Ο Βλάσης Γαβριηλίδης γεννήθηκε το 1848
και πέθανε στις 11 Απριλίου 1920.
Θεωρείται ο «πατέρας» της δημοσιογραφίας της σύγχρονης Ελλάδας.
Ο Γαβριηλίδης σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή ενώ στη συνέχεια σπούδασε φιλολογία και πολιτικές επιστήμες στη Λειψία της Γερμανίας με έξοδα του μεγαλεμπόρου Βαρώνου Σίνα.
Το 1868 δημοσίευσε μια σειρά άρθρων με τίτλο «Γενική ιστορία της Ελληνικής τραγωδίας» στο περιοδικό Επτάλοφος, ενώ στη συνέχεια εξέδωσε την εφημερίδα Μεταρρύθμισις. Το 1878 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ύστερα από την εκδίωξή του από τις τουρκικές αρχές εξαιτίας ενός άρθρου του στη Μεταρρύθμισιν.
Στην Αθήνα συνεργάστηκε με τον Κλεάνθη Τριαντάφυλλο για την έκδοση του πολιτικοσατιρικού περιοδικού «Ραμπαγάς» και δύο χρόνια αργότερα εξέδωσε το δικό του περιοδικό «Μη χάνεσαι».
Την 1η Νοεμβρίου 1883 μετέτρεψε το περιοδικό στην καθημερινή εφημερίδα «Ακρόπολις».
Ήταν προσωπικός φίλος του Χαρίλαου Τρικούπη τον οποίο όμως από το 1890 και μετά πολέμησε μέσα από τις στήλες του.
Την περίοδο εκείνη στήριξε τον Γεώργιο Α’, τον οποίο ενθάρρυνε να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στα χέρια του. Από το 1909 , δηλαδή μετά από το Κίνημα στο Γουδί , και μέχρι τον θάνατο του, ο Γαβριηλίδης υποστήριξε θερμά την πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Κωστη Παλαμά τον οποίο μάλιστα είχε παντρέψει.
Επίσης, είχε εκδόσει το νεανικό περιοδικό «Νέα Γενεά».
Το τυπογραφείο της εφημερίδας του υπήρξε πολλές φορές στόχος αντιπάλων, όπως συνέβη και στα γεγονότα που έμειναν γνωστά ως Ευαγγελικά: Ο Γαβριηλίδης, προοδευτικός και υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας, δεν δίστασε να ξεκινήσει σειρά άρθρων με μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική. Εξοργισμένοι υποστηρικτές της διατήρησης της γλώσσας των Ευαγγελίων αντέδρασαν, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να σταματήσει τη δημοσίευση και να ζητήσει συγγνώμη από τους φοιτητές, που πρώτοι είχαν αντιδράσει, αφού όμως ο όχλος είχε καταστρέψει τα γραφεία της εφημερίδας.
Η Λιλίκα Νάκου στο βιβλίο της “Το Χρονικό μιας δημοσιογράφου” γράφει: “Η προσωπικότητα του Γαβριηλίδη και σήμερα θα ξάφνιαζε. Ήταν, όπως έλεγε ο πατέρας μου, χαρακτήρας ολοκληρωμένος: φιλελεύθερος, προοδευτικός, αναρχικός, ιδιότροπος, καλός, απερίγραπτος.
Περιφρονούσε το χρήμα και τους πλούσιους. Δεν κυνήγησε ποτέ τα λεφτά, δεν πούλησε ποτέ την πένα του….”