Της Δρ Ανθούλλας Ιωαννίδου
Παίρνοντας όση δύναμη της απόμεινε από τα αποθέματα τής μητρικής στοργής και της υπομονής που μεγάλωνε μαζί με την κοιλιά της … εσπρωξε κρατώντας σφικτά το χέρι του συντροφου της που εκεί στο προσκέφαλο της τόσες ώρες προσπαθούσε να πάρει και αυτός δύναμη από αυτή. Εσπρωξε μέχρι που ακούστηκε το κλάμα του μωρού, του δικού της μωρού που ονειρευόταν για εννέα ολόκληρους μήνες να σφίξει στήν αγκαλιά της.
Αυτό το κλάμα ηχούσε στά αυτιά της σαν χαρμόσυνες καμπάνες των Χριστουγέννων αναγγέλοντας τον ερχομό ενός θείου βρεφους..αυτό το υπέροχο κλάμα που ανάγγελε τον ερχομό του δικού της βρέφους.
Τα δάκρυα κύλησαν ανενόχλητα από τις κογχες τών γαλάζιων ματιών της συνοδεύοντας το μεγαλείο τής στιγμής…..
Ετσι θυμάται η Μαρία τήν γέννηση του γιου της μετά από σαράντα μέρες, μέρες που άρχισαν να μεγαλώνουν κλέβοντας ώρες από την νύκτα για να καταφέρει να προσφέρει την μητρική στοργή και αγάπη στό μωρό της.
Είναι σίγουρη ομως ότι η νύκτα δεν της κρατα κακία, τής υποσχέθηκε ότι κάποτε θα της επέστρεφε τις ώρες αυτές και με το παραπάνω όταν μεγαλώσει το μωρό…
Σήμερα στα γενέθλια του γιού της -έγινε πενήντα χρονών – χαμογελά και ζητά συγνώμη από την νύκτα που δέν κατάφερε μέχρι τώρα να της επιστρέψει τις πολλές ώρες που της χρωστούσε.
Τώρα το ήξερε πολύ καλά ότι από την μερα που γίνεσαι ΜΑΝΑ η μέρα σου μεγαλώνει και η νύκτα μικραίνει για πάντα.