Το πιο κάτω το “κλέψαμε” από το facebook wall του Νίκου Μπιτσιμέα…..
Μιλούσα με έναν καλό μου φίλο και σύντροφο απόψε. Κάποια στιγμή γυρνάει και μου λέει «ρε φίλε από το καλοκαίρι στο Πεδίον του Άρεως έχω να φάω ψάρι». Δεν κατάλαβα στην αρχή τι εννοούσε. Νόμισα πως ήθελε να αστειευτεί. Τον κοίταξα επίμονα αλλά αυτός δεν είπε τίποτα και περίμενε να καταλάβω. Όταν συνειδητοποίησα σε τι αναφερόταν κατέβασα το κεφάλι. Ο τρίτος φίλος της παρέας, μετανάστης, έγνεψε συγκαταβατικά. Θυμήθηκα τη δικιά μου λευκή, ευρωπαϊκή προνομιούχα φρίκη. Του την εξήγησα. «Εγώ ειλικρινά το σκέφτομαι πως δεν μπορώ να κολυμπήσω καλοκαίρι στο Αιγαίο».
Γυρνώντας σπίτι αναλογιζόμουν καλύτερα τι ειπώθηκε. Η αλήθεια είναι πως, αυτά με τα οποία τρώμε εμείς «φρίκες» και στεναχώριες σε σχέση με το προσφυγικό, δεν είναι τίποτα μπροστά σε ότι περνάνε οι ίδιοι οι μετανάστες πάνω από δύο δεκαετίες, στον αγώνα ζωής που δίνουν ενάντια στις θανατοπολιτικές της Ευρώπης Φρούριο.
Όμως, δεν μπορεί κανείς παρά να αναλογιστεί πως επηρεάζεται και ο ίδιος. Πως μπορούμε άραγε να ξανακάνουμε μπάνιο εκεί όπου ξεβράζονται πτώματα;
Πως ξεπλένεται η όποια ντροπή μπορεί να νιώθει κανείς για τα διαρκή εγκλήματα που γίνονται και στο δικό του όνομα;
Ωφελεί πουθενά να σκεφτόμαστε έτσι;
Η ζωή θα συνεχιστεί στις παραλίες του Αιγαίου, στις λάσπες της Ειδομένης, και μετά από πολλά χρόνια το μόνο που θα θυμίζει το τι συνέβη εκεί να είναι μια προτομή, μια επιγραφή ή μια ταινία που θα γυριστεί ανακατασκευάζοντας την ιστορία. Ίσως σε μερικές δεκαετίες, το κοινωνικό κίνημα να δίνει αγώνα παρόμοιο με τον αγώνα να μην ξεχαστούν τα εγκλήματα του ΄Β Παγκόσμιου Πολέμου, ή ακόμα πιο ειδικά, τα εγκλήματα των νικητών του Εμφυλίου. Μπορεί να δίνει αγώνες για να μην επικρατήσει η ιστορική αφήγηση των Καλυβάδων του μέλλοντος. Ίσως τίποτα από όλα αυτά να μην συμβεί και η ιστορία να υπάρξει γενναιόδωρη για τη μνήμη των θυμάτων του καπιταλισμού και των κρατών.
Το μόνο που σκέφτομαι πως μπορεί να έχει νόημα, είναι ο αγώνας για να σταματήσουν να συνεχίζονται τα εγκλήματα. Οι ανεμόμυλοι και οι δράκοι, δεν είναι πια μακριά μας, δεν είναι ιστορίες από μύθους ή από μακρινά και εξωτικά μέρη. Τα συρματοπλέγματα, οι πόρτες ασφαλείας και τα κάγκελα είναι πια δίπλα μας. Έξω από τη πόρτα μας.
Μακάρι, μετά από χρόνια, τα δισέγγονα των μεταναστών να φτάνουν με λίγα λουλούδια στα σύνορα και στις παραλίες, πολίτες δεύτερης και τρίτης γενιάς, που εντάχθηκαν στις τοπικές κοινωνίες ή που συνέχισαν το ταξίδι για τον προορισμό τους νικώντας τον φασισμό και την μισαλλοδοξία.
Η ζωή πάντα θα συνεχίζεται. Αυτό που δεν γίνεται να συνεχίζεται είναι το βάσανο αυτών των ανθρώπων.
Ρομαντισμοί; Όνειρα θερινής νυκτός; Αυταπάτες; Δεν ξέρω, μπορεί. Αλλά από τον αγοραίο και αγελαίο «ρεαλισμό», πολύ καλύτερα.