Το ποιημα του Ώντεν “Προσφυγικο Μπλουζ” γραφτηκε το 1939, αλλά είναι επίκαιρο.
Η μεταφραση είναι του Κλειτου Κυρου.
Ακολουθεί το πρωτοτυπο, στα αγγλικα.
Ο Ουίσταν Χιου Ώντεν (Wystan Hugh Auden γεννηθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1907 και πέθανε στις 29 Σεπτεμβρίου 1973.
Γεννήθηκε στο Γιορκ της Αγγλίας και πέθανε στη Βιέννη. Ήταν ποιητής, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας. Μετά τις σπουδές του στην Οξφόρδη εργάστηκε ως εκπαιδευτικός περίπου επί μία πενταετία. Τα πρώτα ποιήματά του εμφανίστηκαν στη δεκαετία τού 1920 και εντυπωσίασαν προσωπικότητες όπως ο Έλιοτ, ο οποίος του έδωσε τη δυνατότητα να τυπώσει άμεσα στις εκδόσεις Faber & Faber την πρώτη του συλλογή. Η φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα στην Αγγλία και τη δεκαετία του 1930 καθιερώθηκε ως ο σημαντικότερος ποιητής της νέας γενιάς. Η εθελοντική συμμετοχή του στον Εμφύλιο της Ισπανίας με την πλευρά των Δημοκρατικών, και η επικαιρική έκδοση του πολύστιχου ποιήματός του «Ισπανία 1937», θα του δώσουν ακόμη μεγαλύτερο κύρος στους πνευματικούς κύκλους.
Ό Ώντεν δέχθηκε επιδράσεις από έναν ευρύ πολιτισμικό χώρο: από τον Μάρξ, τον Φρόυντ, τον Γέητς, τον Καβάφη, τον Έλιοτ, τον Γκαίτε, τον Μπρέχτ. Θεματικά τα ποιήματά του καλύπτουν πλήθος διαφορετικών όψεων του 20ου αιώνα αλλά και τα παντοτινά ζητούμενα της ποίησης: την πολιτική, τον έρωτα, πολιτικά δικαιώματα, μυθολογίες, θρησκείες, ζητήματα ηθικής, ανθρώπινες σχέσεις κι επικοινωνία, συμβάντα σε χώρους της πολιτείας και της υπαίθρου, στοιχεία της ύλης και της απρόσωπης φύσης.
ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΜΠΛΟΥΖ
Πες πως η πολη αυτη εχει δεκα εκατομμυρια ψυχες
αλλοι ζουνε σε μεγαρα,αλλοι σε τρυπες μικρες
κ ομως δεν εχει θεση για μας,αγαπη μου,δεν εχει θεση για εμας.
Ειχαμε καποτε μια πατριδα και μας φαινονταν ολα καλα,
ψαξε μεσα στον ατλαντα και θα την εβρεις κειδα
τωρα να παμε εκει δεν μπορουμε,αγαπη μου,να παμε εκει δεν μπορουμε.
Στο κοιμητηρι του χωριου ενα σμιλαγκι μεγαλωνει
καθε ανοιξη απ’την αρχη μες στο ανθος φουντωνει
τα παλια διαβατηρια δεν μπορουν να το κανουν,αγαπη μου,δεν μπορουν να το κανουν.
Ο προξενος ειπε χτυπωντας το γραφειο του εμπρος
“Αν δεν εχεις το διαβατηριο,τυπικα θεωρεισαι νεκρος”
ομως να που ακομα ζουμε,αγαπη μου,να που ακομα ζουμε.
Πηγα σε μια επιτροπη,εκατσα να ξαποστασω
με παρακαλεσαν ευγενικα του χρονου να ξαναπερασω
ομως σημερα που θα παμε,αγαπη μου,σημερα που θα παμε;
Ηρθα σε μια συγκεντρωση’σηκωθηκε ο ομιλητης να πει
“Αν τους αφησουμε να μπουν,θε να μας κλεψουν το ψωμι”.
Μιλουσε για σενα και για μενα,αγαπη μου,για σενα και για μενα.
Σαν ν’ακουσα μπουμπουνητα στα ουρανια να κατρακυλουν
ηταν ο Χιτλερ στην Ευρωπη,που ελεγε “Πρεπει να εξοντωθουν”.
Α, μας ειχε στο νου του,αγαπη μου,μας ειχε στο νου του.
Ειδα μια σκυλιτσα που φορουσε μια ζακετα κουμπωμενη,
ειδα μια πορτα ολανοιχτη και μια γατα να μπαινει:
ομως δεν ηταν Γερμανοεβραιοι,αγαπη μου,δεν ηταν Γερμανοεβραιοι.
Τραβηξα στο λιμανι,στο μωλο σταθηκα μπροστα,
ειδα τα ψαρια να τρεχουν στο νερο,δε ζουνε στη σκλαβια:
μολις τρια μετρα μακρυα μου,αγαπη μου,τρια μετρα μακρυα μου.
Περπατησα σ’ενα δασος, ειδα στα δενδρα τα πουλια
δεν ειχανε πολιτικους κ κελαηδουσαν χαρωπα:
δεν ηταν ανθρωποι σαν και μας,αγαπη μου,δεν ηταν σαν και μας.
Στον υπνο μου ονειρευτηκα χιλιωροφα κτιρια
με χιλιες πορτες και χιλια παραθυρια
ουτε ενα δεν ηταν δικο μας,αγαπη μου,δεν ηταν δικο μας.
Σταθηκα μες στο χιονι που ‘πεφτε σε μια ανοιχτη πεδιαδα
δεκα χιλιαδες στρατιωτες βαδιζαν στην αραδα:
Ψαχναν για μας τους δυο,αγαπη μου,ψαχναν για μας τους δυο.
————————————————————————————–
REFUGEE BLUES
Say this city has ten million souls,
some are living in mansions,some are living in holes:
yet there’s no place for us,my dear,there’s no place for us
Once we had a country and we thought it fair,
look in the atlas and you’ll find it there:
We cannot go thera now,my dear,we cannot go thera now
In the village churchyard there grows an old yew
every spring it blossoms anew:
old passports can’t do that,my dear,old passports can’t do that
The consul banged the table and said
“If you’ve got no passport,you’re officially dead”
But we’re still alive,my dear,but we are still alive
Went to a comitte,they offered me a chair
asked me politely to return next year
but where shall we go today,my dear,but where shall we go today?
Came to a public meeting,the speaker got up and said
“If we let them in,they will steal our daily bread”
he was talking of you and me.my dear,he was talking of you and me
Thought i heard the thunder rumbling in the sky
it was Hitler over Europe,saying,”they must die”
O we were in his mind,my dear,O we were in his mind
Saw a puddle in a jacket fastened with a pin
saw a door opened and a cat let in:
Βut they weren’t Geman Jews,my dear,but there weren’t German Jews
Went down the harbour and stood upon the quay
saw the fish swimming as if they were free:
only ten feet away, my dear,only ten feet away
Walked through a wood,saw the birds in the trees
they had no politicians and sang at their ease:
they weren,t the human race,my dear,they weren’t the human race
Dreamed i saw a building with a thousand doors
a thousand windows and a thousand doors:
not one of them was ours,my dear,not one of them was ours
Stood on a great plain in the falling snow
ten thousand soldies marched to and fro:
looking for you and me,my dear,looking for you and me