Της Ανδριανής Χατζηγεωργίου
Ενώ κάποιοι άνθρωποι συνηθίζουν να αναλώνουν τη ψυχή τους στη μεγάλη τρομερή βαβούρα των καταστημάτων, στην κίνηση που προκαλείται από το πλήθος κόσμου που θέλει να ικανοποιήσει την ακόρεστη πείνα του για κατανάλωσή,την ίδια στιγμή, κάποιοι άλλοι βάζουν στην τραπεζαρία την πίττα του Αή Βασίλη, το κρασί και το κερί που ανάβουν με το πρώτο κτύπημα της καμπάνας. Σιμά στο κρασί το πορτοφόλι, για είναι όλο τον χρόνο γεμάτο, αφού θα πάρει πρώτα την ευλογία του Αγίου. Ακριβώς στις 4:00 μ.μ, η κυρά Βασιλική, έβαζε την πίττα στο τραπέζι, όπως το είχε προγραμματίσει, όπως το έκανε εδώ και πολλά χρονιά, όταν ήταν μικρή με τη γιαγιά της, όταν ήταν νιόπαντρη με τον αγαπημένο της και όταν έγινε μητέρα με τα παιδιά της. Τώρα έκανε όλα αυτά που έκανε κάποτε, χωρίς να ξέρει αν τα παιδιά της θα ακύρωναν τη μεγάλη οικογενειακή συνάντηση στο σπίτι της. Και ενώ άναβε το κερί με το κτύπημα της καμπάνας, ευχήθηκε για ακόμη μια φορά να περνούσε την παραμονή με τα παιδιά και τα εγγόνια της. Μακάρι να ‘ρθούν, μακάρι να μην το μετανιώσουν, σκεφτόταν.
Άναψε το κερί και κάθισε σε μια από τις καρέκλες της τραπεζαρίας, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ξεκούρασης από τις συνεχείς δουλειές του νοικοκυριού, που εκτελούσε αδιάκοπα μέχρι εκείνη την ώρα. Καθώς έβλεπε τη φλόγα του κεριού, το μυαλό της έτρεχε στις εικόνες τους παρελθόντος, που θυμόταν σαν παραμύθι, στις μέρες που οι νοικοκυρές ζύμωναν από το πρωί τα κουλούρια τους, τα ψωμιά τους και την πίττα, που ήταν ένα ψωμί με σιτάρι, στολισμένο περίτεχνα με επιπρόσθετο ζυμάρι. Τέτοια μέρα, οι άνθρωποι έπρεπε να ψήσουν κόλλυβα, να τα ευλογήσουν στον εσπερινό και να τα ρίξουν στα βόδια τους, λέγοντας, φάτε τζαί’ σεις που τους κόπους σας. Μια πράξη που έπρεπε να γίνει, για την ευχαρίστηση των ζωντανών που τους βοηθούσαν ολόχρονα στις δουλειές και να έχουν πάντα ευλογημένες δουλειές. Οι κοπέλες πήγαιναν στα χωράφια για να φέρουν φρέσκα ελιά, για το παιχνίδι του Αή Βασίλη, γύρω από το αναμμένο τζάκι ή από το αναμμένο μαγκάλι. Μαζεμένοι γύρω από τη φωτιά έλεγαν Αή Βασίλη Βασιλιά τζαι πρωτολειτουρκίτη, δείξε τζαι φανέρωσε αν με αγαπά ο/η… και έπειτα έριχναν ένα φύλλο ελιάς στη φωτιά. Αν το φύλλο πεταγόταν, σήμαινε ότι το πρόσωπο που σκεφτόταν αυτός που έριχνε το φύλλο τον αγαπούσε. Η κυρά Βασιλική σηκώθηκε από την καρέκλα φόρεσε τη μαντήλα και ξεκίνησε για το εσπερινό, ευχόμενη όλοι οι άνθρωποι να περάσουν τη νύχτα μαζί με τις οικογένειές τους.
Σε λίγο, το φως θα έπεφτε, ο χρόνος θα άλλαζε και όλα θα έμοιαζαν ακόμη πιο μακριά, από τα ωραία και άπλα έθιμα του παρελθόντος που όλοι τηρούσαν από καρδιάς. Από αυτά τα ωραία, που ίσως να μη είναι τόσο μακριά, γιατί πάντοτε υπάρχουν άνθρωποι που προτιμούν να γεμίσουν τις μπαταρίες τους για την καινούργια χρόνια μέσα από κερί του Αή Βασίλη, του δικού μας Αή Βασίλη που μας θυμίζει να ζούμε τις μέρες μας εργατικά, δημιουργικά και γεμάτοι αγάπη για τους γύρω μας.