φοινικούδες , στον Άγιο Λάζαρο.
Πηγαίνανε και εκκλησία μαζί πάντα, επέμενε η Αγγέλα.
Μαζί μοιράζονταν αμέτρητες ώρες και στιγμές τις καλοκαιρινές ζεστές μέρες και τις παγωμένες νύκτες του χειμώνα.
Και μιλάγανε μεταξύ τους ώρες ατελείωτες.
Είχαν τους δικούς τους κώδικες επικοινωνίας. Μόνο αυτοί τους ξέρανε και δεν τους ενδιέφερε αν δεν τους πολυ καταλάβαινε ο υπόλοιπος κόσμος.
(Συντροφικότητα). Περνάγανε και ατελείωτες ώρες σιωπής και ήτανε απλά ευτυχισμένοι που απλά ο ένας ένιωθε την παρουσία του άλλου. Βέβαια είχανε και τα καβγαδάκια τους. Όταν ο Κόκος έβγαινε που και που μόνος χωρίς την Αγγέλα και αυτή τον γύρευε.
Αρσενικό να μου πεις ο Κόκος ήθελε και αυτός να κάνει τις τσάρκες του μόνος του σαν ελεύθερο πουλί.
Περπατούσε μόνος του και ξεχνιόταν ο Κόκος στα στενά της πόλης αλλά δεν το έκανε επίτηδες. Απλά ξεχνιόταν και ξεχνούσε τον δρόμο. Η Αγγέλα τον έψαχνε γιατί ήξερε αυτό του το κουσούρι και όταν τον έβρισκε του έβαζε τις φωνές γιατί ανησυχούσε ,γιατί φοβόταν μήπως δεν τον έβρισκε και χανόταν ο Κόκος.
Ποτέ δεν μπορούσε να του κρατήσει μούτρα και κατά ένα περίεργο λόγο πάντα στο τέλος βρίσκανε ο ένας τον άλλο. (Αγάπη).
Πέρασαν τα χρόνια μαζί μέσα στην πόλη, οι κάτοικοι τους έμαθαν.
Τόσο μοναδικό ζευγάρι που όσοι τους έβλεπαν έτρεχαν να βγάλουν φωτογραφία να έχουν “σουβενίρ”, του τόσο μοναδικού ζευγαριού.
Η Αγγέλα και ο Κόκος.
Ήτανε ένα ηλιόλουστο Σάββατο μετά τα Χριστούγεννα όταν είδα την Αγγέλα και τον Κόκο μαζί για τελευταία φορά. Βλέπετε αν και είμαι νέα στην γειτονιά, το καλησπέρα μου σε αυτούς τους δύο κάθε φορά που περπατούσα σπίτι από την δουλειά είχε γίνει μέρος της καθημερινότητας μου. Εκείνη την μέρα αφού φάγανε το πρωινό τους, πήγανε εκκλησία (η Αγγέλα επέμενε όπως πάντα και ο Κόκος δεν μπορούσε να τις χαλάσει χατίρι ) αποφάσισαν να κάτσουν κάτω από ένα δέντρο στην γειτονιά για να απολαύσουν τον ήλιο. Τους είδα και χαμογέλασα. Κάποιοι άλλοι τους βλέπανε για πρώτη φορά και βγάζανε τις κλασικές φωτογραφίες, “σουβενίρ φωτογραφία” με το σπάνιο ζευγάρι.
(Απώλεια). Μέχρι που άκουσα τον σπαραγμό. Από αυτούς που εύχεσαι να μην ακούσεις πότε στη ζωή σου.
Και μετά το μοιρολόι της Αγγέλας.
Ο Κόκος ξεχάστηκε για τελευταία φορά και έφυγε από το πλευρό της. Να το πούμε ατύχημα; να το πούμε μοίρα; Να το πούμε ριζικό; Ας πούμε ότι ήρθε η ώρα.
Τον πήρε η Αγγέλα στα χέρια της κρατώντας το άψυχο κορμάκι του που πριν λίγο είχε παραδοθεί στις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου. Ακούσαμε και τις… κατάρες. Μπορεί και να μην τις εννοούσε, δεν ξέρω. Νιώσαμε τον πόνο, κάποιοι δακρύσαμε και όλοι συνειδητοποιήσαμε το πόσο μια στιγμή μπορεί να αλλάξει ολόκληρη την ζωή μας.
Για κάποιους ήταν μια γριά γυναίκα, μόνη, ίσως και για άλλους τρελή που είχε πάνω στο κεφάλι της ένα πουλί.
Πόσες φωτογραφίες βγήκανε και πόσο λατρεύαμε αυτό το “ασυνήθιστο ζευγάρι”.
Για αυτή όμως, ο Κόκος ήταν όλος της ο κόσμος, η καθημερινότητα της, ο σύντροφος της στα γηρατειά, ο “γιόκας” της όπως τον έλεγε.
Μια γυναίκα και ένα παπαγαλάκι. Μια γυναίκα που την ακολουθούν πολλές ιστορίες αλλά που ακόμα κρατά την αλήθεια της φυλαγμένη. Εμείς ξέρουμε κομμάτια, ο Κόκος ήξερε όλη την αλήθεια της.
Μετά από δύο μέρες χαρίσανε στην Αγγέλα μια “Κοκούλα” και τον Κόκο ΙΙ.
Χαμογέλασε, ξεγέλασε για λίγο το πλάκωμα που είχε στην καρδιά και έδωσε την ευχή της σε αυτούς που της χάρισαν μια “Κοκούλα” κι ένα Κόκο νούμερο 2 για να απαλύνει τον πόνο της . (Να ξέρετε… οι ευχές όταν έρχονται από αληθινούς ανθρώπους πιάνουν τόπο).
Γνωρίζει πως τίποτα δεν θα είναι όπως παλιά γιατί κανένας δεν μπορεί να αναπληρώσει τον Κόκο της.
Όμως χαμογέλασε, πάρκαρε την θλίψη της και άρχισε να δίνει ξανά αγάπη στα δύο νέα πουλάκια /συντρόφους της.
Ακόμα τις νύκτες όταν τα κοιμίζει σιωπηλά θυμάται και μοιρολογεί τον Κόκο της.
Υ.Γ Ι Αν είσαι τυχερός και έχεις βρει τον σύντροφο που σου χρωματίζει την καθημερινότητα σου πιασε τον από το χέρι και πες του σήμερα ένα σ’ αγαπώ. Αύριο μπορεί να είναι αργά.
Υ.Γ ΙΙ Αφιερωμένο σε όλες τις Αγγέλες και σ’ όλους τους Κόκους εκεί έξω.
Y.Γ ΙΙΙ « Μια αστραπή η Ζωή μας… μα προλαβαίνουμε» -Ν. Καζαντζάκης