Search
Close this search box.

Από τις Παραδόσεις του Λαού μας ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

Γλυκές μνήμες  από την Πατρίδα
Γράφει ο Δρ  Ζαννέτος Τοφαλλής
γνωστός αρθρογράφος της Κυπριακής παροικίας του Λονδίνου

Σε λίγες μέρες γιορτάζουμε τη μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης, το Πάσχα – ή τη  Λαμπρή – όπως λέμε στην Κύπρο.  Φέτος γιορτάζουμε σε πολύ διαφορετικές, δύσκολες και χαλεπές ημέρες λόγω της κατάρας του κορωνοϊού που μαστίζει την ανθρωπότητα. Με την ευχή να τελειώσει αυτή η δοκιμασία κι ο κόσμος επιστρέψει στις δουλειές του το συντομότερο!

Το Πάσχα  συμβολίζει τη νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο, τη νίκη του φωτός πάνω στο σκοτάδι και – ιδιαίτερα για τον ελληνισμό – τον θρίαμβο της ελευθερίας πάνω στη σκλαβιά και τη βαρβαρότητα. Σκοπός αυτής της μικρής εισαγωγής είναι να φέρουμε στη μνήμη μας για το πώς γιόρταζαν τη Λαμπρή οι πατεράδες και οι πρόγονοί μας, – τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα – πριν την επικράτηση της νέας τεχνολογίας και μια προσπάθεια διατήρησης των ηθών και εθίμων και γενικά των ωραίων παραδόσεων του υπέροχου λαού μας. Φυσικά, κάθε μέρος της Κύπρου και της Ελλάδας έχει κάπως διαφορετικές παραδόσεις. Εμείς θα ασχοληθούμε με αυτά τα έθιμα που έχουν ευρύτερη αποδοχή ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους.

Οι ετοιμασίες για τη Λαμπρή άρχιζαν 40 μέρες πριν. Ας αρχίσουμε από την αρχή, τη Σαρακοστή. Σαν  Σαρακοστή  ορίζεται το διάστημα των σαράντα  ημερών που  αρχίζει από την Καθαρά Δευτέρα και τελειώνει  την  Κυριακή  των  Βαΐων. Για  τους  παλαιότερους,  ήταν  ημέρες  αυστηρής  νηστείας.  Είναι παρήγορο το γεγονός  ότι  και  στις  ημέρες  μας  τηρείται  από  κάποιους  η  νηστεία  των σαράντα  ημερών. Κατά  τη  διάρκεια  της  Σαρακοστής,  οι  νοικοκυρές καθάριζαν και  ασβέστωναν  τα σπίτια  και  έκαναν  διάφορες  προετοιμασίες  για  το  Πάσχα.

ΕΘΙΜΑ ΚΑΘΑΡΑΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ
Η «Καθαρά Δευτέρα» ονομάζεται έτσι, γιατί οι χριστιανοί «καθαρίζονται ψυχικά», μια και σταματάνε κάθε κρεάτινο φαγητό και αρχίζουν τη νηστεία που διαρκεί σαράντα μέρες, όσες και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο. Η καθιέρωση της λαγάνας, που θυμίζει τα «άζυμα» της Παλαιάς Διαθήκης, επιτείνει την έννοια της νηστείας εκείνης της ημέρας.
Έβγαιναν λοιπόν οι χριστιανοί στο ύπαιθρο, για να τονίσουν την έννοια του «καθαρμού» και της εσωτερικής αλλαγής.
Οι  νοικοκυρές  καθάριζαν  καλά  το  σπίτι  και  έπλεναν  τα  μαγειρικά  σκεύη, για  να  διώξουν  μ’ αυτόν  τον  τρόπο  τα  κακά  πνεύματα. Την  ημέρα  αυτή  συνηθίζεται  το  πέταγμα  του  χαρταετού, όπως  και  σε  άλλα  κράτη, είναι  όμως έθιμο μεταγενέστερο  και  συμβολίζει  την  επιθυμία  του  ανθρώπου  να  διώξει  μακριά  το κακό. Εξάλλου,  ένας  τρόπος  εξορκισμού  του  κακού  θεωρείται  και  το  πρωταπριλιάτικο  ψέμα.

ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ – ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Ενδιαφέρον  παρουσιάζουν  και  τα  έθιμα  του  Λαζαροσάββατου καθώς  και  της  Κυριακής  των  Βαΐων, μια και οι μέρες  αυτές αποτελούν προανάκρουσμα της Λαμπρής.
Το Σάββατο του Λαζάρου είναι ένα «νεκρολατρευτικό πανηγύρι» για τον ελληνικό λαό, καθώς και για όλους  τους Χριστιανούς, γιατί φέρνει στη μνήμη τους  την Ανάσταση του Λαζάρου, του φίλου του Χριστού. Χαρακτηριστικά είναι τα κάλαντα που τραγουδούσαν για το Λάζαρο οι χωρικοί, ανήμποροι να συμφιλιωθούν με την ιδέα του θανάτου:
«Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι».
Την ημέρα αυτή ήταν έντονη η ανάμνηση των «οικείων νεκρών» στον κάθε χριστιανό, μια ανάμνηση που δικαιολογούσε την επίσκεψη στα νεκροταφεία.
Το πρωί της Κυριακής των Βαΐων, ημέρα λήξης της Σαρακοστής, οι Κύπριοι τα παλιά χρόνια πήγαιναν στην εκκλησία με κλαδιά ελιάς ή δάφνης, τα οποία ευλογούσε ο παπάς και στη συνέχεια τα μοίραζε στους πιστούς. Το έθιμο, που ευτυχώς επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας, θυμίζει την υποδοχή του Χριστού με κλαδιά βάγιας, από το λαό των Ιεροσολύμων.
Το Σάββατο του Λαζάρου οι γυναίκες πήγαιναν στην εκκλησία με λουλούδια. Αυτά τα μοίραζε ο παπάς την Κυριακή των Βαΐων στους παραβρισκόμενους. Τα κορίτσια καλοντυμένα και κρατώντας καλάθια γυρνούσαν στα σπίτια και επειδή η Εκκλησία τη μέρα αυτή επιτρέπει το ψάρι, τραγουδούσαν τα παρακάτω  κάλαντα:
«Βάγια, βάγια των βαγιών,
τρώνε ψάρι και κολιό,
και την άλλη Κυριακή
τρώνε το ψημένο αρνί».
Τα κορίτσια μάζευαν στα καλάθια αλεύρι, ψάρια και κρεμμύδια, τα οποία πήγαιναν σε μια χήρα να τα μαγειρέψει. Επειδή το σπίτι της χήρας ήταν καθαρό, της έψελναν ευχές. Γύριζαν μετά το χωριό και μάζευαν, τώρα πια, αυγά για το Πάσχα. Στο μεταξύ, η χήρα ζύμωνε το ψωμί και τηγάνιζε τα ψάρια που θα έτρωγαν το μεσημέρι οι κοπέλες.

ΕΘΙΜΑ  ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ  ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Ημέρες  πένθους  για  τα  πάθη  του  Χριστού  είναι  για  τους  Χριστιανούς  οι  ημέρες  της  μεγάλης  Εβδομάδας, της  «Εβδομάδας  των  Παθών». Παλαιότερα  μάλιστα,  ακόμη  και  από  τις  καθημερινές  εκδηλώσεις  του λαού μας,  απουσίαζε  κάθε  νότα  χαράς. Οι  άνθρωποι  νήστευαν  και  απέφευγαν  να κάνουν  πολλές  δουλειές. Το  ασβέστωμα  του  σπιτιού  φρόντιζαν  να  γίνεται  πριν  τη Μεγάλη  Εβδομάδα.
Το  βράδυ  της  Μεγάλης  Δευτέρας, οι  πιστοί  εκκλησιάζονταν   με  ευλάβεια , ενώ  το  βράδυ  της  Μεγάλης  Τρίτης, που  ψέλνονταν  ο  «Νυμφίος», ακούγονταν  και  το  συγκινητικό τροπάριο  της  Κασσιανής, ένα  από  τα  δημοφιλέστερα και  από  τα μεταγλωττισμένα  στις  περισσότερες  γλώσσες  τροπάρια  της  Βυζαντινής  Υμνογραφίας. Το  πρωί της Μεγάλης Τετάρτης πολλοί  μεταλάμβαναν. Μέχρι  το  βράδυ,  οι πιστοί  νήστευαν  ακόμη  και  από  ψωμί  και  από   νερό. Μόνο  όταν  άκουγαν  την  καμπάνα  έτρωγαν  κάτι  και  πήγαιναν  στην  Εκκλησία.
Οι  περισσότερες  νοικοκυρές  – τουλάχιστον  πιο  παλιά – έβαφαν  τα  αυγά  τη  Μεγάλη  Τετάρτη, οπότε  έψηναν και  τα  τσουρέκια. Το  τσουρέκι  καθιερώθηκε σαν  εξέλιξη  του πασχαλινού  ψωμιού που  έφτιαχναν  παλιότερα. Κάποιες  άφηναν  αυτές  τις  δουλειές  για  το  πρωί  της  Μεγάλης  Παρασκευής, και άλλες  έβαφαν  και  βάφουν  τα  αυγά  το πρωί  της  Μεγάλης  Πέμπτης.
Αξιοσημείωτο  είναι  ότι  το  αυγό  και  στα  χριστιανικά  χρόνια  συμβολίζει  την  «ανανέωση  της  ζωής», ενώ  το κόκκινο  χρώμα  τους, χαρούμενο  και  ξορκιστικό  συγχρόνως, οφείλεται  στο  αίμα  του  «εβραϊκού  προβάτου» ή  στο  αίμα  του  Χριστού. Οι  οικογένειες  που  πενθούσαν  δεν  έβαφαν  αυγά, ενώ κάποιοι τα  έβαφαν με  φλούδες  από κρεμμύδι.
Τα  «Δώδεκα  Ευαγγέλια» άκουγαν  ευλαβικά  το  βράδυ  της  Μεγάλης  Πέμπτης  οι  χωρικοί. Στη  συνέχεια,  διανυκτέρευαν  στην  εκκλησία κάποιες  μαυροφορεμένες  γυναίκες. Αυτές  έλεγαν  μοιρολόγια  για  το Χριστό  και  άφηναν  κάποιο  ρούχο  ή  κόσμημα κοντά  σε  μια  εικόνα,  για  να  «αγιαστεί». Το  πρωί  το  φορούσαν  πάλι. Αυτό  συνηθίζεται  και  σήμερα  σε  διάφορα  μέρη  της πατρίδας μας.
Το  πρωί  της  Μεγάλης  Παρασκευής,  οι  γυναίκες  στόλιζαν  τον  Επιτάφιο. Οι πιστοί  μέχρι  το  απόγευμα  Τον  προσκυνούσαν  και  τοποθετούσε  ο   καθένας  πάνω  του  «ό,τι  είχε  ευχαρίστηση», ένα  κόκκινο αυγό, ένα  ζευγάρι  κάλτσες  ή  χρήματα. Επειδή  πρόκειται  για  την  πιο  ιερή  μέρα  της  εβδομάδας  αυτής, σταματούσε  κάθε  δουλειά  μέσα  στο  σπίτι, όπως  το  πλύσιμο, το  ράψιμο, το  κέντημα. Μια και το  πένθος  της  ημέρας  ήταν βαρύ,  οι  γυναίκες  δε  μαγείρευαν  αυτό  το  μεσημέρι.
Σαν  αναπαράσταση  της  κηδείας  του  Χριστού, γινόταν  το βράδυ  η  περιφορά  του  Επιταφίου  στους  δρόμους  του  κάθε  χωριού. Η  πένθιμη  ατμόσφαιρα  της  ημέρας  δικαιολογούσε  και  τη  θύμηση  των  νεκρών καθώς  και  την  επίσκεψη  στα  νεκροταφεία. Το  εγκώμιο της  Παναγίας  προς  το  Χριστό «ώ  γλυκύ  μου  έαρ…», που  ακουγόταν  το  βράδυ  αυτό, συγκινούσε  βαθύτατα, καθώς  παραπέμπει  στο  μοιρολόι κάθε  χαροκαμένης  μάνας. Μαυροφορεμένες  κοπέλες, που  θυμίζουν  τις  «Μυροφόρες»  του  Χριστού, «έραιναν» τον  επιτάφιο  με  ροδοπέταλα από  το  ψάθινο  καλάθι  τους. Όσοι  επέστρεφαν  από  την  εκκλησία  έπαιρναν  κάποιο λουλούδι, αφού  περνούσαν  κάτω  από  τον  επιτάφιο.
Οι  νοικοκυρές  ετοίμαζαν  τη  μαγειρίτσα  το  πρωί  του Μεγάλου  Σαββάτου  και  οι  άνδρες  έσφαζαν  το  αρνί που  θα  σούβλιζαν  την  Κυριακή.
Λίγο  πριν  τα  μεσάνυχτα  πήγαιναν οι άνθρωποι στην  Εκκλησία. Το  «ιερό  φως» έπαιρνε  καθένας  από  τη  λαμπάδα  αυτού  που  νόμιζε  ότι  θα  του  φέρει  τύχη. Ήταν  η  νύχτα  της  Ανάστασης  του  Χριστού. «Χριστός  Ανέστη», έψελνε  ο  ιερέας  και  αυτό  το  χαρμόσυνο  μήνυμα  έφερνε  χαρά, αγάπη και  συμφιλίωση. Οι  άνθρωποι  αντάλλαζαν  ευχές  και  φιλιά  και  τσούγκριζαν  αυγά. Το αυγό του τυχερού έμενε στο εικονοστάσι μέχρι το επόμενο Πάσχα.
Κάθε  οικογένεια  φρόντιζε  να «σταυρώσει» με  το  άγιο  φως  μιας  λαμπάδας  την  εξώπορτα  του  σπιτιού  της  τρεις  φορές  και  να  ανάψει  το  καντήλι. Έπειτα  έτρωγε  όλη  η  οικογένεια  τη  μαγειρίτσα  μετά  τη  νηστεία  που  είχε  προηγηθεί.  Το πρωί  της  Κυριακής  εκκλησιάζονταν  οι  Χριστιανοί  και  κάποιοι  μεταλάμβαναν. Το  αρνί  το  σούβλιζαν  σε  ατμόσφαιρα  έντονης  χαράς. «Λαμπρή  εορτή  και  πανήγυρις»  λέγονταν  από  το λαό  η  ημέρα  του  Πάσχα  και  γι’ αυτό  έχει  καθιερωθεί  να  λέγεται  «Λαμπρή». Ακολουθούσε  το  πλούσιο  γεύμα, που  συνοδεύονταν  από  κρασί  ή  τσίπουρο.
Κάποιες  γιαγιάδες  θυμούνται  ότι  πολλοί  παντρεμένοι  φορούσαν  τα  ρούχα  του  γάμου  τους  και  οι  ελεύθεροι  ρούχα  με  κυρίαρχο  το  άσπρο  χρώμα, επειδή  όλα  ήταν γιορτινά. Το  βράδυ  χόρευαν  στην  πλατεία  του  χωριού.
Ανανεωμένοι  από  τις  γιορτές  του  Πάσχα,  οι  χωρικοί  επιδίδονταν  με  περισσότερη  δύναμη και μεράκι στη  βιοπάλη. Παρήγορο  είναι  ότι  τα  περισσότερα  πασχαλινά  έθιμα  εξακολουθούν  να  τηρούνται  ακόμη στην Κύπρο και στην Ελλάδα.
Το Πάσχα μυρίζει Ελληνισμό. Απ’ όλους τους λαούς που ασπάζονται το χριστιανισμό, οι έλληνες είναι συναισθηματικά δεμένοι με τη Μεγάλη Εβδομάδα. Την αγαπάμε αλλιώτικα αυτή την περίοδο, την αισθανόμαστε στο πετσί μας, είτε είμαστε φανατικά προσηλωμένοι στην ορθόδοξη πίστη, είτε όχι. Το Πάσχα μας ταιριάζει περισσότερο από κάθε άλλη θρησκευτική γιορτή, ταιριάζει στην ιστορία μας, στο χαρακτήρα μας, στις εμπειρίες μας και στον τρόπο με τον οποίον αγαπάμε και σκεφτόμαστε.

Καλό Πάσχα και Ανάσταση και Λευτεριά στην Πατρίδα μας
Να είστε όλοι καλά και Υγεία, Ειρήνη και Ευημερία σ΄ όλο τον Κόσμο!

Ζαννέτος Τοφαλλής 
Λονδίνο, Απρίλιος 2020

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn
On Key

Related Posts

error: Content is protected !!