Search
Close this search box.

Τα γραμματόσημα της κυρίας Βενέζη

Γράφει η Ανδριανή Χατζηγεωργίου 

Φόρεσε τα γυαλιά της, κάθισε στην τραπεζαρία της και άρχισε να διαβάζει την αλληλογραφία της. Κοιτούσε τον κάθε φάκελο που έπαιρνε στα χέρια της με μεγάλη προσοχή. Αφού διάβαζε το περιεχόμενο τοποθετούσε στην αριστερή μεριά του τραπεζιού το γράμμα και δεξιά τον άδειο φάκελο. Πήρε το ψαλίδι και άρχισε να κόβει με αργές κινήσεις  τα γραμματόσημα και έπειτα άρχισε να τα τοποθετεί  στο μεγάλο της ντοσιέ. Η τοποθέτηση ήταν για αυτήν μια ιεροτελεστία, η οποία γινόταν κάθε φορά που έπεφτε κάποιο γραμματόσημο στα χέρια της, τότε έπρεπε να πάρει αμέσως τη θέση του δίπλα στα άλλα. Και αυτό δεν μπορούσε να περιμένει, γινόταν πριν αρχίσει
ο,τιδήποτε άλλο. Κάτι σαν πρωινή προσευχή που έπρεπε να γίνει πριν αρχίσουν οι δουλειές της μέρας. Ακόμη και στα ογδόντα δύο της χρόνια φρόντιζε να μεγαλώνει τη συλλογή της. Και κάθε φορά που έπαιρνε στα χέρια της ένα γραμματόσημο έκανε σαν παιδί,  που προσθέτει στα παιχνίδια  του ένα ακόμη αυτοκινητάκι.

Τα αγαπούσε τα γραμματόσημα η κυρία Βενέζηστα μάτια της έμοιαζαν με δύο ειδών καπετάνιους∙ με καπετάνιους που μεταφέρουν με το πλοίο τους τις ζωές των ανθρώπων που βρίσκονται  αποτυπωμένες μέσα σε λίγες γραμμές και κλεισμένες  σε έναν καφέ φάκελο. Και με καπετάνιους  που ταξιδεύουν τους ανθρώπους  στα πιο μακρινά μέρη και στις πιο άγνωστες παραδόσεις. Κάθε απεικόνιση σε γραμματόσημο ήταν για εκείνη ένα ταξίδι σε τόπους που δεν μπορούσε να πάει.

Έκλεισε το ντοσιέ της και  κοίταξε το χειμωνιάτικο τοπίο έξω από το παράθυρο. Ο Δεκέμβρης είχε δείξει την όψη του για τα καλά. Ο συννεφιασμένος ουρανός είχε σκεπάσει όλο το χωριό. Τα φουγάρα έβγαζαν μεγάλους γκρίζους καπνούς. Τα στολισμένα δεντράκια στους δρόμους περίμεναν το βράδυ για να φωτιστούν με τα χρωματιστά τους λαμπάκια και οι μικρές ψιχάλες, που άρχισαν να πέφτουν, μεγάλωναν σιγά σιγά.

Oι σταγόνες της βροχής που έπεφταν στο τζάμι της, την πήρα πίσω, στα χρόνια εκείνης της νιότης, που πάλευε με νύχια και με δόντια να κρατήσει κάθε δυσκολία που έπεφτε στο σπιτικό της μακριά από τα παιδιά. Θυμήθηκε την υπομονή που είχε μέχρι να εξασφαλίσει όλα όσα χρειαζόταν για να έχουν τα παιδιά της παραμυθένια Χριστούγεννα. Το θάρρος και την επιμονή της μέχρι να τα καταφέρει. Ήταν ευτυχισμένη  που κατάφερε να μη στερήσει τίποτα από την οικογένεια της, χωρίς να πάρει κανένας χαμπάρι τις θυσίες που έκανε. Ήταν περήφανη, που γινόταν μέρα με τη μέρα μια δυνατή ψυχή που μπορούσε να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δυσχέρεια βρισκόταν στο δρόμο της. Τώρα, όλα τα δύσκολα είχαν περάσει. Δεν υπήρχε τίποτα που την εμπόδιζε να χαζεύει γεμάτη ηρεμία το Χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σαλόνι της, που ανυπομονούσε για μια οικογενειακή συγκέντρωση. Μάλλον ψέματα, υπήρχαν κάτι μικρά αρθριτικά της ηλικίας που την δυσκόλευαν λίγο στις δουλειές του νοικοκυριού που έπρεπε να γίνουν. Αλλά θα έβαζε τα δυνατά της και θα τα κατάφερνε, όπως κατάφερνε πάντα να ξεπερνάει κάθε δυσκολία στη ζωή της. Εντάξει, αν χρειαζόταν βοήθεια, θα την ζητούσε από την κυρά Αλέκα που καθάριζε σπίτια.

Έπρεπε να βιαστεί, γιατί αν στεκόταν ακόμη λίγο μπροστά στο παράθυρο, τα δεντράκια  στο δρόμο θα άναβαν τα λαμπάκια τους και οι δουλειές της θα έμεναν μισές. Είχε να φτιάξει και κέικ σοκολάτας∙ άρεσε πολύ στην εγγόνα της, τη Σοφία, τη φοιτήτρια, που θα επέστρεφε το βραδύ από το Παρίσι. Είχε να την δει από το τέλος του καλοκαιριού∙ ανυπομονούσε να τη σφίξει στην αγκαλιά της. Περίμενε και τα γραμματόσημα από την Γαλλία, που της είχε τάξει η Σοφία φεύγοντας. Τα περίμενε όπως ένας Άγιος περιμένει το τάμα του.
Και εδώ που τα λέμε, γιατί να μη τα καρτεράει; Εξάλλου τι ήταν λίγα γραμματόσημα μπροστά σε όλα όσα -στην πραγματικότητα- άξιζε η κυρία Βενέζη;

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn
On Key

Related Posts

error: Content is protected !!