Search
Close this search box.

Τι ψυχή θα παραδώσει μωρή;

Αναστασία Ξενοφώντος Γαϊτάνου

Αγαπητοί συνάνθρωποι,

Υπάρχουν στιγμές που μέσα μας συντελείται μια έκρηξη. Μια έκρηξη μεγατόνων που συνταράσσει όλο μας το σύμπαν. Μια από αυτές τις στιγμές συνέβη και σε μένα και συνέβη με ένα τρόπο αναπάντεχο μα και τόσο προβλέψιμο. Σας σύγχυσα; Διαβάστε και θα καταλάβετε.

Μια μέρα, έτσι στα καλά καθούμενα, μια ερωτηματική πρόταση γεμάτη αυθάδεια μα και ξεκάθαρη μομφή εισέβαλε μέσα μου, με κόπο και προσπάθεια πρέπει να παραδεκτώ, αφού κατάφερε να βρει μια σχισμή στο δεξί μέρος της καρδιάς μου που ξέχασα από αμέλεια να σφραγίσω. «Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή;» Στην αρχή αυτή η ερώτηση με τα συμπράγκαλα της μπήκε δειλά δειλά στο σώμα μου εξερευνώντας το χώρο. Ήταν αφιλόξενος, γκρίζος και μουντός, έζεχνε σαν τα ξερατά ενός μωρού αλλά αυτή σαν σαλιγκάρι ξεκίνησε να περπατάει σιγά σιγά αφήνοντας πίσω της ένα ασημένιο μονοπάτι που όσο μεγάλωνε τόσο φώτιζε τα σκοτεινά μπουντρούμια της συνείδησής μου.

AILAN
Η πρώτη φορά που έκανε φανερή την παρουσία της αυτή η τόσο ξένη προς εμένα ερώτηση ήταν όταν είδα τον μικρό Α
ilan μπρούμυτα να γλείφει το αλμυρό νερό λες και ήθελε να ξεδιψάσει. Τον είδα και περίμενα από στιγμή σε στιγμή να σηκωθεί επάνω, να δώσει ένα σάλτο για να χοροπηδήσει χαρούμενος ανάμεσα στα κύματα. Μα γιατί δεν σηκώνεται; αναρωτήθηκα. Μα γιατί μένει ακίνητος; Τότε κοίταξα καλύτερα, άκουσα πιο προσεκτικά. Τι λέει ο δημοσιογράφος; Ο Αlian είναι νεκρός; Μα πώς γίνεται; Ένα παιδί τριών χρόνων. Τι έκανε; Τι έφταιξε; Μα γιατί; Κάπου εκεί ανάμεσα στο μα και στο γιατί φάνηκε για μια στιγμή το φωτεινό μονοπάτι που άφηνε πίσω της αυτή η ερώτηση. Ετοιμάστηκα να τη σχηματίσω αλλά δεν έβρισκα τις λέξεις, σαν κάτι να με κρατούσε και να με εμπόδιζε να σχηματίσω έστω και ένα φθόγγο.

Ο Ρίτσος λέει πως ο άνθρωπος είναι πιο τρανός από την καθημερινή την έγνοια του. Έλα όμως που η δική μου καθημερινότητα από κεκτημένη και μόνο ταχύτητα αποδείχτηκε πιο τρανή από τη συνείδησή μου. Έτσι το άψυχο κορμάκι του Alian θάφτηκε κάτω από την ψευδαίσθηση που έχουμε εμείς οι άνθρωποι ότι το κακό των άλλων δεν μας αφορά. «Πτου, μακριά από εμάς.», του λέμε και ξεμπερδεύουμε μια και καλή μαζί του. Η ερώτηση ξεχάστηκε κι εγώ συνέχισα να ζω στον μικρόκοσμό μου μέχρι που ένα τείχος κατάφερε να ρίξει το τείχος μέσα μου. Οι χώρες, έλεγε ο δημοσιογράφος, χτίζουν τείχος για να εμποδίσουν τους πρόσφυγες να μπουν στο έδαφος τους. Σταματάω να τρώω, τσιρίζω στα παιδιά μου να σταματήσουν να μιλούν και δυναμώνω τη φωνή. Το τείχος της ντροπής, το αποκάλεσε ο δημοσιογράφος και τα λόγια του μου θύμισαν ένα άλλο τείχος. Εκείνο το τείχος που πριν από χρόνια χώριζε μια χώρα στα δύο διαιρώντας τον κόσμο της σε δυο στρατόπεδα. Το τείχος όμως που έβλεπα εκείνη τη στιγμή στερούσε σ’ αυτούς τους ανθρώπους το δικαίωμα να βρουν μια φυσιολογική ζωή. Αυτό το τείχος δεν χωρίζει μια χώρα στα δυο αλλά στερεί το δικαίωμα σε αυτούς τους ανθρώπους να βρουν το μέλλον τους που τόσο βίαια αναγκάστηκαν να στερηθούν. Και να τα τείχη να φυτρώνουν σαν μανιτάρια και να δηλητηριάζουν τις ψυχές των ανθρώπων διχάζοντας τους. Ποιο είναι άραγε το σωστό; Ποιο το λάθος; Μα γιατί; Αναρωτιέμαι και πάλι. Και κάπου εκεί ανάμεσα στο μα και στο γιατί βρίσκω τους κατάλληλους φθόγγους και σχηματίζω τις πρώτες λέξεις. «Τι ψυχή θα …

Κολλάω στο θα γιατί έχει το χάρισμα να προχωρά, να σε ταξιδεύει και να σε κάνει να ξεχνάς. Κι εγώ ήθελα να ξεχάσω. Μου συμφέρει να ξεχνάω. Το φωτεινό όμως μονοπάτι μέσα μου μεγάλωνε και όλο μεγάλωνε και εγώ φούσκωνα σαν μπαλόνι και γέμιζα από εικόνες φρίκης, θανάτου, και μιας θάλασσας νεκροταφείου. Και ήρθε η στιγμή που επιτέλους κατάφερα να πω όλη την πρόταση αν και την παράφρασα λιγάκι για να ταιριάζει. «Τι ψυχή θα παραδώσετε μωρέ;» ρώτησα όλους εκείνους τους αρχηγούς που φιγουράριζαν στην τηλεόραση λες και έκαναν πασαρέλα. Τους άκουγα να λεν κούφια λόγια και τους ρωτούσα ξανά και ξανά «Τι ψυχή θα παραδώσετε μωρέ;» που αφήνετε τόσους ανθρώπους, τόσα παιδιά να πεθαίνουν. «Τι ψυχή θα παραδώσετε μωρέ;», ρώτησα κι αυτούς που έβλεπαν τη χώρα τους να διαλύεται και συνέχιζαν να πολεμούν… Και κάποια στιγμή το φως πλημμύρισε όλο μου το κορμί. «Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή;» ρώτησα αυθάδικα τη συνείδησή μου, αυτή που για τόσο καιρό κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου και μακάριζε την τύχη της που όλα αυτά δεν άγγιζαν την ίδια. «Πόσο ηλίθια και αφελής είσαι.» της είπα και κάγχασα δυνατά. «Δεν έχεις καταλάβει ακόμη πως με ένα γύρισμα του ανέμου στη θέση όλων αυτών θα μπορούσες να είσαι εσύ;»

Το φως πια έχει αρχίσει να διαπερνά κάθε πόρο του σώματος μου και να βγαίνει προς τα έξω και έτσι έτοιμη από καιρό σαν θαρραλέα διατυπώνω την τελευταία μου ερώτηση. «Γιατί Θεέ μου επιτρέπεις όλο αυτό το κακό;» Δεν περιμένω απάντηση γιατί όπως λέει κι ένας σοφός «Ο αληθινός άνθρωπος αποτελείται απ’ τις ερωτήσεις . Ο αληθινός Θεός θα έπρεπε να έχει όλες τις απαντήσεις.»

Με εκτίμηση,
ένας απλός άνθρωπος

Υ.Γ. Α! και κάτι ακόμη. Η φράση αυτή «Τι ψυχή θα παραδώσει μωρή;» γεννήθηκε μέσα που από ένα περιστατικό που με άγγιξε βαθιά και αμετάκλητα. Θέλω να το μοιραστώ μαζί σας γιατί τέτοια περιστατικά είναι Θεόσταλτα. Ο παππούς μου για περίπου ένα χρόνο έλιωνε στο κρεβάτι, χάνοντας μέσα στα άσπρα σεντόνια της γιαγιάς μου εκτός από το σώμα του και το μυαλό του. Όσο προχωρούσε ο καιρός τόσο περισσότερο χανόταν σε έναν κόσμο δικό του. Μια μέρα που τον επισκέφτηκα έμεινα μόνη μαζί του. Πολύ σπάνιο αυτό. Συνήθως κάποιος άλλος βρισκόταν εκεί. Καθόμουν λοιπόν κι εγώ και μοιραζόμουν την ησυχία μαζί του. Ξαφνικά τον βλέπω να με κοιτάζει και με φωνή αγνώριστη να μου λέει: «Δεν σκότωσα. Δεν έκλεψα.» Με κοίταζε αλλά δεν με έβλεπε. Το βλέμμα του με διαπερνούσε. Η όψη του είχε κάτι το απόκοσμο. Σταμάτησα και να αναπνέω για να ακούσω την ψιθυριστή φωνή του. Τον πλησίασα κι αυτός συνέχισε. «Δεν έβλαψα κανέναν. Ήμουν δίκαιος και με τα παιδιά μου και με τους άλλους» «Ναι παππού», του είπα κι εγώ λες και ζητούσε την έγκρισή μου. Μετά κατάλαβα ότι δεν ζητούσε τη δική μου έγκριση αλλά αυτή του Θεού. Ο παππούς μου έκανε τον απολογισμό του. Και χωρίς να το καταλάβω ήμουν παρούσα σε μια αόρατη συνομιλία. Τον ρώτησε ο Θεός «Τι ψυχή θα παραδώσει μωρέ;» και ο παππούς σαν έτοιμος από καιρό σαν θαρραλέος του απάντησε «Μια ψυχή περήφανη και αθώα.» Μετά από λίγες μέρες ο παππούς μου πέθανε. Μακάρι αυτό τον απολογισμό να τον κάναμε κάθε μέρα όλοι μας και ειδικά όλοι αυτοί που κρατούν τα ηνία του κόσμου στα χέρια τους. Αν κάθε μέρα λίγο πριν κοιμηθούμε διατυπώναμε αυτή την ερώτηση στον εαυτό μας «Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρέ;» ίσως ο κόσμος να ήταν καλύτερος.

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn
On Key

Related Posts

error: Content is protected !!