Η Μυρτώ Τάσιου, κόρη της ηθοποιού και ποιήτριας Κατερίνας Γώγου και του σκηνοθέτη Παύλου Τάσιου, βρέθηκε νεκρή, ενώ βρισκόταν σε ταξίδι στην Αθήνα. Ήταν 48 ετών. Εδώ και πολλά χρόνια η Μυρτώ Τάσιου διέμενε στο Ουτζέντο της Ιταλίας.
Η αιτία του θανάτου της, που αναγγέλθηκε από ανάρτηση των εκδόσεων Καστανιώτη στο Facebook, δεν έχει γίνει μέχρι στιγμής γνωστή.
«Η Μυρτώ για την Μυρτώ», όπως συστηνόταν η ίδια στο βιογραφικό της που συνόδευε την πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Η Αλίκη δε μένει πια εδώ», ανέφερε:
«Γεννήθηκα στις 10 Οκτωβρίου 1967. Μητέρα μου είναι η Κατερίνα Γώγου, ηθοποιός και ποιήτρια. Πατέρας μου είναι ο Παύλος Τάσιος, σκηνοθέτης. Και οι δύο πέθαναν νέοι.
»Όταν ήμουν μικρή, πήγα στη Σχολή Μοντεσόρι και μετά έβγαλα μια καλών τεχνών, γιατί είχα πάθος για τη ζωγραφική. Μετά ειδικεύτηκα στη βυζαντινή τέχνη. Άρχισα να δουλεύω με τον Μιχάλη Αγγελιδάκη.
»Στο μεταξύ έκανε μπαμ η επιτυχία της Κατερίνας. Δυστυχώς έφερε αντίθετα αποτελέσματα. Άρχισε να πίνει και να αυτοκαταστρέφεται με όλους τους τρόπους. Ένιωθα ενοχές που δεν μπορούσα να τη βοηθήσω και μπλέχτηκα κι εγώ μέσα.
»Ο πατέρας μου με παρακολουθούσε διακριτικά. Μου έκανε την πρόταση να πάω στην κοινότητα Saman στο Παλέρμο κι εγώ δέχτηκα.
»Ένα χρόνο μετά το θάνατο της Κατερίνας άρχισα να παίρνω τα πάνω μου. Ξανάρχισα να ζωγραφίζω και να γράφω. Έβλεπα το μέλλον μου με διαφορετικό τρόπο. Όλες οι αναμνήσεις έγιναν πεταλούδες, πέρασαν. Είκοσι χρόνια πέταξαν. Το μόνο που ζητάω είναι να ζήσω ελεύθερη χρωματιστά».
Πριν λίγους μήνες η Μυρτώ είχε δώσει συνέντευξη στον γνωστό Κύπριο δημοσιογράφο Γιάννη Χατζηγεωργίου ο οποίος ζει μόνιμα στη Αθήνα.
Ο Γιάννης λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση για το θάνατο της έχει αναρτήσει στο προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook το πιο κάτω:
Σήμερα χάσαμε τη Μυρτώ – για την ακρίβεια, την είχαμε χάσει απ’ το μεσημέρι της Τετάρτης.
Χάσαμε τη Μυρτώ που δεν ήταν άνθρωπος, μα ένα μικρό αγγελάκι που περιφερόταν από στίχο σε στίχο, από ανάμνηση σε ανάμνηση και από κόμπο στο λαιμό σε πικρό λυγμό, από μέρα σε μέρα κι από αγάπη σκοτεινή σε αγάπη ρόδινη – δεν γνώρισα πιο αθώο αερικό στη ζωή μου!
Μιλούσαμε σχεδόν κάθε βδομάδα τους τελευταίους μήνες, συνήθως πρωινά σαββατοκύριακου με έπαιρνε στο κινητό μου – μού περιέγραφε τις εικόνες της θάλασσας που βλέπει από το χωριό της στην Ιταλία, τον κήπο της, το μεγάλο της σπίτι, τον άντρα της που είχε σαν θεό της, τα όνειρά της που όλα περιστρέφονταν γύρω από τη μαμά της, Κατερίνα Γώγου… Συναντηθήκαμε την περασμένη Τρίτη. Στο «six dogs» της Αβραμιώτου. Είχε έρθει στην Αθήνα για λίγες μέρες, για να κανονίσει κάποια διαδικαστικά, μικρές πρακτικές εκκρεμότητες, να δει το θείο της, τον Κωστή, και την Όλια Λαζαρίδου που λάτρευε και πάντοτε μού την ονόμαζε «αδελφή της». Αγαπούσε, αγαπούσε, αγαπούσε. Τόση αγάπη, θεέ μου!
Εκείνο το βράδυ είχαμε πιει μαργαρίτες. Μετά λεμονάδα. Ήταν λίγο πικρή, έκανε στο πρόσωπο τον μορφασμό του «χάλια», ζήτησε από το σερβιτόρο και προσθέσαμε ζαχαρίνες. Τι πλάκα που είχε! Με το αλκοόλ είχε ζαλιστεί λίγο – δεν έπινε ποτέ, μα θέλησε να το ρισκάρει. Την κράτησα από το χέρι και κάναμε βόλτες, πάνω κάτω στο Μοναστηράκι. Μου ζήτησε να της αγοράσω κάποια σκουλαρίκια που είχε δει στο σταθμό του ηλεκτρικού. «Την άλλη Τρίτη θα ξαναβρεθούμε», της είχα πει. Συμφώνησε. «Και να βγάλουμε και φωτογραφίες!». Είχε σημασία αυτό για εκείνη – το να βλέπει αποτυπωμένα πρόσωπα όταν θα επέστρεφε στην Ιταλία, στον άντρα και θεό της, όταν θα έγραφε τα νέα της ποιήματα για να τα στείλει στον Καστανιώτη. Κι όλο έλεγε πως έψαχνε να ξαναπιάσει στα χέρια της τα άλμπουμ της μαμάς της. «Κάπου στο παλιό σπίτι της Πατησίων θα ‘ναι…». Καταλάβαινα. Καταλάβαινε.
Σήμερα, λοιπόν, επιβεβαιώθηκε πως χάσαμε τη Μυρτώ – δε μένει πια εδώ.
Στην καρδιά ήταν τελικά ο στόχος. Το νου μας, ε;