Του Χριστόφορου Λάρκου
Ζούσε στο μικρό σπιτάκι, του προσφυγικού συνοικισμού, 43 χρόνια κιόλας, τα τελευταία 8 χρόνια από τότε που τον “άφησε” η Χρυσταλλένη του, ζούσε ολομόναχος.
Αρνήθηκε πεισματικά την προτρόπη των παιδιών του για φροντίστρια.
-Εγώ είμαι ΑΘΛΗΤΗΣ, έπαιζα 17 χρόνια, πάντα μπροστά…
Έτσι τους είπε.
Τώρα όμως, στα 83 του, ένιωθε να πλησιάζει την Χρυσταλλένη του κάθε μέρα και πιο πολύ.
Πριν πέντε χρόνια ένα παιδί από το Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού ήρθε να τον καλέσει σε χοροεσπερίδα του χωριού, όπου θα βραβεύονταν οι αθλητές του χωριού.
Είδε όμως στο πρόσωπο του, την ανίκανη πολιτεία, αυτή που έφταιγε για την κατάσταση του, για την προσφυγιά, αυτήν που τον έριξε στο μικροσκοπικό σπιτάκι χωρίς αυλή, χωρίς συντήρηση, την πολιτεία που του ζητούσε κάθε βδομάδα να περιμένει για ώρες στην ουρά για τα φάρμακα του, την πολιτεία που του δήλωσε προχθές ότι η λίστα αναμονής για την εγχείρηση προστάτη είναι δυο χρόνια, την πολιτεία που του έκοψε από την σύνταξη του γιατί…. ήταν σπάταλος!
-Που ήσασταν τόσα χρόνια; Οι μισοί πεθάναμε! Μόνο να κάθεστε και να τρώτε που πάνω μας και να καρτεράτε, πάντα πίσω! Εγώ όμως είμαι ΑΘΛΗΤΗΣ και παίζω πάντα μπροστά!
Τον έδιωξε.
Εκείνο το δειλινό τακτοποιούσε τα “χαρτιά” του, ήξερε ότι ήταν κοντά στην δύση της ζωής του και δεν ήθελε να αφήσει εκκρεμότητες στα παιδιά.
-Παππού να παίξουμε μπάλα;
Γύρισε να δει, ήταν ένας 11χρονος από την διπλανή, καινούρια, πολυκατοικία.
-Οι άλλοι δεν με παίζουν επειδή ο πατέρας μου έφυγε και η μάνα μου ειναι Ρωσίδα.
Δεν καταλάβαινε από αυτά. Εκείνος ήξερε από τους ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ που παίζουν μπροστά και από τους ανίκανους τους άλλους.
-Καλό γιόκα μου να παίξουμε, εγώ είμαι ΑΘΛΗΤΗΣ, παίζω πάντα μπροστά, θα σε μάθω!
–Αλήθεια παππού θα με μάθεις; θα γίνω ΑΘΛΗΤΗΣ;
-Ναι γιόκα μου θα γίνεις, να παίζεις πάντα μπροστά! Πάσαρε.
Ο μικρός του πάσαρε την μπάλα.
Μέσα σε μια στιγμή, νίκησε τον χρόνο και τον νόμο της βαρύτητας, όπως πετάχτηκε πάνω.
Άκουσε την καμπάνα του χωριού να κτυπά για ξεκινήσει το παιχνίδι, είδε το γήπεδο, ακόμα και την Χρυσταλλένη να ανεμίζει το μαντήλι, και πήγε μπροστά.
Κάθε δειλινό το ιδιο σαν νομοτέλεια , ώσπου μετά από δυο μήνες ο μικρός δεν βρήκε τον παππού. Συνέχισε όμως να πηγαίνει στο προσφυγικό κοιμητήριο του συνοικισμού και να εξιστορεί στον παππού πως ήταν ΑΘΛΗΤΗΣ και πως θα έπαιζε πάντα μπροστά…