Γράφει ο Grande Tirelire
Βγαίνω βόλτα με φίλους, πίνω ζεστό κρασί, αναμένω μελομακάρονα και στολίζω δέντρα και όλα αυτά για να μην λείπεις… και μετά κάθομαι στον καναπέ και χαζεύω το δέντρο και λείπεις. Η ζωή μου σαν επιτραπέζιο Jenga, να βάζω με προσοχή το ένα κομματάκι πάνω στο άλλο και να προσποιούμαι και να παινεύομαι «είμαι καλύτερα, τώρα» και με ένα λαμπύρισμα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο να καταρρέει όλο το «Jenga» μου μπρος τα πόδια μου.
Και είναι επίπονο να μου λες ακόμη και με την απουσία ότι δεν περνάω καλά μακριά σου και ίσως να ΄ναι λογικό, είναι γιορτές και όλο το σκηνικό είναι κτισμένο πάνω στις εμπορικές οικογενειακές στιγμές και τα χριστουγεννιάτικα «μικρά» θαύματα που θα φιληθούμε κάτω από ένα γκι και θα ζήσουμε «εμείς καλύτερα». Μα δεν μας βγήκε το μαζί ακόμα, ούτε καν μας βγαίνει το χώρια και εσύ λείπεις και φέτος δεν λείπεις μονάχα εσύ, μα λείπει και ελπίδα ότι θα ΄ρθείς και χωρίς ελπίδα πως ζει κάποιος.
Ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο ακριβώς απέναντι από την πόρτα, πλάι στην τηλεόραση, διπλά από το αμπαζούρ, λίγο πριν το μπαλκόνι απέναντι απ’ τον καναπέ σου, λες και βάλθηκε να με στοιχειώσει με κοιτάζει επίμονα.. και θλίβομαι που δεν μπορώ να του πω γιατί δεν έχουμε αστέρι γιατί ίσως να μην έχουμε ποτέ πια.. Μαζεύω τα χρόνια μου και στολίζω τα πράσινα κλαδάκια και λαμπυρίζουν μονάχα στα σκοτάδια δακρυσταγόνες, βουρκώματα, μικρές αναμνήσεις από σένα, από μένα, από… άστο είναι Χριστούγεννα και εσύ πάλι δεν βρίσκεις τον δρόμο για δω.
Κάθομαι και ‘γω σε μια οθόνη και ακούω μουσική μιξαρισμένη με πλήκτρα και παρότι πιστεύουν οι πολλοί, δεν δίνομαι εύκολα, δεν εμπιστεύομαι εύκολα και δεν αγαπώ και εύκολα… ίσως να μην είναι “μάθημα” η απουσία σου και να ναι πάθημα, πιθανότερο και για τους δυο μας. Όπως και να ναι, ο χρόνος περνάει… είναι γιορτές και δεν έχω και δικαιολογίες να σε κρύψω δεν λείπεις, δεν είσαι θυμωμένη… απλά πια δεν είσαι εδώ… και ίσως πια να ‘ναι αυτό αρκετό… μια ζωή αρκετή, τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο… αρκετή.
Και κάπου εκεί κτυπάω μετωπικά με τις Dixie Chicks και το “Cant Hurry Love” και δεν μπορώ παρά να με σηκώσω από τις πυτζάμες στις οποίες γερνάω από το πρωί και να χορεύω χοροπηδώντας στο κρεβάτι και να μην μου αρκούν οι ανάσες και να μην μου φτάνει μια ζωή «αρκετή»… και να ουρλιάζω «You cant hurry love, oh you just have to wait” και μάτια μου, «αϊ γουεϊτ» εδώ στο δέντρο μας, δεν ξέρω για ποσό, δεν ξέρω πως… αλλά για όσο με κάνει καλά, θα ΄μαι εδώ…
Υ.Γ.: Ερωτευτείτε, το 16’ δεν τέλειωσε, ακόμα.