Search
Close this search box.

Αντρέας Τιμοθέου: «Πίσω από κάθε μου βιβλίο, κρύβεται μια τεράστια μοναξιά και μια αγωνία για όσα καταπίνει ο χρόνος»

an1
Είναι ένας νέος λογοτέχνης και εκπαιδευτικός, ο οποίος έχει εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή το 2011, σε ηλικία μόλις 21 ετών. Ξεκίνησε με ποίηση, συνέχισε με διηγήματα, ενώ πιο πρόσφατα ασχολήθηκε με τη συγγραφή θεατρικού έργου. Πιστεύει πως αν και ο καθένας γράφει για τον εαυτό του, το στοίχημα στη λογοτεχνία είναι η επικοινωνία με τον κάθε άλλο. «Αν δεν επιδιώκουμε να φτάσουμε στον άλλο, να του κοινωνήσουμε τη δική μας εκδοχή αλήθειας, η οποία ασφαλώς τυγχάνει αμφισβήτησης, δεν ξέρω και τι  αξία έχει η λογοτεχνία. Για όσους από εμάς γράφουμε, βέβαια, είναι απαραίτητη μια διαρκής συνομιλία με τις Θείες μορφές της Τέχνης. Άν δεν αγωνιστούμε γι’ αυτή τη συνομιλία, τη κουβέντα, μάλλον ο μονόλογος δεν θα μας οδηγήσει και πολύ μακριά. Προσωπικά νιώθω την ανάγκη της κουβέντας», λέει.

Αγαπά ιδιαίτερα την πόλη του, τη Λάρνακα, μιλάει με λατρεία για τη γιαγιά του και τη Μαρία Κάλλας και δηλώνει εθισμένος στην ομορφιά.
Το Skala Times με ιδιαίτερη χαρά φιλοξενεί σήμερα συνέντευξη του λογοτέχνη Ανδρέα Τιμοθέου.

Συνέντευξη:  Γιώτα Δημητρίου
Φωτογραφίες: Δέσπω Πλατρίτη

Αντρέα, η δική σου σχέση με την ποίηση και τη λογοτεχνία πότε ξεκίνησε;
Θυμάμαι ότι στην εφηβεία, στα 13-14 μου, άρχισα να γράφω σκόρπιους στίχους, αλλά δεν θυμάμαι πιο πριν να διάβαζα συστηματικά ποίηση. Άλλωστε είναι ένα λογοτεχνικό είδος που δύσκολα προσεγγίζει ένα παιδί. Αργότερα όμως, γίνεσαι πιο ικανός να αντιληφθείς την αισθητική σου άποψη μέσα στον κόσμο που ζεις.

Άρα στα 13 σου άρχισες να γράφεις;
Ναι. Θυμάμαι μάλιστα ότι έστελνα ποιήματά μου σε διάφορους διαγωνισμούς μετά από παρότρυνση των καθηγητών μου.

Αλήθεια, πόσο εύκολα μπορεί να αποθαρρύνει ή να ενθαρρύνει ο εκπαιδευτικός ένα παιδί;
Πιστεύω πως το κομμάτι της αποθάρρυνσης δεν θα έπρεπε να μας αφορά ως εκπαιδευτικούς. Το κάθε παιδί, ακόμα και αν έχει αδυναμίες, ακόμα και αν δεν προσεγγίσει το οποιοδήποτε θέμα ή μορφή Τέχνης όπως θα αναμέναμε, θα βρει τον δρόμο του, όποιος κι αν είναι αυτός. Θεωρώ πως αν βλέπουμε ότι ένα παιδί ασχολείται με κάτι δημιουργικό, πρέπει μόνο να το ενθαρρύνουμε.

Εσύ ωστόσο, ήσουν τυχερός, οι δικοί σου καθηγητές σε ενθάρρυναν….
Ναι, εκτός από μια εμπειρία στο Λύκειο την οποία ομολογώ πως ακόμη τη θυμάμαι.

Να τη μοιραστείς μαζί μας;
Ναι, ασφαλώς! Θυμάμαι ότι κάποια καθηγήτριά μου, αρνήθηκε να στείλει ένα ποίημά μου σε διαγωνισμό, επειδή θεώρησε πως η ποιότητά του δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί και έκρινε πως ήταν κλεμμένο. Μετά από χρόνια τη συνάντησα στην παρουσίαση ενός βιβλίου μου και της υπενθύμισα το περιστατικό (γέλια).

Η πορεία σου λοιπόν στην ποίηση ξεκίνησε από την εφηβική ηλικία και επέλεξες να σπουδάσεις κάτι κοντινό θα έλεγα….
Κατά κάποιο τρόπο… Σπούδασα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Επιστήμες της Αγωγής και συνέχισα το μεταπτυχιακό μου, πάλι στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, στη Διδακτική του Γλωσσικού Μαθήματος.

Οι σπουδές σου φαντάζομαι βοηθούν στο σωστότερο χειρισμό των λέξεων και κατ’ επέκταση στη συγγραφή;
Το επάγγελμα του δασκάλου ή του φιλολόγου, όσον αφορά τη σχέση του με τη λογοτεχνία, μπορεί να σε οδηγήσει στο να βελτιώσεις τη χρήση της γλώσσας, στο να εντρυφήσεις μέσα σε κείμενα πολύ περισσότερο, αλλά να σου δώσει και μια άνεση χρόνου που είναι απαραίτητη για την αφοσίωση στη συγγραφή. Απ΄ την άλλη, βέβαια, υπάρχει και ο κίνδυνος να χρησιμοποιεί κανείς τη γλώσσα επιτηδευμένα, χάνοντας την αυθεντικότητα της γραφής του.

Η πρώτη σου έκδοση πότε ήρθε;
Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, στα 21 μου. Η έκδοση ήρθε μετά από παρότρυνση μιας καθηγήτριας μου στο Πανεπιστήμιο.
Τότε ξεκίνησα να το ψάχνω και να σκέφτομαι πως ίσως θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν σ’ ένα βιβλίο όσα έγραφα. Βέβαια, εκ των υστέρων βλέπεις τα κείμενα εκείνα και καταλαβαίνεις ότι θα τα αξιολογούσες αλλιώς, θα κρατούσες πολύ λιγότερα με τη σημερινή σου ματιά. Αλλά, δεν το μετανιώνω. Η πρώτη έκδοση έχει πάντα κάτι το πολύ ιδιαίτερο.

Και φυσικά έχει και μια ιδιαιτερότητα το να κυκλοφορείς το πρώτο σου βιβλίο σε μια τόσο νεαρή ηλικία, στα 21 σου…
Ναι, πλέον νιώθω ότι μεγαλώνω παράλληλα με τα βιβλία μου…

Ωστόσο υπάρχουν λογοτέχνες που λένε πως πρέπει να ζήσει κάποιος τη ζωή του για να μπορέσει να γράψει… Εσύ τι νομίζεις;
Θεωρώ πως αν δεν άλλαζε η γραφή μας με το πέρασμα του χρόνου, θα ήταν ανησυχητικό. Ωριμάζουμε, αποκτούμε νέες εμπειρίες και φωτίζουμε κάθε φορά διαφορετικές πτυχές του εαυτού μας, που ίσως να μην γνωρίζαμε πριν ή ακόμα και να αρνούμασταν να τις φέρουμε στο φως. Προσωπικά θεωρώ ότι η Ποίηση μού αποκάλυψε πολλά πράγματα για τον εαυτό μου, είναι μια διαρκής πορεία αυτογνωσίας.  Προσωπικά, χαίρομαι που ξεκίνησα νωρίς. Σίγουρα, στη συνέχεια, μαθαίνεις να δουλεύεις σωστότερα τον στίχο, η αναγνωστική σου εμπειρία μεγαλώνει και η συναναστροφή σου με άλλους ανθρώπους απ’ τον ίδιο χώρο γίνεται πιο ουσιαστική, πράγμα που με βοήθησε πολύ. Μέχρι να βρούμε τη φωνή μας, καθαρή και στέρεη, η ζωή μάς περνά από πολλά μονοπάτια… Προσωπικά πίσω από κάθε μου βιβλίο, κρύβεται μια τεράστια μοναξιά και μια αγωνία για όσα καταπίνει ο χρόνος.

Όλα αυτά τα χρόνια που γράφεις ποίηση σε έχει προβληματίσει ποτέ η έκθεση των σκέψεων και συναισθημάτων σου στο αναγνωστικό κοινό;
Αυτό είναι κάτι που ίσως να με προβλημάτιζε στα πρώτα μου βιβλία. Ακόμα και η ίδια η ύπαρξη ενός βιβλίου στον οικογενειακό σου χώρο είναι μια έκπληξη.  Νιώθω την ανάγκη να υπάρχει μια ειλικρίνεια σε όσα γράφω. Ωστόσο κάτι άλλο που σου χαρίζει ο χρόνος είναι την ικανότητα να τιθασεύεις το συναίσθημα, να μην πνίγεις το ποίημα από αυτό.

Είναι επίσης ένα μεγάλο debate στη λογοτεχνία κατά πόσο ο λογοτέχνης πρέπει ή όχι να ταυτίζεται με τα έργα του. Εσύ φαίνεται ότι ταυτίζεσαι με τα έργα σου.
Ναι, ακόμα και οι ήρωες μου έρχονται να μου αποκαλύψουν πράγματα για τη προσωπική μου ζωή.  

Αναφέρεσαι στα διηγήματα σου;
Ναι, και στα διηγήματα αλλά και σε ένα θεατρικό που έχω ετοιμάσει. Δηλαδή εκ των υστέρων μεταφράζοντας την Αριάδνη σαν φιγούρα είδα ότι είναι ένα κράμα ανθρώπων που πέρασαν από τη ζωή μου. Της έδωσα χαρακτηριστικά από εκείνους τους ανθρώπους, κάτι που δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω όταν το έγραφα. Όταν επιμελήθηκα το κείμενο (μου πήρε περίπου 9-10 μήνες για να το ολοκληρώσω) κατάλαβα ότι η ηρωίδα ήταν πολλά πρόσωπα που πέρασαν από τη ζωή μου. Δεν θεωρώ ότι μπορώ να γράψω έξω από το βίωμα που χαράκτηκε μέσα μου, είτε το αναγνωρίζω, είτε όχι.

Από τα 21 σου μέχρι σήμερα έχεις εκδώσει ποίηση, διηγήματα και τώρα ένα θεατρικό «Ο μονόλογος της Αριάδνης». Πώς ήταν οι μεταβάσεις από το ένα κειμενικό είδος στο άλλο;
Όσον αφορά το κομμάτι της ποίησης και των διηγημάτων τα θεώρησα πολύ κοντινά και τη μετάβαση πολύ φυσιολογική. Κατά κάποιο τρόπο, νιώθω πως «ασκήθηκα» στη φόρμα της ποίησης, στη συμπύκνωση δηλαδή, και μου είναι δύσκολο να γράψω κάτι εκτενές. Οι ιστορίες στα διηγήματά μου είναι πολύ μικρές. Εκείνη την περίοδο ένιωσα πως μου ταίριαζε σαν είδος γραφής. Κοινή διαπίστωση κάποιων ανθρώπων του χώρου ήταν πως οι «Ιστορίες με Δαντέλα» ήταν πολύ περισσότερο μεγάλα ποιήματα, παρά διηγήματα. Τώρα όσον αφορά το θεατρικό, αυτό προέκυψε όταν ήμουν σε ένα φεστιβάλ το 2015 στη Βιέννη. Χωρίς να το καταλάβω έγραψα το θεατρικό μέσα στο δεκαήμερο αυτό ταξίδι κατά τη διάρκεια του οποίου είχα συναντηθεί και με αρκετούς λογοτέχνες από όλη την Ευρώπη. Μέσα λοιπόν από ένα ταξίδι γεννήθηκε και πέθανε η Αριάδνη μου. Έφερα στην Κύπρο το βασικό μέρος του έργου και ξεκίνησα να εργάζομαι πάνω του για μερικούς μήνες. Ωστόσο ακόμα δεν νιώθω πως μπήκε η τελεία…

Ήταν πιο δύσκολο το θεατρικό;
Δεν θα το έλεγα… Επειδή είναι μονόλογος ένιωθα ότι η ηρωίδα μπορούσε να απλώσει τη σκέψη της κι αυτό μου έδινε μια ελευθερία. Βέβαια η δυσκολία στο θεατρικό είναι να πετύχεις την αμεσότητα, κάτι στο οποίο πρέπει να ασκηθεί κανείς για πολλά χρόνια, ώστε να το πετύχει.

Στέλνονται κάποια μηνύματα μέσα από το έργο;
Η Αριάδνη είναι μια γυναίκα η οποία αποφασίζει να μιλήσει για τη ζωή της ξέροντας ότι σε πολύ λίγο πεθαίνει. Αυτοκτονεί μέσα σε μια ψυχιατρική κλινική. Κρίνει ότι μέσα σ’ εκείνο το διάστημα, τις μερικές ώρες που της απομένουν, πρέπει να μιλήσει για τους τρεις άντρες που την καθόρισαν: Τον πατέρα της, τον εραστή της και το σύζυγό της.

Ακούγεται σαν ένας τελευταίος σπαραγμός πριν το τέλος…
Κάπως έτσι… Είναι πολύ σημαντικό για μένα το ότι η Αριάδνη δεν είναι μητέρα. Δε θα μπορούσα να έβαζα μια μητέρα να αυτοκτονεί.

Ζεις και εργάζεσαι στη Λάρνακα. Επηρεάζει ή όχι ένα συγγραφέα και κατ’ επέκταση έναν καλλιτέχνη, ο τόπος που ζει;
Οποσδήποτε μας επηρεάζει ο τόπος, όπως και τα πρόσωπα που βρίσκονται γύρω μας. Η γεωγραφία είναι καθοριστική για τη ζωή του κάθε ανθρώπου. Η αισθητική μιας πόλης, αλλά και γενικότερα της χώρας στην οποία ζούμε, ζυμώνεται με τις εμπειρίες μας και καθορίζει τις ανάγκες μας. Τη Λάρνακα την αγαπώ πάρα πολύ, νιώθω ότι έχει κάτι ιδιαίτερο, ειδικά το ιστορικό κέντρο, όσο απέμεινε. Σκέψου ότι ζούμε στην πόλη που έζησε τα τελευταία του χρόνια ο αγαπημένος φίλος του Χριστού. Αυτό από μόνο του είναι σπουδαίο. Η Λάρνακα θα είναι πάντα το καταφύγιό μου.
an2
Αγαπάς τη Λάρνακα και αυτό φαίνεται και στις δημόσιες τοποθετήσεις σου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και στην εμπλοκή σου στα πολιτιστικά, στους ομίλους λογοτεχνίας, κτλ.
Ναι, πιστεύω ο καθένας που αγαπά την πόλη του, προσπαθεί για το καλύτερο και δεν πρέπει να διστάζει να τοποθετείτε. Μόνο από ένα δημιουργικό διάλογο μπορούμε να πετύχουμε πράγματα για την πόλη. Όσον αφορά την εμπλοκή μου στα πολιτιστικά, υπήρξα μέλος στο Διοικητικό Συμβούλιο του πολιτιστικού ομίλου «Άρτιον» και τον τελευταίο χρόνο είμαι Πρόεδρος της Πολιτιστικής Κίνησης «Φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού». Από αυτές τις θέσεις προσπάθησα να προωθήσω τον πολιτισμό, με τον τρόπο που ξέρω. Αν το κάνω καλά ή όχι, είναι μια άλλη ιστορία…

Αυτοί οι όμιλοι και κινήσεις βοηθούν με κάποιο τρόπο τους καλλιτέχνες;
Όσον αφορά το «Άρτιον» θεωρώ ότι είχε μια πολύ αξιόλογη πορεία σαν κίνηση στη Λάρνακα. Έχουν γίνει πολλά πράγματα και εξακολουθούν να γίνονται. Ο λόγος που αποχώρησα από το Διοικητικό Συμβούλιο, αλλά παρέμεινα μέλος, είναι επειδή ήθελα να εστιάσω στα καθήκοντα μου ως Πρόεδρος της Πολιτιστικής Κίνησης «Φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού». Εννοείται πως η συνεργασία των δύο οργανισμών είναι κάτι που θα επιδιώξω μέσα στον χρόνο.

Να πούμε περισσότερα για την Πολιτιστική Κίνηση;
Δημιουργήθηκε πριν τρία χρόνια με πρωτοβουλία του κ. Κώστα Κατσώνη, ο οποίος είναι ένας άνθρωπος που εκτιμώ αφάνταστα. Έχει δοθεί στα γράμματα και τον πολιτισμό του τόπου του, όσο λίγοι και έχει ταυτόχρονα την αρχοντιά να προωθεί νέους ανθρώπους. Είχα μεγάλη στήριξη από τον ίδιο. Μου έγινε η πρόταση για την Προεδρία και δέχθηκα. Πλέον είναι αντιπρόεδρος ο κ. Κατσώνης και έχουμε ένα πολύ καλό Διοικητικό Συμβούλιο με το οποίο οργανώνουμε εκδηλώσεις και συζητάμε διάφορα θέματα που αφορούν τον πολιτισμό στην πόλη μας.  

Υπάρχει κόσμος της λογοτεχνίας στη Λάρνακα, αλλά και κόσμος που έχει εκδώσει τα βιβλία του;
Ναι, υπάρχει ένα συνεχώς αυξανόμενο κοινό θα έλεγα κι αυτό με χαροποιεί. Πρέπει να αποκαταστήσουμε την ιδέα της Ποίησης και της Λογοτεχνίας γενικότερα. Χρειάζεται να δείξουμε στον κόσμο πως είναι προσβάσιμη, αυτός είναι και ένας από τους βασικούς μας στόχους. Φυσικά οι ίδιοι έχουν την ελευθερία της επιλογής. Η Λάρνακα έχει πολύ καλούς συγγραφείς.    

Στη Πολιτιστική Κίνηση ποιοι μπορούν να γίνουν μέλη;
Καλλιτέχνες από οποιοδήποτε χώρο της τέχνης ή και άνθρωποι που ενδιαφέρονται για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις και επιθυμούν να ενημερώνονται.

Από πού αντλείς την έμπνευση για να γράφεις Αντρέα;
Πάντα έχω στη τσάντα μου ένα σημειωματάριο, για να γράψω κάτι που θα μου κινήσει το ενδιαφέρον. Επί σκοπού και εστιασμένα αυτό συνέβηκε μόνο στο ημερολόγιό μου «Οι μέρες τ’ Αυγούστου». Είχα στο μυαλό μου τον συγκεκριμένο μήνα καιρό πριν και είχα έντονη την επιθυμία να εκφράσω την αγάπη μου γι’ αυτόν. Με το τέλος του βιβλίου προέκυψε και η αφιέρωση στη Μαρία Κάλλας. Γράφτηκε σε ένα ταξίδι, μήνα Αύγουστο, μακριά απ’ την Κύπρο. Ήταν ένα ταξίδι με πολλές αλλαγές, πολλούς ανθρώπους και έντονα συναισθήματα που τελικά μου άφησε ένα ποιητικό ημερολόγιο απ’ τον αγαπημένο μου μήνα.

Όσο μεγαλώνεις ανακαλύπτεις ότι η έμπνευση προκύπτει από πολύ διαφορετικά πράγματα, σημαντικά κι ασήμαντα. Σίγουρα ανήκω κι εγώ στην κατηγορία αυτών που τάσσονται ανάμεσα στο δίπολο Θάνατος και Έρωτας. Αυτές είναι κατά την άποψή μου οι δύο κορυφώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Από τη μια ο έρωτας σου τάσσει την αθανασία, από την άλλη υπάρχει ο χρόνος, το βέβαιο, κάτι που θα γίνει και είναι εντός πορείας, ο θάνατος.
Νιώθω πως στις πολύ μεγάλες μου ανθρώπινες απώλειες προέκυψε και η πιο ουσιαστική μου ερωτική ποίηση. Σίγουρα υπάρχουν πρόσωπα που με καθόρισαν, η παιδική μου ηλικία και πρόσωπα που υπήρξαν ή απουσίαζαν μέσα σ’ αυτή…

Αυτός ο θαυμασμός, η αγάπη, ο πλατωνικός έρωτας θα έλεγα, για τη Μαρία Κάλλας, πώς προέκυψε;
Τη Μαρία Κάλλας πάντα τη θαύμαζα, ήταν μια προσωπικότητα που με γοήτευε. Αλλά, ως εκεί. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, πέρασα μια περίοδο που διάβαζα μόνο βιογραφίες. Έτσι διάβασα και διάφορα βιβλία που αφορούσαν τη Μαρία Κάλλας. Με γοήτευσε η δύναμή της που είχε να μεταμορφώνεται. Τη γνώρισα πρώτα σαν προσωπικότητα μέσα από τα βιβλία και μετά ως καλλιτέχνη μέσα από την όπερα που σιγά σιγά μπήκε στη ζωή μου  και έγινε απαραίτητη.
Με γοήτευσε επίσης το γεγονός ότι πέρασε τρομερές δυσκολίες στην παιδική της ηλικία και κατάφερε απ’ όλες αυτές τις δυσκολίες, να μη βυθιστεί αλλά να αναζητήσει το φως της υψηλής της Τέχνης.  Η Κάλλας οδήγησε την Τέχνη της  τόσο ψηλά που πολλές φορές με κάνει να αναρωτιέμαι αν όντως υπήρξε ως θνητό πλάσμα…

Ωστόσο είχε πολύ εύθραυστο ψυχικό κόσμο. Αυτό είναι ακόμα ένα στοιχείο που σε γοήτευσε σε αυτή;
Ναι, το ότι  σαν άνθρωπος ήταν τόσο δυναμική και εύθραυστη ταυτόχρονα, σίγουρα είναι κάτι που με γοητεύει. Θέλει όμως πολλές αντοχές ν’ αντέξει ο άνθρωπος τη θεϊκή του πλευρά και η Μαρία έζησε μια ζωή μεταξύ της θείας και της ανθρώπινής της φύσης.

Ένας καλλιτέχνης, οποιαδήποτε τέχνη κι αν υπηρετεί, νομίζεις χρειάζεται κάποιους μύθους να τον εμπνέουν;
Σίγουρα! Χρειάζεται η επικοινωνία με το πρώτο σώμα, με τον ήδη ειπωμένο Λόγο για να καταφέρεις να αρθρώσεις, να δημιουργήσεις, να κάνεις Τέχνη. Οι μύθοι που συντηρούμε, είναι αυτοί που βρίσκονται πιο κοντά στον ψυχικό μας κόσμο. Η Μαρία για παράδειγμα, για εμένα είναι ένα πρόσωπο που έχει χώρο στη ζωή μου και την καθημερινότητά μου.

Διδάσκεις στη δημοτική εκπαίδευση. Πώς λειτουργεί πάνω σου η διδασκαλία; Ακούμε συχνά από κάποιους καλλιτέχνες να λένε ότι τους κλέβει ενέργεια και δεν αφοσιώνονται όσο θέλουν στη τέχνη τους…
Η διδασκαλία όπως και κάθε επαγγελματική απασχόληση έχει τη δική της φόρμα και απαιτήσεις. Το γεγονός όμως ότι έχεις να κάνεις με μικρά παιδιά είναι από μόνο του μια ξεχωριστή εμπειρία. Πολλές φορές προέκυψαν κείμενα μου μέσα από τη σχολική ζωή. Ωστόσο σίγουρα σαν επάγγελμα θέλει πολλές αντοχές. Ο βιοπορισμός γενικότερα μας εμποδίζει από την οποιαδήποτε μορφή αφοσίωσης.

Άρα εσύ λες πως το βιώνει θετικά…
Ναι, στις περισσότερες περιπτώσεις. Βέβαια υπάρχουν και οι στιγμές που λες, μακάρι να είχα την πολυτέλεια να κλειστώ, για να γράψω.

Αν δεν ήσουν δάσκαλος, τι θα μπορούσες να ήσουν εκτός από συγγραφέας;
Με ενδιέφερε ο χώρος της διακόσμησης και της μόδας, καθώς επίσης και η σκηνοθεσία. Θα μπορούσα να ήμουν ένας πολύ καλός τυπογράφος, λατρεύω τη διαδικασία εκτύπωσης και επιμέλειας ενός βιβλίου. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν ακολουθούσα άλλο μονοπάτι… Ίσως κάποτε και να βρεθώ σε έναν από αυτούς τους χώρους.

Ο Αντρέας Τιμοθέου πως είναι ως άνθρωπος;
Νιώθω ότι είμαι αρκετά κοινωνικός αλλά δεν συγχύζω την κοινωνικότητα που είναι στοιχείο του χαρακτήρα μου με τις φιλίες και τις ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις. Τη φιλία τη θεωρώ ιερή και μου είναι απαραίτητο να τη νιώθει έτσι και ο άνθρωπος που έχω απέναντί μου. Οι φίλοι μου δεν έχουν ηλικία. Είμαι πολύ τακτικός με τα πράγματά μου, δηλώνω εθισμένος στην ομορφιά, με ενοχλεί το ψέμα και οι παρεμβάσεις στην ιδιωτικότητά μου. Η ευγένειά μου, μού έχει ανοίξει δρόμους αλλά ταυτόχρονα με έχει καταπιέσει πολλές φορές. Πληγώνομαι από ανθρώπινες συμπεριφορές που δεν αρμόζουν στη δική μου αισθητική αντίληψη. Τελευταία βέβαια με ενοχλεί πολύ περισσότερο που ακόμα εκπλήσσομαι από κάποιες καταστάσεις ή συγκεκριμένους ανθρώπους. Αγαπώ πολύ και δίνομαι χωρίς προφυλάξεις…  

Θα ήθελα να κλείσουμε τη κουβέντα μας με την άποψη σου για το τι χρειάζεται η Λάρνακα σήμερα;
Η Λάρνακα χρειάζεται τοπικούς άρχοντες με όραμα κι ανθρώπους να την αγαπήσουν. Οι αρχές της πόλης πρέπει να εμπιστευτούν την αισθητική της πόλης στους καλλιτέχνες.

————————–

‘Εργα του Ανδρέα Τιμοθέου:
https://whenpoetryspeaks.wordpress.com/2014/09/24/%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%B5%CE%B1%CF%83-%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%BF%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CF%85/

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn
On Key

Related Posts

error: Content is protected !!