Γράφει η Μαίριλυν Ζαννέτου
(Συγγραφέας/Εκπαιδευτικός)
Έχω μια αλλόκοτη, αν θέλετε, αντίληψη για τις εκάστοτε καινούριες χρονιές, τις δεσμεύσεις των ανθρώπων όσον αφορούν σε αυτές, τις διακηρύξεις για καινούριες αρχές και τα λοιπά δακρύβρεχτα ή μελό.
Για μένα αποτελεί μια ακόμη τυχαία περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο. Η ζωή μας δεν είναι σύντομη, είναι μεγάλη και το οφείλουμε, πρωτίστως στον εαυτό μας, να τη ζούμε όσο καλύτερα γίνεται.
Καλωσορίζω λοιπόν τον καινούριο αριθμό, που τυγχάνει να μου αρέσει οπτικά, με ένα λογοτεχνικό πορτραίτο. Οι άνθρωποι δεν παύουν να συναρπάζουν μια γραφιά με την ιδιαιτερότητά τους. Ακολουθεί μια συν-κατασκευή από τα όσα μου είπε το «ανυποψίαστο θύμα» και από τα όσα δεν μου είπε.
Ακούστηκε βραχνή η φωνή του Αντρίκκου από τη μάντρα. «Ρε Μιχάλη, καρτερώ σε να με βοηθήσεις με τα ζώα».
Ως συνήθως το παιδί του χαμένο. Μια ζωή ο γιος του έτρεχε. Ήταν λες και το περπάτημα ήταν ένα βήμα στο αναπτυξιακό στάδιο που ξεχάστηκε. Δεν τον θυμόταν ποτέ να στέκεται σ’ ένα τόπο ή να ακολουθεί το τσούρμο των άλλων παιδιών που τριγύριζαν στο χωριό με νωχελικά βήματα τα οποία ανακατεύονταν με τις πέτρες.
Ο δάσκαλος είχε παράπονο. Έξυπνος, εύστροφος αλλά ποτέ του δεν κατάφερε να τον τιθασεύσει να καθίσει να διαβάσει. Τα σχολικά δεν του «μιλούσαν». Στο μυαλό του έπαιζαν σαν κινηματογραφική ταινία οι ποδοσφαιρικοί αγώνες. Του άρεσε να βλέπει την έξαψη των παιχτών. Πάντα το ωραίο και ρομαντικό κομμάτι του αθλήματος έβλεπε. Επέλεγε συνειδητά να «ξεχνά» τη βρώμα που κρυβόταν πίσω του.
Ο μεγάλος καημός του πατέρα ήταν ότι δεν θα έβρισκε άξιο διάδοχο να αναλάβει την οικογενειακή φάρμα.
-Δουλειά στημένη γιε μου. Περνά σου, αγαπάς τα ζώα. Θωρώ σε μαζί τους. Εννά τα πονήσει ο ξένος έτσι όπως τα πονείς εσύ;
-Παπά εγώ έρκουμαι αλλά θα είμαι μάστρος.
– Η φάρμα έσιει μάστρο.
– Είδες; Θκιο μάστροι εν κάμνουν μαζί.
Κάπως έτσι τέλειωσε αυτή η συζήτηση οριστικά και αμετάκλητα. Ο Αντρίκκος ήξερε πως ο γιος του θα έβρισκε τον δρόμο του. Αργά ή γρήγορα.
Το ένα έφερε το άλλο ώσπου ανακάλυψε τα ψαλίδια και τις βαφές που μεταμόρφωναν τις τρίχες. Των ανθρώπων αλλά κυρίως των γυναικών.
Σ’ αυτό το σημείο οφείλω να εμφανιστώ, ως η αναιδής αφηγήτρια που είμαι, και να πω ότι δεν κατάλαβα εάν η κομμωτική ήταν ή είναι το πάθος του. Κάτι απροσδιόριστο που δεν κατάφερα να συλλάβω, έπαιξε στο βλέμμα του όταν ξεδιάντροπα προσπάθησα να τον ψαρέψω σχετικά μ’ αυτό.
Πάντως ένα ήταν το βέβαιο. Από τη μέρα που έπιασε τα ψαλίδια δεν ξανακυνήγησε ξανά γυναίκα. Αυτές πλέον θα τον κυνηγούσαν δια βίου.