Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και ακαδημαϊκός. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές.
Είχε προταθεί 4 φορές για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ επίσης έλαβε άλλα πολλά βραβεία, όπως το βραβείο Ουράνη, το Πρώτο βραβείο κρατικής ποίησης κ.α.
Το SkalaTimes μοιράζεται σήμερα, μαζί σας, τρία από τα αγαπημένα μας ποιήματα του «ποιητή της αγάπης»
Το καθαρότερο πράγμα της δημιουργίας
Δεν ξέρω, μα δεν έμεινε καθόλου σκοτάδι.
Ο ήλιος χύθηκε μέσα μου απὸ χίλιες πληγές.
Και τούτη τη λευκότητα που σε περιβάλλω
δε θα τη βρεις ούτε στις Άλπεις, γιατὶ αυτὸς ο αγέρας
στριφογυρνά ως εκεί ψηλὰ και το χιόνι λερώνεται.
Και στο λευκὸ τριαντάφυλλο βρίσκεις μια ιδέα σκόνης.
Το τέλειο θαύμα θα το βρεις μοναχὰ μες στον άνθρωπο:
λευκὲς εκτάσεις ποὺ ακτινοβολούν αληθινὰ
στο σύμπαν και υπερέχουν. Το πιο καθαρὸ
πράγμα λοιπὸν της δημιουργίας δεν είναι το λυκόφως,
ούτε ο ουρανὸς που καθρεφτίζεται μες στο ποτάμι,
ούτε ο ήλιος πάνω στης μηλιάς τ᾿ άνθη. Είναι η αγάπη.
Οι μικροὶ γαλαξίες
Πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι πάνω στη γη.
Σταματάνε για λίγο, στέκονται ο ένας
αντίκρυ στον άλλο, μιλούν μεταξύ τους.
Έπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σαν πέτρες που βλέπονται.
Όμως, εσύ,
δε λόξεψες, βάδισες ίσα, προχώρησες
μες απὸ μένα, κάτω ἀπ᾿ τα τόξα μου,
όπως κι εγώ: προχώρησα ισα, μες απὸ σένα,
κάτω ἀπ᾿ τα τόξα σου. Σταθήκαμε ο ένας μας
μέσα στον άλλο, σα νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σε πλήρη
λάμψη και κίνηση, σαστίσαμε ακίνητοι
κάτω επ᾿ τη θέα τους –
Ήσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου όλες τις στέρνες.
Ήσουνα φως, διαμοιράστηκες. Όλες
οι φλέβες μου έγιναν άξαφνα ένα
δίχτυ που λάμπει: στα πόδια, στα χέρια,
στο στήθος, στο μέτωπο.
Τ᾿ άστρα το βλέπουνε, ότι:
δυο δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες και πλέον
κατοικούμε τη γη.
Πρωτομαγιά σε ατομική εποχή
Πήραμε τα σπίτια μας σειρά και δεν είχαν
ένα ρόδο στα τζάμια τους. Περπατώντας ακούσαμε
τις φωνές των παιδιών, μουσκεμένες, παράφωνες,
γιομάτες ραγίσματα. Οι μηχανές απειλούσαν
στα εργοστάσια τους φίλους μας – κι ύστερα,
τόσα χέρια στον κόσμο, χωρίς λίγο χώμα,
να φυτέψουν το σπόρο τους, να πλάσουνε κάτι,
να δέσουν το εγώ τους με τούτο τον κόσμο
με τούτο το φως. Κι απάνω τους, έτοιμο
το κοβάλτιο. Το μαύρο του στόμιο
χάσκει σαν άβυσσο – έχει
τη γης όλη απέναντι.
Υπάρχουν σοφοί
που σκάφτουν στον ήλιο με ακάθαρτα χέρια.
Μην εμπιστεύεστε.
Μόνο η αγάπη είναι σοφή.