Της Αναστασίας Γαϊτάνου Ξενοφώντος
(Εκπαιδευτικός/Συγγραφέας)
Μέρα δεύτερη
Το παράδοξο
Σήμερα ξύπνησα βαρύθυμη. Μια ανεξήγητη μελαγχολία με βάραινε ρίχνοντας τη διάθεσή μου υπό το μηδέν. Και συνήθως όταν βρίσκομαι σ’ αυτή την ψυχολογική κατάσταση το σύμπαν συνηγορεί στο να με οδηγήσει μια ώρα γρηγορότερα στο τέλμα.
«Μαμάαααα», η φωνή σαν να ‘ρχόταν από το υπερπέραν. Μα όχι, στάσου αυτή η φωνή μου είναι γνωστή. «Ποιος;», φωνάζω με τα μάτια ακόμη κλειστά. «Πότε θα ξυπνήσεις;» Η απορία μου λύθηκε. Το νούμερο ένα σήμανε εγερτήριο. Ανοίγω τα μάτια και κοιτάζω το ρολόι. 6:00. Μου ‘ρχεται να ουρλιάξω αλλά καταπίνω το θυμό μου και υπολογίζω ότι έχω στη διάθεσή μου το πολύ κανά μισάωρο ακόμη. «Είναι νωρίς ακόμη», του απαντάω και γυρίζω το ταλαίπωρο κορμί μου απ’ την άλλη μεριά προσπαθώντας να ξεκλέψω ακόμη λίγα λεπτά ύπνου. Μάταια, το πουλάκι πέταξε. Το ξέρω αλλά και πάλι δεν μου κάνει καρδιά να σηκωθώ.
«Μαμάα!» Το νούμερο δύο δίνει κι αυτό δυναμικά το παρόν του. Τώρα μάλιστα! Το γλυκό έδεσε. Πετάω με αγανάκτηση τα σκεπάσματα λες κι αυτά ευθύνονται για το πρόωρο ξύπνημά μου και σηκώνομαι έχοντας πια συμβιβαστεί με ακόμη ένα παράδοξο του κόσμου τούτου, πασίγνωστο σε όλους τους γονείς ανά το παγκόσμιο. Ότι απ’ όλες τις μέρες της εβδομάδας τα παιδιά διαλέγουν μόνο τα Σαββατοκύριακα για να ξυπνήσουν από τις έξι ενώ όλες τις υπόλοιπες, σχολικές μέρες, πέφτουν σε ένα περίεργο λήθαργο.
Αμ το άλλο παράδοξο πού το βάζεις; Όταν επιτέλους αποφασίζω να ξυπνήσω και αφού ρίχνω μπόλικο νερό στο πρόσωπό μου, για να συνέλθω, συνειδητοποιώ ότι τους έχει πάρει πάλι ο ύπνος. Το άδικο με πνίγει μα πού να βρω το δίκιο μου; Πουθενά!
Τι πρέπει να θυμάμαι:
Δεν υπάρχουν παράδοξα.