Γράφει ο Λογοθεραπευτής Χρίστος Πηλακούτας
Προβλήματα ακοής σε παιδιά σχολικής ηλικίας δεν είναι απλά ένα πρόβλημα υγείας, αλλά και ένα σοβαρό πρόβλημα της εκπαίδευσης. Ο εντοπισμός και η αντιμετώπιση όσο το δυνατό πιο έγκαιρα των τυχόν προβλημάτων ακοής, έχουν σαφώς πιο θετικά αποτελέσματα στην γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών, την συμπεριφορική τους ανάπτυξη, αλλά και στην σχολική τους επίδοση.
Σε πάρα πολλές χώρες (ανάμεσα τους και η Κύπρος) δεν υπάρχει σύστημα για δεύτερη ακοολογική εξέταση που να αφορά τον εντοπισμό μεταγεννητικής απώλειας ακοής κατά τα πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας, με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να μην περνούν από έλεγχο μέχρι την πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου (Hoffman, Houston, Muñoz & Bradham, 2011).
Είναι τεκμηριωμένο πως η απώλεια ακοής θα έχει αντίκτυπο στην γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών, την συμπεριφορική τους ανάπτυξη, αλλά και στην σχολική τους επίδοση. Τα δεδομένα αυτά επιβεβαιώνουν τη σημασία της ακοολογικής εξέτασης στην προσχολική ηλικία (Serpanos & Jarmel, 2007; Chen et al., 2013).
Επίσης, η Κορμαλή (2011) αναφέρει πως η ομιλία των παιδιών με προβλήματα ακοής χαρακτηρίζεται από φτωχή καταληπτότητα. Μετά από σχετική έρευνα, ο Boothroyd (1969) παρατήρησε πως ο κύριος παράγοντας για την καταληπτότητα της ομιλίας αυτών των ατόμων είναι ο βαθμός απώλειας της ακοής που έχουν. Όσο πιο μεγάλο είναι το ακουστικό έλλειμμα, τόσο πιο φτωχή θα είναι η καταληπτότητα της ομιλίας τους και το αντίστροφο. Στην ίδια έρευνα (Κορμαλή, 2011), αναφέρεται και ο επηρεασμός των υπερτεμαχιακών στοιχείων της γλώσσας (π.χ. τόνος, επιτόνιση, παύση, διάρκεια και όχι ένα φώνημα), αλλά και η αργή ταχύτητα της ομιλίας των βαρήκοων ατόμων.
Συμπερασματικά, ένας έλεγχος της ακοής στα παιδιά κατά την προσχολική ηλικία, σε συνδυασμό με έγκαιρη λογοθεραπευτική παρέμβαση, μπορεί να προλάβει τα πιο πάνω.