Του Δρ Βασίλη Μαύρου
(Πρόεδρος του Συνδέσμου Αμμοχώστου Ηνωμένου Βασιλείου)
Ο χρόνος δεν σβήνει τις λεπτομέρειες, ούτε καν τη λαχτάρα και τον πόθο για επιστροφή. Ούτε και τα όνειρα ξεθωριάζουν…
Σαν όνειρο φαινόταν. Περπατούσα τον δρόμο του Αλέξαντρου Δημητρίου προς την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης και συνάντησα το Δεύτερο Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Η πλατεία του Γυμνασίου είναι γεμάτη με μαθητές ντυμένους στα γκρίζα. Απέναντι η Ακαδημία Παπαθωμά, το ιδιωτικό Γυμνάσιο, με όλα τα παιδιά ντυμένα στα πράσινα να φαντάζουν σαν έναν απέραντο κάμπο. Ναι, είχαμε γιορτή. Ναι, είχαν ξημερώσει τα Χριστούγεννα! Ναι, το πνεύμα των Χριστουγέννων ξεχείλιζε τις καρδιές μας με αγάπη.
Από τη γιορτινή εκείνη μέρα ένα ποίημα για τα Χριστούγεννα ξεχώριζε και αντηχούσε παντού σε κάθε γωνία της πόλης, σε κάθε σχολική εορτή: «Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν, κουνιούνται τα καμπαναριά, κι οι φωνές που βγαίνουν απ’ το βαθύ και δίπλα το κάθε καμπάνας στόμα, μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα. Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν οι άγγελοι, και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλνει, μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία! Γλυκιά μάνα, τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα, και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας».
Και όμως, μετά από εκείνα τα Χριστούγεννα και ως τα επόμενα μετά την εισβολή σταμάτησαν να ηχούν οι καμπάνες! Τα παιδιά σταμάτησαν να τραγουδούν τους χριστουγεννιάτικους ύμνους και τα κάλαντα με τα τριγωνάκια τους. Ούτε καν η ορχήστρα του Δήμου Αμμοχώστου με τον μαέστρο Μιχαλάκη Μιχαηλούδη δεν υπάρχει πια! Οι κεντρικοί δρόμοι της πόλης, που άλλοτε έσφυζαν από ζωή, μεγάλους, μικρούς, παιδικές φωνές που λαχταρούσαν να περιπλανηθούν στην αγορά που φόραγε τα γιορτινά της με τα χρώματα των Χριστουγέννων, τώρα πάγωσαν. Ο χρόνος λες και σταμάτησε εκεί, Aύγουστος ’74.
Μονάχα μια κλειστή ερημωμένη πόλη! Μια πόλη φάντασμα! Και έξω από το συρματόπλεγμα της ντροπής, το υπόλοιπο της πόλης κατοικημένο από αγνώστους. Χωρίς να τους ανήκει τίποτα από τα σπίτια μας, τις περιουσίες μας, τη γη μας. Και όμως είμαστε ακόμα στη γιορτή και ακούμε:
«Πόσες εκείνος ο σταυρός απ’ τα καμπαναριά μας στην αντιλιάδα χύνοντας, τόσες χρυσές αχτίδες, χύνει βαθιά μας στην ψυχή, γλυκές χρυσές ελπίδες! Κι οι δυο εκείνες χαραυγές που οι άγγελοι κατεβαίνουν μεσ’ απ’ τον ουρανό ψηλά κι έρχονται και σημαίνουν Χριστούγεννα κι ανάσταση, ω! τι μυστήριο χύνουν. Τι χαραυγούλες είναι αυτές, πόση ζωή μας δίνουν! Λάμπουνε τ’ ασυγνέφιαστα τα ουράνια σα ζαφείρια, Σαν μάτια π’ αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια. Χαρούμενες και σιγανές μιλιές σμίγονται γύρα, και από κάθε θύρα που ανοίγεται, βγάνουν μορφές γελούμενες, λουσμένες, γλυκές, καλοντυμένες. Κρατούν στα χέρια τους κεριά λαμπάδες. Στη ματιά τους λάμπει η χαρά που νιώθουνε βαθιά μες στις καρδιά τους. Ξημέρωσαν Χριστούγεννα! Θύρες ολούθε ανοίγουν κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί στις εκκλησιές μας σμίγουν».
Ναι, ξημέρωσαν Χριστούγεννα σε μια άδεια πόλη, που ο κόσμος της δεν είναι εκεί, αλλά εκείνη ψάχνει να βρει καρτερικά τα παιδιά της. Και η ελπίδα δεν έφυγε ποτέ! Έμεινε εκεί μόνη της να παλεύει με τον χρόνο. Έμεινε μόνη της να σεργιανίζει στους άδειους, παγωμένους δρόμους, αναζητώντας τους νόμιμους ιδιοκτήτες της.
Θα ξαναβρεθούμε εκεί στη Δημοκρατίας, στην Ερμού και στην Κένεντυ. Στις χρυσές ακρογιαλιές μας, στα σχολεία μας και στις εκκλησιές μας. Θα ξαναστολίσουμε την πόλη μας, θα την ξαναντύσουμε στα γιορτινά της και θα καλωσορίσουμε τα Χριστούγεννα με μεγαλοπρέπεια και σεβασμό. Ελπίδα! Σχεδόν 45 χρόνια μετά. Μακριά από την πόλη μας, την Αμμόχωστο. Θυμόμαστε…
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε! Και η ελπίδα φουντώνει! Η απαίτηση η ίδια, καμία αλλαγή! Να δοθεί η πόλις στους νόμιμους κατοίκους της! Να ξαναηχήσουν τα καμπαναριά! Να ξανακούσουμε χαρμόσυνες φωνές και χριστουγεννιάτικους ύμνους από τα παιδικά στόματα. Να γιορτάσουμε όλοι μαζί στην πόλη μας τα Χριστούγεννα. Ο χρόνος δεν σβήνει τις λεπτομέρειες, ούτε καν τη λαχτάρα και τον πόθο για επιστροφή. Ούτε και τα όνειρα ξεθωριάζουν. Πάντα θα μας οδηγούν πίσω στο σπίτι μας, να καθίσουμε όλοι μαζί στο γιορτινό τραπέζι, όπως και τότε.