Search
Close this search box.

Η αποκοπή του ομφάλιου λώρου (αντί μνημοσύνου)

Γράφει η Μαίριλυν Ζαννέτου
(Εκπαιδευτικός / Συγγραφέας)

[Θέλω να με συγχωρέσετε που έκλεψα την ιστορία σας, που φόρεσα το προσωπείο σας και αναμάσησα τον πόνο σας. Κάποτε, απλώς δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.]

Σε βλέπω κάτωχρο και ακίνητο. Εσένα που κάποτε μας έδινες ζωή. Κρατώ τη μια πλευρά του ομφάλιου λώρου σφικτά. Η άλλη είναι θαμμένη στο χώμα και αναβλύζει αίμα. Νοιώθω ότι δεν μπορώ να προχωρήσω, το κεφάλι μου έχει κλειστεί σε ένα τριγωνικό παραπέτασμα, το οποίο με πλακώνει.

Η εικόνα σου εκείνη, το πρωί, θα με στοιχειώνει για πάντα. Η τσιρίδα, οι τσιρίδες, τα μάτια σου που ήτανε ανοικτά, τα μωλωπισμένα σου χέρια, μα πιότερο η μωλωπισμένη σου ψυχή. 

Δεν μπορώ να δεχτώ πως δεν μπορώ πλέον να σπρώξω απαλά την πόρτα κάποια στιγμή τα ξημερώματα για να βεβαιωθώ ότι αναπνέεις. Καμιά φορά όταν δεν σε ακούα έμενα να κοιτώ το στέρνο σου. Εκείνο το ανεβοκατέβασμα έφερνε πίσω και τη δική μου ανάσα και με οδηγούσε απαλά πίσω στα σεντόνια μου.

Τώρα πλέον μόνο χώμα που γλιστρά μέσα στις χούφτες μου. Ούτε κι αυτό μένει κοντά μου. Τίποτα δικό σου δεν μπορεί πια να μείνει κοντά μου. Είμαι καταδικασμένη να κρατώ τη μια άκρη και η άλλη να ‘ναι κενή. 

Δεν θέλω τις μνήμες να με τριβελίζουν, να με τσούζουν ή να με παρηγορούν. Τη ζεστασιά της σάρκας σου θέλω. Το κεφάλι σου να χώνεται άτσαλα ανάμεσα στα χέρια μου και ν’ ακουμπά στο στήθος μου. 

Δεν θέλω παρηγοριές και μεταλαβιές. Η γιαγιά φωνάζει και σκίζει τα μάγουλά της. Ή τουλάχιστον νομίζω πως φωνάζει. Δεν ακούω ήχο. Τα φύλλα πάνω από το χώμα μόνο θέλω να ακούω. Ίσως αυτά έχουν τον δικό σου θόρυβο.

«Ας είναι ελαφρύ το χώμα…», κάποιος λέει από μακριά. Μα ποιο χώμα να ‘ναι ελαφρύ; Δεν θέλω να σου μαγαρίσει το πρόσωπο. Αυτό το πρόσωπο που καθάριζα όταν πασαλειβόταν με φαγητά. Αυτό το πρόσωπο που φιλούσα εκεί δίπλα στη μύτη και μετά το ζούλαγα πάνω στο δικό μου. 

Θέλω να σου φωνάξω για να κατεβούμε στο αυτοκίνητο και να πάμε βόλτα αλλά δεν ξέρω αν θα με ακούσεις. Ξέρω πως δεν θα ακούσω τα πόδια σου να κινούνται είτε συναινετικά στο κάλεσμα είτε βαριεστημένα να σέρνονται. «Μα ούτε μια βόλτα;» θα σου πω. Κι εσύ θα καγχάσεις. Τώρα δεν ξέρω πού βρίσκεσαι. Αλλά άμα δεν βρίσκεσαι εδώ τι να τα κάνω τα υπαρξιακά ερωτήματα; Εδώ θέλω να είσαι. Να κάθεσαι δίπλα μου και να ανοίγουμε τα παράθυρα. Να ξέρω ότι θες να κάνεις τσιγάρο αλλά να μην ομολογείς πως τα κρύβεις στο μαύρο σου τσαντάκι μέσης, στην εσωτερική τσέπη. 

Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη. Που δεν το οσμίστηκα νωρίτερα. Που αποκοιμήθηκα εκείνο το βράδυ. Που δεν άκουσα τους άτακτους χτύπους της καρδιάς σου. Που άφησα τον ομφάλιο λώρο να πέσει κρύος στο πάτωμα. Που δεν τρόμαξα όταν κατάλαβα χρόνια μετά πως τα μέσα μας έμοιαζαν. Απλώς εσύ είχες περισσότερα κότσια και την ευθραυστότητά σου τη δικαιολόγησες μέχρι το τέλος. 

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn
On Key

Related Posts

error: Content is protected !!