Με αφορμή τις παρουσιάσεις των διηγημάτων του «Ιστορίες με Δαντέλα» που θα πραγματοποιηθούν τις τέσσερις Παρασκευές Μαΐου σε Λάρνακα, Λευκωσία, Λεμεσό και Πάφο, αδράξαμε την ευκαιρία για μια συνέντευξη με τον νεαρό συγγραφέα-ποιητή Αντρέα Τιμοθέου.
Της Γιώτας Δημητρίου
Αντρέα τι σπούδασες, που και γιατί.
Σπούδασα Επιστήμες της Αγωγής και Διδακτική του Γλωσσικού μαθήματος στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Η θεωρητικά «σωστή», τότε επιλογή, προέκυψε περισσότερο από τους δικούς μου ανθρώπους, παρά από εμένα. Όλοι κάποτε στην Κύπρο, πίστευαν πως με τα επαγγέλματα που αφορούν την εκπαίδευση, εξασφαλίζεις μια καλή ζωή. Σήμερα λέω πως όντως έχω μια καλή ζωή, η οποία όμως δεν οφείλεται στο επάγγελμά μου, αλλά στον τρόπο σκέψης που μου χάρισε η Ποίηση. Και για να μην δημιουργηθούν αμφιβολίες, ναι, αγαπώ το επάγγελμα του Δασκάλου και ειδικά τη διδασκαλία σε παιδιά μικρής ηλικίας, ωστόσο οι εποχές υπήρξαν και θα εξακολουθήσουν να είναι δύσκολες για τους νέους εκπαιδευτικούς.
Η συγγραφή πώς μπήκε στη ζωή σου;
Προσωπικά δουλεύω με τις λέξεις από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, σε μια προσπάθειά μου να αποκωδικοποιήσω όλα όσα μου συνέβησαν και όσα μου συμβαίνουν, μα ειδικότερα δουλεύω με το φως. Κι αυτό το φως το ψηλάφισα πρώτη φορά μέσα από το πρόσωπο της γιαγιάς μου. Κάπως έτσι μπήκε η συγγραφή στη ζωή μου, γεμάτη φως, για να γιατρέψει σκοτάδια. Πέρασα την εφηβεία μου γεμίζοντας τετράδια με σκέψεις, μέχρι που στα είκοσι ένα μου, είχα το θράσος να πιστέψω πως οι στίχοι μου ήταν ποιήματα και πως εγώ ήμουν ποιητής. Τώρα πια συζώ με την ποίηση.
Τέσσερα βιβλία μέχρι στιγμής… Σε ηλικία μόλις 26 ετών. Αλήθεια, πόσο εύκολο είναι να βλέπει εκδομένο το βιβλίο του ένας νέος σήμερα;
Πού έχουν εκδοθεί τα βιβλία σου;
Σπαταλήσαμε αρκετό χαρτί, η αλήθεια να λέγεται, όμως από την άλλη αν μου αναγνωρίζω σήμερα κάτι, είναι την τόλμη που είχα να εκτεθώ. Όσον αφορά την ηλικία μου, πλέον έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου. Ξέρω πως δούλεψα και δουλεύω έντονα, δεν υπάρχει άλλη οδός για την δημιουργία και στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει για μένα άλλη οδός πέραν από αυτή της δημιουργίας. Το να δει ένας νέος το έργο του εκδομένο, δεδομένου ότι εξασφαλίσει τα ποιοτικά κριτήρια από ένα εκδοτικό οίκο (όπως κι εάν καθορίζονται από αυτόν), δεν είναι καθόλου δύσκολο, πέραν της οικονομικής κάλυψης των εξόδων. Προσωπικά ποτέ δεν είχα τα χρήματα για να καλύψω αυτές τις πολυτελείς δαπάνες, φρόντιζα όμως να βρίσκω χορηγούς, ευρωπαϊκά προγράμματα και να κάνω συμφωνίες αποπληρωμής σταδιακά, ώστε να έχω ένα αξιόλογο αποτέλεσμα. Ποτέ δεν έκανα εκπτώσεις από την ποιότητα του βιβλίου σε ότι αφορά την αισθητική του και είχα πάντα τον εκνευριστικό πλήρη έλεγχο στην διαδικασία σελίδωσης και εκτύπωσης. Σε μια άλλη ζωή θα μπορούσα ίσως να είμαι ένας πολύ καλός τυπογράφος. Και τα τέσσερα βιβλία εκδόθηκαν στην Κύπρο, μελλοντικά όμως έχω και κατά νου το ενδεχόμενο της Ελλάδας.
«Για μια στιγμή και μια αιωνιότητα», Αναζητήσεις (2011)
«Όλα αυτά που θα ’θελα να ξέρεις», Αρμίδα (2013)
«Τα Άνθη του Φωτός», Αρμίδα (2014)
«Ιστορίες με Δαντέλα», Παράκεντρο (2016)
Ποια είναι τα συγγραφικά σου όνειρα;
Δεν έχω συγγραφικά όνειρα και όσα μου συνέβησαν δεν τα ονειρεύτηκα ποτέ. Σίγουρα μου δίνει μεγάλη χαρά η ανταπόκριση του κοινού και τα θετικά σχόλια, όμως αντιλαμβανόμενος τη μετριότητά μου, μπροστά στα ιερά μυαλά της Ποίησης, μου αρκεί μονάχα αυτή η όποια επικοινωνία μπορεί να ξεκινήσει με τον αναγνώστη μέσα από το έργο μου. Επιθυμώ και παρακαλώ μόνο, να μη στερέψει ποτέ από μέσα μου η Ποίηση και να μην την απογοητεύσω, γιατί αυτή μου χάρισε πολλά και κυρίως με οδήγησε σε λεωφόρους ομορφιάς. Εθισμένος πια για τα καλά στην ομορφιά, μπορώ να πω, πως δεν βλέπω άλλο τρόπο σωτηρίας…
Πόσο εύκολο είναι για ένα συγγραφέα/ποιητή να ζει και να εργάζεται στην Κύπρο και ειδικότερα στη μικρή πόλη της Λάρνακας;
Η ζωή μου στη Λάρνακα είναι πολύ απλή, γι’ αυτό αγαπώ τούτη την πόλη. Η Λάρνακα δεν μου έχει προκαλέσει ποτέ ένταση και είναι από τις πόλεις που εντοπίζει κανείς ακόμα, έναν πολύ ανθρώπινο πυρήνα. Δεν θα άλλαζα ούτε την Λάρνακα, ούτε την Κύπρο για καμιά πόλη ή χώρα στον κόσμο. Ονειρεύομαι μάλιστα μια μέρα να ζήσω στο κέντρο, στην οδό Αγίου Λαζάρου κι εύχομαι να τα καταφέρω. Σαφέστατα φλερτάρω με άλλες πόλεις όπως τη Ρώμη και πόλεις της Τοσκάνης, όμως ποτέ δεν θα μπορούσα να αφήσω πίσω μου τη Λάρνακα. Τα ταξίδια βέβαια πιστεύω πως είναι αναγκαία για ένα συγγραφέα, όσο ελιτίστικο κι αν ακούγεται αυτό. Σου χαρίζεται κάτι στη διάρκειά τους, που μόνο όταν το ζεις το καταλαβαίνεις. Όσον αφορά την εργασία, αρχικά να πω πως είσαι τυχερός να έχεις κάποια σήμερα. Στην περίπτωση που έχεις και ανταμείβεσαι σωστά, θα έλεγα πως είναι χαρά Θεού να εργάζεσαι ειδικά στη Λάρνακα. Οι μικρές αποστάσεις, η έλλειψη κίνησης στους δρόμους, οι ολόφωτές μας μέρες και ο καθαρός ουρανός είναι πράγματα που εκτιμάς μόνο αν συνειδητοποιήσεις πώς εργάζονται οι άνθρωποι σε μεγαλουπόλεις της Ευρώπης.
Δεν πιστεύεις πως αν ζούσες στο εξωτερικό ίσως να ήταν περισσότερες οι ευκαιρίες για σένα ως συγγραφέα και ως ποιητή;
Ήδη και οι ευκαιρίες που μου δόθηκαν εδώ ήταν πολλές και δεδομένου των είκοσι έξι μου χρόνων θα ήταν αχαριστία, να πω κάτι αντίθετο. Δεν μπορώ να μπω σε αυτή τη διαδικασία σκέψης, γιατί όπως ανέφερα πιο πάνω δεν μπορώ να με φανταστώ αλλού, εκτός από τη Λάρνακα.
Ο Ριλκε στο βιβλίο του “Γράμματα σε ένα νέο ποιητή γράφει” “Ρωτάτε αν είναι καλοί οι στίχοι σας. Ρωτάτε εμένα. Ρωτήσατε, βέβαια, κι άλλους πριν. Τους στέλνετε περιοδικά. Τους συγκρίνετε μ’ άλλα ποιήματα, αναστατωνόσαστε όταν κάποιοι αρχισυντάκτες σας γυρνάνε πίσω τα ποιητικά σας δοκίμια. Από δω και μπρος (μια και μου επιτρέψατε να σας δίνω συμβουλές) σας παρακαλώ να τ’ απαρνηθείτε όλ’ αυτά. Η ματιά σας είναι γυρισμένη προς τα έξω, αυτό, προπάντων, δεν πρέπει να κάνετε τώρα πια. Κανένας δε μπορεί να σας συμβουλέψει ή να σας βοηθήσει, κανένας. Ένας μονάχα δρόμος υπάρχει: βυθιστείτε μέσα στον εαυτό σας, αναζητήστε την αιτία που σας αναγκάζει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν απ’ τις πιο βαθιές γωνιές της καρδιάς σας. Εξομολογηθείτε στον εαυτό σας: θα πεθαίνατε τάχα, αν σας απαγόρευαν να γράφετε; Τούτο, πρώτ’ απ’ όλα: αναρωτηθείτε, την πιο σιγηλή ώρα της νύχτας σας: Πρέπει να γράφω; Σκαλίστε βαθιά μέσα σας, να βρείτε την ανταπόκριση. Κι αν η απόκριση τούτη αντηχήσει καταφατικά, αν απέναντι στο βαθυσήμαντο τούτο ρώτημα μπορείτε να υψώσετε ένα στέρεο κι απλό Πρέπει, τότε πλάσετε τη ζωή σας σύμφωνα μ’ αυτή την ανάγκη”.
Αλήθεια Αντρέα, εσύ αναζητάς την κριτική στην ποίηση σου; Τι σημαίνει για σένα “κριτική”;
Πολύ χαίρομαι που διαβάζω αυτό το απόσπασμα ξανά, μιας και με συγκινεί ακόμα αυτό το μικρό βιβλιαράκι του Ρίλκε, που πρωτοπήρα στα χέρια μου στα είκοσί μου, έπειτα από προτροπή ενός φίλου ποιητή, ανακαλύπτοντας έτσι και τη μαγεία της αισθητικής ενός καλού βιβλίου από τις εκδόσεις «Ίκαρος». Αναζητώ την κριτική και την εκτιμώ πολύ, όταν αυτή προέρχεται από ανθρώπους που θαυμάζω, όσο ωμή κι αν είναι. Ακόμα και το γεγονός πως ασχολείται κάποιος με το έργο σου, που βρίσκεται στα πρώτα του βήματα, είναι μια σημαντική ένδειξη πως κάτι βρίσκει σ’ αυτό κι ας χρήζει εξέλιξης. Δεν πιστεύω να έμπαινε κανείς στον κόπο να κάνει κριτική στο έργο κάποιου αν δεν αναγνώριζε σε αυτό μια αξία, εκτός κι αν μιλάμε για κακόβουλη κριτική. Αν κάτι με βοήθησε στη δουλειά μου είναι οι αμφιβολίες μου και η κριτική που δέχτηκα από φίλους ποιητές.
Για σένα είναι ανάγκη ή συγγραφή ή χόμπι;
Όπως ανέφερα πιο πάνω, συζώ με την Ποίηση. Δεν μπορεί παρά να είναι ανάγκη και στην περίπτωσή μου ιαματική και σωτήρια ταυτόχρονα.
Έχεις συνεργαστεί με περιοδικά λογοτεχνίας και λογοτεχνικής κριτικής. Πώς ήταν ως εμπειρία η συνεργασία σου αυτή;
Έχω συνεργαστεί με αρκετά θα έλεγα σε Κύπρο και Ελλάδα. Δεν επιδίωξα όμως τις συνεργασίες, γι’ αυτό και δεν είμαι σταθερός συνεργάτης με κανένα περιοδικό. Ωστόσο σίγουρα είναι τιμητική η συμπερίληψη της δουλειάς μου, σε περιοδικά με άλλους λογοτέχνες και χαίρομαι γι’ αυτό, όπως χαίρομαι όταν παίρνω ένα βιβλίο μου από το τυπογραφείο. Το ζητούμενο είναι η επικοινωνία μέσα από το έργο μας κι αυτός είναι ένας άλλος τρόπος να φτάσει η δουλειά μας κάπου. Μερικά από αυτά τα περιοδικά είναι το «Cadences», «Poetix», «Δευθ», «Άνευ», «Διόραμα», «Ελληνική Ώρα» κ.α. από τα οποία ήμουν πάντα ευχαριστημένος.
Σύντομα θα γίνουν παρουσιάσεις των Διηγημάτων σου «Ιστορίες με Δαντέλα». Καταρχάς να πούμε πώς γεννήθηκαν οι ιστορίες αυτές και τι σημαίνει για σένα «καλό διήγημα»;
Ναι, πολύ σύντομα και τις περιμένω με χαρά. Η επαφή με τον κόσμο είναι κάτι που αναζητώ. Όλα ξεκίνησαν σε ένα τραίνο. Ήταν μια διαδρομή που μου αποκάλυψε πως ίσως μπορούσα να γράψω και πεζά κείμενα, ανακαλύπτοντας έτσι και μια άλλη πλευρά του εαυτού μου. Και ενώ η πρώτη μου ιστορία ήταν καθαρά ερωτική, έπειτα προέκυψε η ανάγκη να μιλήσω για τη φθορά και το θάνατο. Αυτό που υποσυνείδητα όμως συνέβαινε ήταν πως όσο έγραφα τις ιστορίες αυτές επέστρεφα στα ολόφωτα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας, τα δαντελένια. Και κάπως έτσι οδηγήθηκα από εκείνο το καλοκαίρι μέχρι και το περσινό στην ολοκλήρωση των δαντελένιων ιστοριών μου. Οι ηρωίδες μου είναι γυναίκες που γνώρισα και αγάπησα, μα κυρίως αντλώ από το πρόσωπο της γιαγιάς μου και τις αναμνήσεις μου. Σε σχέση με το υποερώτημα που αφορά το «καλό διήγημα», σαφώς δεν είμαι ο καταλληλότερος για να το απαντήσω με μια συλλογή, αλλά ακόμα και να ένιωθα κατάλληλος πιστεύω πως δεν θα το έκανα. Δεν υπάρχουν αφορισμοί στην Τέχνη για το τι είναι «καλό» και τι «κακό», υπάρχει μόνο ο αδυσώπητος χρόνος που αποφασίζει ερήμην μας. Ας πούμε πως ένα βασικό δικό μου κριτήριο, είναι το διήγημα να συγκινεί και να εκφράζει όσα δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν με άλλο τρόπο.
Ποιοι είναι οι δικοί σου τρεις αγαπημένοι διηγηματογράφοι;
Ευτυχώς η ελληνική λογοτεχνία μας χάρισε πολλούς. Ξεκινώντας από τον μέγιστο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ξεχωρίζω τους Κωνσταντίνο Θεοτόκη και Ναπολέων Λαπαθιώτη.
Τι ταξίδια θα κάνει ο αναγνώστης μέσα από τις «Ιστορίες με Δαντέλα»;
Έχουν κάποιο κοινό τα διηγήματα;
Αντί δικού μου σχολίου, θα μου επιτρέψεις να παραθέσω ένα απόσπασμα από την ανάλυση του έργου, που έχει κάνει η ποιήτρια Νένα Φιλούση και ανταποκρίνεται πλήρως στη ερώτησή σου.
Το άφθαρτο, το αιώνιο από τη μια και το θνησιγενές, το εύθραυστο από την άλλη, αποτελούν τους βασικούς πυλώνες πάνω στους οποίους δομείται η λογοτεχνική μετουσίωση εν είδει μνημόσυνου στο βιβλίο του Αντρέα Τιμοθέου. Το αρχέγονο δίπολο, αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής προσεγγίζεται μέσα από την οπτική της άδολης και έμμονης αγάπης που προσδοκά και προσβλέπει αδιαλείπτως στο φως. Θερμές και έμψυχες εικόνες παντού, στα αντικείμενα που αγγίζουν τα αγαπημένα χέρια ή μάτια, στον λόγο που συνδέει τον πόνο με την ελπίδα, ακόμα και στη φθίνουσα πορεία των σωμάτων. Όλες οι στιγμές περιστρέφονται γύρω ή αφορμώνται από τον θάνατο ενός προσώπου. Ωστόσο καμία θλίψη δεν είναι αρκετή για να διαταράξει τον κύκλο της εναλλαγής φθοράς και κάλλους. Όλα τα διηγήματα δεν είναι παρά μια διαρκής αναμνημόνευση ανθρώπων κι εμπειριών καθ’ όλα οικείων στον αναγνώστη, δοσμένη πάντα με την ομορφιά της χαρμολύπης και την επώδυνη μα συνάμα γοητευτική και καρδιακή πορεία προς τον Άλλο.
Να πούμε λίγα λόγια για τις παρουσιάσεις;
Οι τέσσερις παρουσιάσεις μου, προγραμματίστηκαν να γίνουν τις τέσσερις Παρασκευές Μαΐου, στις 7.30 μ.μ.
Στις 6 Μαΐου στον Πολυχώρο «Αποθήκες», επί της οδού Αγίου Λαζάρου 81-83, στη Λάρνακα, με χαιρετισμό από την Πρώτη Λειτουργό Δημοτικής Εκπαίδευσης, Δρα Ειρήνη Χατζηλουκά Μαυρή. Την παρουσίαση του έργου θα κάνουν η ποιήτρια, ιστορικός και ερευνήτρια, Δρ Νάσα Παταπίου και ο ποιητής και φιλόλογος, Δρ Χρήστο Αργυρού. Με την ηθοποιό Αννίτα Σαντοριναίου θα διαβάσουμε αποσπάσματα από το έργο, ενώ την εκδήλωση θα συντονίζει η ηθοποιός, Χρυστάλλα Καλλένου.
Στις 13 Μαΐου στη Μεσαιωνική Αίθουσα «Καστελιώτισσα», επί της οδού Αγίου Μάρωνα, στη Λευκωσία με χαιρετισμούς από τη δημοσιογράφο-συγγραφέα, Ελλάδα Σοφοκλέους και εκ μέρους του Παράκεντρου από τον ποιητή, Πάμπο Κουζάλη. Την παρουσίαση του έργου θα κάνουν ο ζωγράφος και λογοτέχνης, Ανδρέας Καραγιάν και η ποιήτρια, Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου με θέμα: “Η δαντέλα ως κώδικας αισθητικής και ως μεταφορά της λειτουργίας της γραφής”. Με την ηθοποιό Αννίτα Σαντοριναίου θα διαβάσουμε και πάλι αποσπάσματα από το έργο, ενώ την εκδήλωση θα συντονίζει και πάλι η ηθοποιός, Χρυστάλλα Καλλένου.
Στις 20 Μαΐου 2016 στο Μουσείο «Πλουμιστό Ψωμί», επί της οδού Γρηγόρη Αυξεντίου 9, στη Λεμεσό με χαιρετισμό εκ μέρους του Τεχνοδρομίου από την ποιήτρια, Στέλλα Οικονόμου-Βοσκαρίδου. Την παρουσίαση του έργου θα κάνουν η συγγραφέας-φιλόλογος Μαρία Περατικού-Κοκαράκη και η ποιήτρια Νένα Φιλούση με θέμα «Φθορά και Κάλλος σε 18 ιστορίες με δαντέλα».
Και τέλος στις 27 Μαΐου 2016, στην αυλή του καφέ «Let Them Eat Cake», επί της οδού Αγίου Θεοδώρου 2, στην Πάφο όπου το έργο θα παρουσιάσουν η ποιήτρια, Μυριάνθη Παπαονησιφόρου και η φιλόλογος Ελίζα Χριστοφόρου.
Με την ευκαιρία αυτή της συνέντευξης εκφράζω και δημόσια τις ευχαριστίες μου προς όλους τους συντελεστές
Αντρέα θα ήθελα να μου πεις αν το συγγραφικό σου ταξίδι μέχρι στιγμής ήταν στίχοι (δικοί σου ή άλλων γνωστών ή άγνωστων ποιητών) τι στίχοι θα ήταν;
Οδυσσέας Ελύτης
«Λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει»
«Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα. Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα»
Ευτυχία Αλεξάνδρα-Λουκίδου
«Ό,τι λευκό κινείται μες στον έρωτα μην το περάσετε κι εσείς για περιστέρι»
Έλενα Τουμαζή-Ρεμπελίνα
«Ομορφιά είσαι η μόνη μου πατρίδα»
Ανδρεανή Ηλιοφώτου
«Aθανάτισες την ομορφιά της νιότης, καταργώντας τον θάνατο»
«Των παιδιών και των ποιητών τον πόνο, Κύριε, τον φοράς αιώνιο φωτοστέφανο»
«Πιότερο απ’ όλους ματαιοπονεί η ποίηση»
Ναδίνα Δημητρίου
«Κι έμεινα άνθρωπος που χρειάζεται θυσία και Χριστό»
«Κι όπου στεριώνει η αλήθεια είναι όπου το αίμα πήζει»
«Κι οι προσευχές για την Πρώτη Αγάπη πεθαίνουν»
«Η σωτηρία που αναμένουμε και εάν ακόμη δεν είναι ορατή υπάρχει»
Και δυο δικοί μου για το τέλος:
«Πρέπει να μάθει κανείς να ανέχεται την ευθραυστότητα των ποιητών»
«Η πρώτη μου ταυτότητα είναι το τραύμα»