Λεωνίδας Κόσης: “Πιστεύω στην αγάπη γι’αυτό που κάνεις”
Συνήθως ο πρόλογος μιας συνέντευξης είναι εύκολος. Όταν όμως ο συνεντευξιαζόμενος είναι κάποιος του οποίου η ταινία γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό, ο ίδιος είναι και τραγουδιστής και ηθοποιός και συγγραφέας και σεναριογράφος και γενικά μοιάζει με ένα πολυμήχανο Οδυσσέα που δεν σταματά να φλερτάρει με τη τέχνη και συνάμα να αγαπά και να ασχολείται με την φιλοσοφία, (“διαβάζω ανατολική φιλοσοφία. Κάτι σαν μαθηματικά της ψυχής”, λέει),τότε ο πρόλογος της συνέντευξης γίνεται δύσκολο εγχείρημα. Σήμερα είναι με πραγματικά ιδιαίτερη χαρά που το SkalaTimes κουβεντιάζει με τον κύριο Λεωνίδα Κόση. Με τον κ. Κόση κάναμε μία συνέντευξη εφ όλης της ύλης, με αφορμή την βραβευμένη του ταινία “Αίθουσα Αναμονής” και ανακαλύψαμε πολλά γι αυτόν τον πολυμήχανο καλλιτέχνη, ο οποίος ανάμεσα σε άλλα μας μιλά για τα όσα ετοιμάζει μέσα στο 2019, ανάμεσα σε αυτά και μια βιογραφία, του πατέρα του.
Της Γιώτας Δημητρίου
Ως παιδί ξεκινήσατε με μουσική και τραγούδι….Μάλιστα, είχατε μελετήσει κιθάρα και φαγκόττο και συμμετείχατε στην συμφωνική ορχήστρα και την χορωδια της Αγγλικής Σχολής στην Λευκωσία και είχατε κάνει και την πρώτη σας δημόσια εμφάνιση ως τραγουδιστής στην τηλεόραση στην ηλικία των έντεκα χρόνων, μαζί με την Αλέξια και τον Γιάννη Ιωάννου. Τι απέγινε στην πορεία το τραγούδι μέσα στη ζωή σας; Το τραγούδι και η μουσική γενικότερα εξακολουθούν να έχουν πολύ ψηλή θέση στην καρδιά μου. Όταν τελείωσε ο πρώτος μου δίσκος (“Μπλε Φεγγαριού Καταιγίδα”) είχα ήδη υλικό για τον δεύτερο, ο οποίος βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο. Ονομάζεται “Το μονοπάτι” και είναι τελείως διαφορετικός από τον πρώτο. Ενορχηστρωτής και παραγωγός είναι ο εκπληκτικός Λευτέρης Μουμτζής και το μεγαλύτερο μέρος του ηχογραφήθηκε στην Κύπρο, στο στούντιο eleven63, από το οποίο βγαίνουν εξαιρετικές δουλειές. Η ολοκλήρωση του δίσκου θα γινόταν την ίδια περίπου περίοδο που κορυφώθηκε η οικονομική κρίση, και λίγο αφού έγινα πατέρας. Οι προτεραιότητες μου έπρεπε αναγκαστικά να αλλάξουν. Ελπίζω μέσα στον επόμενο χρόνο να μπορέσω να ολοκληρώσω τον δίσκο και να προχωρήσω στον τρίτο – υπάρχει υλικό για ακόμη δύο ίσως και τρείς δίσκους. Οφείλω όμως να προσθέσω ότι η μουσική απαιτεί πλήρη αφοσίωση, μια ζωή ολόκληρη δεν αρκεί για να φτάσεις σε βάθος. Εγώ είμαι απλά ένας ερασιτέχνης τραγουδοποιός και αυτό που κάνω το κάνω πρώτα απ’όλα για μένα.
Τα εφαρμοσμένα μαθηματικά και μεταπτυχιακό στην διοίκηση επιχειρήσεων πώς έδεσαν στη ζωή ενός παιδιού που είχε ξεκινήσει τόση έντονη στενή σχέση με τη μουσική; Μήπως ήταν η ανάγκη του οικογενειακού περίγυρου σας που σας οδήγησε σε αυτές τις σπουδές και όχι πχ σε μουσικές σπουδές; Καθόλου. Οι γονείς μου ποτέ δεν με πίεσαν προς τη μια κατεύθυνση ή την άλλη και τους ευγνωμωνώ γι’αυτό. Τα εφαρμοσμένα μαθηματικά (operations research, για να είμαστε ακριβείς) προέκυψαν… Μοιραία; Τυχαία; Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα. Όμως δεν μετανοιώνω στιγμή για αυτές μου τις σπουδές, τα μαθηματικά διαμορφώνουν το μυαλό με συγκεκριμένο τρόπο και είναι χρήσιμα ότι και να κάνει κανείς αργότερα στη ζωή. Ακόμη και να ασχοληθεί με τη μουσική, ή το γράψιμο.
Ωστόσο ασχοληθήκατε με το τραγούδι….. Ασχολήθηκα με το τραγούδι, ναι. Και δεν τα πήγαινα καθόλου άσχημα. Η Αλέξια Βασιλείου με είχε φέρει σε επαφή με την Τζούλι Μασίνο, με την οποία εργάστηκα για δύο περίπου χρόνια. Ο “Μπλε Φεγγαριού Καταιγίδα” ενορχηστρώθηκε από τον Δημήτρη τον Μπαρμπαγάλα, ο οποίος έπαιζε τότε με την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Την παραγωγή του δίσκου έκαναν οι Γιώργης Μπουσσούνης και Γιώργος Γκίνης, στο στούντιο των οποίων γεννήθηκε ο πρώτος δίσκος του Χατζηγιάννη. Κάποια στιγμή ήμουν κοντά στο να κάνω περιοδεία με μία πολύ γνωστή, αξιόλογη καλλιτέχνιδα στην Ελλάδα αλλά, όπως είπα, ήρθε η κρίση, η οικογένεια και τα περιθώρια στένεψαν. Έπρεπε να μπει ο έρωτας μου με το τραγούδι σε δεύτερη και τρίτη μοίρα και να διαχειριστώ άλλα, πιο πρακτικά θέματα. Ακόμα πονάει που το σκέφτομαι, αλλά αυτά συμβαίνουν στη ζωή.
Παράλληλα με τη μουσική ξεκινήσατε να ασχολήστε και με τη συγγραφή βιβλίων. Αυτό πώς προέκυψε και τι έχετε γράψει μέχρι στιγμής; Το γράψιμο για να είμαστε ακριβείς προηγείται της μουσικής στη ζωή μου. Κάποια στιγμή μάλιστα, στο πανεπιστήμιο, μια καθηγήτρια μου προσπάθησε να με πείσει ότι ήταν λάθος που σπούδαζα μαθηματικά, και ότι έπρεπε οπωσδήποτε να γίνω συγγραφέας. Ίσως έπρεπε να την ακούσω και να αρχίσω από τότε. Ούτε μπορώ να ισχυριστώ ότι είμαι συγγραφέας, με την αυστηρή έννοια, αν θέλω να είμαι ειλικρινής και δίκαιος απέναντι σε ανθρώπους που έχουν παράξει – και παράγουν – μεγάλο και αξιόλογο έργο. Όμως ακούγεται ότι έχω “καλή πέννα”, πράγμα που είναι αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου τρόπου σκέψης – λίγο τα μαθηματικά, λίγο η φιλοσοφία, λίγο η μουσική, λίγο οι εμπειρίες ζωής. Δεν μπορείς να βγάλεις άκρη και δεν χρειάζεται.
Μόνο να προσπαθήσεις, κι αυτό, στο χαρτί. Κάπως έτσι καταλήγεις να γράφεις. Με τη λογική αυτή υπάρχει μεγάλος όγκος δουλειάς, κάποια από τα έργα αυτά δεν τα έχει δει και δεν τα έχει διαβάσει ποτέ κανένας. Η δυσκολία μου πάντα ήταν στο να προωθήσω τη δουλειά μου προς τα έξω, και σ’αυτό κατά καιρούς έπαιξαν σημαντικό ρόλο κάποιες συνεργασίες. Κάποια στιγμή φτιάξαμε ένα συμπαθητικό βιβλιαράκι αυτογνωσίας με την Δήμητρα Κερπινιώτη, το “Little Book of I”, που δεν τα πήγε καθόλου άσχημα. Λίγο αργότερα ανακάλυψα τη σεναριογραφία, την οποία και αγάπησα πάρα πολύ, και άρχισα να γράφω σενάρια. Λένε ότι αν θέλεις να γίνεις συγγραφέας, γράφε – κι αυτό έκανα, σχεδόν αδιάκριτα. Λένε επίσης ότι από τη στιγμή που θ’αρχίσεις χρειάζονται κατά μέσο όρο δέκα χρόνια πριν αρχίσει να παίρνει σχήμα το έργο σου. Πάνε οκτώ χρόνια από τότε που πήρα το γράψιμο στα σοβαρά, και κάτι έχει αρχίσει να φαίνεται στον ορίζοντα. Θα δείξει. Στο μεσοδιάστημα έχω δημοσιεύσει κάποια άρθρα στο εξωτερικό για την σχέση μαθηματικών-εσωτερικής φιλοσοφίας και έχω κάνει και κάποιες σχετικές ομιλίες στο Λονδίνο. Ολοκληρώνω (ελπίζω) μέσα στον επόμενο χρόνο ένα βιβλίο σε συνεργασία με την Milena Brooks, την οποία γνώρισα στην Κύπρο και που τώρα μένει στις ΗΠΑ, το “You Will Be Healthy, You Will Be Happy”, που εξιστορεί την εμπειρία της ως μητέρα παιδιού με αυτισμό, που αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα και κατάφερε μετά από δέκα χρόνια αγώνα να οδηγήσει το παιδί της στην “κανονικότητα”. Είναι κι άλλα δυο -τρία πολύ αξιόλογα projects, όμως με τον τρόπο που κινούμαι, παράλληλα σε πολλά μέτωπα, το αποτέλεσμα αργεί να φανεί. Από αυτά που έχουν ολοκληρωθεί ξεχωρίζω ένα μονόπρακτο θεατρικό που περιοδεύει στα σχολεία της Κύπρου, με αντικείμενο έναν αφανή ήρωα του απελευθερωτικού αγώνα – μια πολύ καλή προσπάθεια που υλοποιήθηκε μόνο και μόνο χάρη στην επιμονή και το όραμα του Γιώργου Παπαλλά. Απ’ότι ακούω το έργο έχει απήχηση στους μαθητές, και αυτό είναι ενθαρρυντικό γιατί είναι δύσκολο κοινό. Σε γενικές γραμμές, αυτή την περίοδο με ενδιαφέρει πολύ η σεναριογραφία. Τα τελευταία επτά χρόνια έχω γράψει πολλά σενάρια που βρίσκονται ακόμη “στο συρτάρι”, κάποια απ’αυτά αρκετά καλά, πιστεύω. Υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις όπου “σχεδόν” κάτι έγινε, και στην Κύπρο και στην Ελλάδα, όμως ως εκεί. Ο χώρος της τηλεόρασης απ’ότι φαίνεται δεν λειτουργεί απαραίτητα με αξιοκρατικά κριτήρια και οι δημόσιες σχέσεις και οι επαγγελματικές συναλλαγές σίγουρα δεν είναι το φόρτε μου. Λυπάμαι μερικές φορές γιατί είναι κάποια σενάρια που τα αγαπάω πολύ και θάθελα να τα δω να ζωντανεύουν στην οθόνη. Από τις προσπάθειες στην Ελλάδα ξεχωρίζω μια συνεργασία με τον Γιώργο Βάλαρη, “Στον Ιστό της Αράχνης”, για την οποία όλο και υπάρχει ενδιαφέρον, χωρίς όμως να έχουμε ακόμη καταλήξει κάπου. Στην Κύπρο ξεχωρίζω την “ΚΟΥΠΑ Κομμωτική”, μια κωμωδία για την οποία γυρίσαμε κιόλας πιλότο, με τους Κώστα και Τόνυ Δημητρίου. Είναι το αγαπημένο μου σενάριο γραμμένο για την Κυπριακή τηλεόραση. Θεωρώ αυτή η σειρά θα μπορούσε να αγαπηθεί πολύ, αν της δοθεί η ευκαιρία. Ίσως, κάποια στιγμή.
Για εσάς τι σημαίνει “καλός συγγραφέας”; “Συγγραφέας” είναι κάποιος που συνθέτει την πραγματικότητα με την φαντασία και τα παρουσιάζει με έναν τρόπο που δίνει μια νέα, (ιδανικά) ιδιαίτερη οπτική στον αναγνώστη/θεατή, παράγοντας νόημα και ερμηνεία στο αντικείμενο. Αυτό καλύπτει το “συγγραφέας” όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ προσωπικά. Το “καλός” είναι, σε μεγάλο βαθμό, υποκειμενικό, όπως και να το δει κανείς. Ξέρω, θα διαφωνήσουν κάποιοι μαζί μου, αλλά αφού ρωτάτε εμένα…
Οι δικοί σας αγαπημένοι συγγραφείς; Παραδόξως, δεν διαβάζω τόσο πολύ πιά. Αγάπησα κάποια στιγμή τον Μαρκέζ και την Αλλιέντε, όπως τόσοι άλλοι. Ο Ντοστογιέφσκι με συγκλονίζει. Αυτή την περίοδο με συνεπαίρνει o Neil Gaiman. Το American Gods είναι ότι καλύτερο έχω διαβάσει εδώ και δεκαετίες. Κατά τα άλλα διαβάζω ανατολική φιλοσοφία. Κάτι σαν μαθηματικά της ψυχής.
Το σενάριο πώς προέκυψε και πόσο διαφορετικά είναι να γράφει κανείς σενάριο, σε σχέση με ένα βιβλίο; Το σενάριο προέκυψε τελείως οργανικά, καθ’ότι είμαι λάτρης του κινηματογράφου, και δηλωμένος “τηλεορασάκιας”. Είναι μεγάλο θέμα οι διαφορές ανάμεσα στη συγγραφή μυθιστορήματος και τη συγγραφή σεναρίου. Αν έπρεπε να συνοψίσω θα έλεγα ότι ο συγγραφέας είναι απόλυτος άρχοντας του σύμπαντός του, ενώ ο σεναριογράφος δουλεύει κάτω από περιορισμούς, καμιά φορά εως και ασφυκτικούς. Ο συγγραφέας ενός μυθιστορήματος μπορεί να αποτυπώνει τη σκέψη του ήρωα του, να τον χαρακτηρίζει ρητά. Ο σεναριογράφος δεν έχει αυτή την πολυτέλεια. Για παράδειγμα, ένας συγγραφέας μπορεί να πει για κάποιον ήρωα ότι “είναι κακός άνθρωπος”. Ο σεναριογράφος πρέπει να τον δείξει να κλωτσάει ένα σκυλί. Εδώ είναι που έγκειτα η πρόκληση της οπτικής του σεναριογράφου. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Το ότι υπήρξατε και ηθοποιός είχε σχέση με την ώθηση να γράψετε σενάριο; Αν είμαι ερασιτέχνης τραγουδοποιός και ημι-επαγγελματίας σεναριογράφος/συγγραφέας, τότε σαν ηθοποιός είμαι μάλλον αλεξιπτωτιστής. Δε θα μπω σε λεπτομέρειες, απλά θα ευχαριστήσω τον Άγη Παίκο για τους ρόλους που μου εμπιστεύθηκε σε δύο ταινίες μικρού μήκους, και στο κανάλι Σίγμα και τον Δημήτρη Τοκαρή για την θητεία μου στο “Φόντο Κόκκινο”. Όμως περισσότερη σχέση έχουν οι γνωριμίες που έκανα μέσω των ρόλων που έπαιξα με την απόφαση μου να γράψω σενάρια, παρά με τις ίδιες τις απόπειρες μου στην υποκριτική. Θέλω να προσθέσω ότι το να γράφεις ένα ρόλο στα μέτρα σου και μετά να έχεις τη δυνατότητα να τον παίξεις, όπως έγινε με την “Αίθουσα Αναμονής” είναι μια πραγματικά πρωτοφανής εμπειρία. Ιδανικά θα ήθελα να το ξανακάνω.
Αναμένατε την επιτυχία του σεναρίου σας “Aίθουσα Αναμονής” και όταν λέω επιτυχία εννοώ βεβαίως τις βραβεύσεις και αναγνώριση στο εξωτερικό. Αυτό που είπα στον Ανδρέα Βουγιούκα, τον παραγωγό και συμπρωταγωνιστή της ταινίας όταν πρωτοδιάβασα το αρχικό σενάριο του Αλέξανδρου Λεονταρίτη ήταν ότι “αυτή μπορεί να γίνει ‘cult‘ Ελληνική ταινία”. Η επιτυχία της “Αίθουσα Αναμονής” πιστεύω πως έγκειται στο ότι, αφ’ενός κάτι τέτοιο δεν το έχει αποπειραθεί κανείς στο παρελθόν στον Ελληνοκυπριακό χώρο (τουλάχιστον εξ’όσον γνωρίζω), αφ’ετέρου στο ότι το πολύ χαμηλό budget και οι περιορισμοί που είχαμε μας ώθησαν, μας ανάγκασαν να σπάσουμε κάποια καλούπια. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι, με όλες τις αδυναμίες της, η ταπεινή αλλά και φιλόδοξη ταινία που φτιάξαμε έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ομολογώ ότι η αναγνώριση που βρίσκει στο εξωτερικό δικαιώνει μεν την αρχική μου αίσθηση, ήταν όμως απρόσμενη. Μακάρι η ταινία μας να βρεί παρόμοια ανταπόκριση και στην γενέτειρά της, την Κύπρο και κατ’επέκταση την Ελλάδα. Έχω τις αμφιβολίες μου.
Για εσάς γενικά τι σημαίνει επιτυχία για ένα δημιουργό κύριε Κόση; Επιτυχία για μένα σημαίνει να αγαπάς αυτό που φτιάχνεις, καθώς το φτιάχνεις, και αφού ολοκληρωθεί. Οποιαδήποτε εξωτερική αποδοχή, είτε από τον χώρο, είτε από το ευρύ κοινό, η οποιαδήποτε εμπορική επιτυχία για μένα είναι καθαρά θέμα συγκυρίας. Αυτό το λέω μόνο και μόνο γιατί δεν πιστεύω σε συνταγές επιτυχίας. Πιστεύω στην αγάπη γι’αυτό που κάνεις.
Η ταινία “Αίθουσα Αναμονής” γυρίστηκε στην Κύπρο και έχει συμμετάσχει σε πολλά κινηματογραφικά φεστιβάλ στο εξωτερικό κερδίζοντας εντυπώσεις αλλά και βραβεύσεις. Στη Κύπρο θα προβληθεί; Αυτό είναι θέμα παραγωγού και εταιρειών διανομής. Απ’ότι ξέρω η ταινία όπως είναι δεν θεωρείται αρκετά “εμπορική” για να προβληθεί όπως είναι. Καταλαβαίνω τη λογική του επιχειρήματος, παρ’όλο που διαφωνώ. Αν πρέπει να κάνω πρόβλεψη, θα έλεγα ότι για να προβληθεί, μάλλον θα ζητηθούν αλλαγές που θα την κάνουν πιό “εύπεπτη”. Κρίμα απ’τη μια, απ’την άλλη η παραγωγή κάθε ταινίας είναι επιχειρηματικό εγχείρημα μεταξύ άλλων, και ο κάθε επενδυτής θέλει να πάρει πίσω τουλάχιστον τα λεφτά που έδωσε. Όπως συμβαίνει με ένα σωρό άλλα πράγματα.
Η ταινία είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ….Πόσο δύσκολο είναι να γραφτεί ένα ψυχολογικό θρίλερ; Ποιες γνώσεις είναι απαραίτητο να διαθέτει ο συγγραφέας του σεναρίου για να πετύχει το στόρυ; (πχ να γνωρίζει από ψυχολογία; ή να μελετήσει; ) Η ψυχολογία και η ανθρώπινη φύση γενικότερα με απασχολεί σε μεγάλο βαθμό εδώ τα τελευταία δεκαπέντε τουλάχιστον χρόνια και έχω ρίξει πολύ διάβασμα. Όμως η “Αίθουσα Αναμονής” δεν έχει να κάνει με την ψυχολογία των ηρώων της. Έχει να κάνει με την ψυχολογία του θεατή. Είναι πολύ εγκεφαλική ταινία. Δεν προσφέρει πλούτο συναισθημάτων. Είναι γρίφος. Σπαζοκεφαλιά.
Που οφείλεται η επιτυχία της ; Στην τόλμη του εγχειρήματος. Ο Δαυίδ χωρίς τον Γολιάθ είναι απλά ένας τύπος με σφεντόνα. Βάλε έναν γίγαντα απέναντι και ξαφνικά κάτι αλλάζει. Ε, λοιπόν μια παρέα ονειροπαρμένων απ’την Κύπρο τόλμησαν να κολυμπήσουν σε νερά που παραδοσιακά ανήκουν σε μεγαθήρια όπως την Αμερική. Είναι περισσότερο τόλμη παρά τέχνη. Θα μπορούσε να είχε πάει άπατη η ταινία. Ένα πράγμα θέλω να τονίσω: Ότι η Κύπρος έχει πολλά να δώσει, και στο παγκόσμιο πεδίο, και δεν δείχνω την δικιά μας ομάδα. Η Κύπρος έχει μεγάλα ταλέντα. Κάτι πρέπει να γίνει μ’αυτό. Καλές οι μπίζνες, αλλά οι μετοχές μιας χώρας παίρνουν αξία με τον πολιτισμό, την τεχνολογία και την τέχνη που παράγει. Δεν πρέπει να είμαστε τόσο μυωπικοί (μεταφορικά μιλώντας, όταν βγάζω τα γυαλιά μου πρέπει να θυμάμαι που τ’αφήνω γιατί μετά δεν τα βρίσκω). Υπάρχουν οι βραχυ-μεσοπρόθεσμες επενδύσεις, υπάρχουν και οι μακροπρόθεσμες.
Πόσο περιορίζει η Κύπρος (αν περιορίζει) κατά τη γνώμη σας ένα καλλιτέχνη (οποιασδήποτε τέχνης) ; Για το γράψιμο καθεαυτό, η γεωγραφία δεν έχει σημασία. Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι κάποιος που δεν έχει ταξιδέψει ποτέ μπορεί να είναι αποκομμένος, ή άσχετος/ασύνδετος με το διεθνές κοινό και αυτό ισχύει σε κάποιο βαθμό, ειδικά για την σεναριογραφία, γι’αυτό και πιστεύω ότι το γεγονός ότι είμαι μεταξύ Κύπρου, Ελλάδας, Αγγλίας με βοήθησε αρκετά. Τα ερεθίσματα είναι απαραίτητο συστατικό για όλες τις μορφές δημιουργίας. Ο όποιος περιορισμός συνδέεται με την Κύπρο μάλλον έχει να κάνει με την πρόσβαση στην διεθνή αγορά. Θεωρητικά το διαδίκτυο το έχει λύσει το πρόβλημα αυτό σε κάποιο βαθμό, αλλά κατά τη δική μου εκτίμηση, κάποιος που θέλει να απευθυνθεί σε διεθνές κοινό πρέπει να είναι έτοιμος να πάρει το όποιο έργο του παραμάσχαλα και να ταξιδέψει, κυρίως σε Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες και να ξέρει να επικοινωνήσει με ανθρώπους που παίρνουν αποφάσεις. Ακούγεται “κάπως”, αλλά έτσι είναι. Όλ’αυτά πάντα σε σχέση με κινηματογράφο και τηλεόραση, το μυθιστόρημα είναι άλλη υπόθεση. Και επαναλαμβάνω, δεν θεωρώ τον εαυτό μου καθαρόαιμο ή σκληροπυρηνικό καλλιτέχνη. Δεν έχω στο ενεργητικό μου την υπηρεσία και την αφοσίωση στην τέχνη που απατείται. Δεν νομίζω να με αγκάλιαζε ποτέ το Παρίσι, για παράδειγμα. Οι σπουδαγμένοι σεναριογράφοι και σκηνοθέτες έχουν κάθε λόγο να με σνομπάρουν αν νοιώσουν την ανάγκη, και αυτό δεν το λέω ειρωνικά. Τους σέβομαι και τους βγάζω το καπέλο. Πρέπει να έχεις αίσθηση του ποιός είσαι και που στέκεις.
Τέλος, που σας βρίσκουμε επαγγελματικά/δημιουργικά αυτό το καιρό; Ετοιμάζετε κάτι καινούριο; Ετοιμάζω ένα κινηματογραφικό σενάριο στο οποίο δουλεύω εδώ και τρία χρόνια, που προορίζεται για την Αμερικανική αγορά – ελπίζω να είμαι ετοιμος να το παρουσιάσω σε κάποια άτομα στο εξωτερικό το Φθινόπωρο του ’19. Επίσης, εδώ και ενάμιση χρόνο έχουμε ξεκινήσει με έναν συνεργάτη στην Αθήνα τη δημιουργία μιας παιδικής σειράς περιπετειών φαντασίας για κινούμενο σχέδιο. Αυτό είναι ένα πολύ ιδιαίτερο project που μπορεί και να πάει αρκετά μακριά – με λίγη αντοχή και ακόμη περισσότερη τύχη. Αυτό έχει πάρει την πορεία του – πήγαμε με τον συνεργάτη μου σε μια σχετική έκθεση στις Κάννες πρόσφατα, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, για να το προωθήσουμε και να βρούμε χρηματοδότες ή/και άλλους πιστούς. Εκτός από το βιβλίο που ανάφερα για τον αυτισμό, έχω ξεκινήσει να γράφω την βιογραφία του πατέρα μου. Αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο έργο που έχω αναλάβει, τουλάχιστον στη δική μου συνείδηση. Ελπίζω να έχω περισσότερα να πω γι’αυτό μέχρι το καλοκαίρι του ’19. Τέλος, αφού με ρωτήσατε για τα τελευταία επαγγελματικά, θέλω να πω κάτι σημαντικό για μένα: Ενα μεγάλο “ευχαριστώ” στο ΡΙΚ, που μου έδωσε την ευκαιρία να συμμετάσχω στην σεναριακή ομάδα της κωμικής σειράς “Άκου να Δεις”. Μετά από χρόνια κτυπώντας πόρτες που έμεναν “ερμητικά κλειστές”, περίμενοντας απαντήσεις που δεν έρχονταν, και πολλά, πολλά φούμαρα από γνωστούς και άγνωστους, έγινε τον περασμένο Οκτώβριο κάτι απρόσμενο: Μια εξαίρετη και συμπαθέστατη διευθύντρια παραγωγής, η Στέλλα Συμεού, την οποία είχα την τύχη να γνωρίσω στα γυρίσματα ενός πιλότου κάποιου σεναρίου μου, με σύστησε στον Κώστα Ορθοδόξου, σκηνοθέτη και σεναριογράφο του ΡΙΚ για να γεμίσω ένα κενό που παρουσιάστηκε στην ομάδα. Ήταν μια σύντομη συνεργασία – έγραψα μόλις δώδεκα επεισόδια – αλλά ήταν η πρώτη φορά που μου δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστώ με άλλους σεναριογράφους και να δω, επιτέλους, μετά από τόσες προσπάθειες, σενάρια μου να προβάλλονται στη μικρή οθόνη.
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Δώρα και Χαμόγελα από το Φιλανθρωπικό Ίδρυμα Odyssey Σήμερα, η ομάδα του Φιλανθρωπικού Ιδρύματος Odyssey είχε την χαρά να προσφέρει μια ξεχωριστή στιγμή
Ο Δήμαρχος Λάρνακας, κ. Ανδρέας Βύρας, χαιρέτισε τη διοργάνωση του Larnaca Christmas Market 2024, που αποτελεί πλέον θεσμό για την πόλη μας. Η πρωτοβουλία νέων της Λάρνακας, “Larnaca Festival”, που
Ο Δήμαρχος Αραδίππου, κ. Χριστόδουλος Πάρτου, συμμετείχε πρόσφατα στην δενδροφύτευση που έγινε από την Επιτροπή Περιβάλλοντος μαζί με την εθελοντική ομάδα από το προσωπικό της
To κράτος θα δώσει €30 εκατ. στην εταιρεία των Αεροδρομίων Hermes,για τις επιπτώσεις που είχε η εταιρεία από κορωνοίο και πόλεμο στην Ουκρανία… Η Λάρνακα