« Πέρα όμως από τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν στην απομόνωσή μας, ερχόμαστε αντιμέτωποι και με το κτισμένο περιβάλλον»
Γράφει ο Βύρων
Ιωάννου
Μέλος Γενικού Συμβουλίου ΕΤΕΚ,
Αρχιτέκτονας – Πολεοδόμος,
Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπ. Frederick
Οι μέρες που πέρασαν, μας είπαν ότι ήταν κατάλληλες για να αναμετρηθούμε με τον εαυτό μας και τους δικούς μας ανθρώπους, και εν τέλει να οδηγηθούμε, όσοι το επιτύχουμε, σε μια προσωπική αυτοβελτίωση. Πέρα όμως από τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν στην απομόνωσή μας, ερχόμαστε αντιμέτωποι και με το κτισμένο περιβάλλον. Ο εύλογος χρόνος, που καθημερινά μάς δόθηκε ως κοινωνική παροχή για μια σύντομη απόδραση, καθόρισε και έναν εύλογο περιβάλλοντα χώρο. Μπορεί στο τέλος να βγει και αυτός κερδισμένος;
Στην Κύπρο των τελευταίων δεκαετιών κτίστηκε ένα ισχυρό κοινωνικό στερεότυπο γύρω από το πώς πρέπει να είναι το ιδανικό σπίτι. Πολλοί συνάδελφοι εξιδανικεύουν την προβιομηχανική, παραδοσιακή κατοικία, η αλήθεια είναι όμως πως στα μέσα του 20ού αιώνα το μεγαλύτερο τμήμα της κυπριακής κοινωνίας στοιβαζόταν σε σκοτεινά, υγρά και ανεπαρκώς αεριζόμενα σπίτια, με μόλις 13 τετραγωνικά μέτρα μέσο ωφέλιμο χώρο ανά κάτοικο. Είναι εκπληκτικό πόσο βελτιώθηκαν οι συνθήκες κατοίκησης σε μόλις δύο γενιές. Ήδη από τη δεκαετία του ’70 μεγάλο μέρος του πληθυσμού αρχίζει να αποκτά το σπίτι των ονείρων του, μια ανεξάρτητη μονοκατοικία με κήπο, άνετους χώρους, εύκολη είσοδο οχημάτων και άνετη στάθμευση, χώρους για τις φουκούδες και τα πολυπληθή φαγοπότια. Πολλοί επένδυσαν τους κόπους μιας ζωής για την απόκτηση αυτού του αγαθού, στερούμενοι ίσως άλλες απολαύσεις. Αρκετοί Κύπριοι αρχιτέκτονες είχαν την ευκαιρία να σχεδιάσουν εξαιρετικά δείγματα ποιοτικού χώρου κατοίκησης, που ειδικά σε περιόδους κρίσεων αποτέλεσαν καταφύγια. Πολλοί πρόσφυγες φιλοξενήθηκαν προσωρινά στους άνετους χώρους των συγγενών και φίλων τους μετά το 1974. Στους λίγους, ευτυχώς, σεισμούς που βιώσαμε οι αυλές και οι κήποι μας μάς γλύτωσαν από ένα έστω προσωρινό ξεσπίτωμα. Στις χρονιές τις οικονομικής ύφεσης έγινε η στενότητα πιο υποφερτή και διατηρήθηκε η δυνατότητα συνάξεων με τους οικείους μας σε ευχάριστα περιβάλλοντα, χωρίς να χρειαστεί να πληρώνουμε εστιατόρια ή καφετέριες. Αυτές ειδικά τις μέρες, στην κρίση του κορωνοϊού οι καλές συνθήκες της ιδιωτικής κατοίκησης συμβάλλουν σίγουρα, τόσο στην ψυχική μας ισορροπία όσο και στην υγεία και την υγιεινή.
Ο αριθμός 8998
Καλό λοιπόν το σπίτι μας αλλά πόσες ώρες, πόσες μέρες να το θαυμάζουμε; Η κρίση αυτή μας ανάγκασε ίσως για πρώτη φορά να κοιτάξουμε και λίγο παραέξω από το περιτοίχισμά μας. Σε αυτό το μοναδικό και ενδιαφέρον κοινωνικό (και πολεοδομικό) πείραμα ο αριθμός 8998 και η επιλογή 6, που σημαίνει φυσική άσκηση σε εύλογο χρόνο και σε εύλογη απόσταση από την κατοικία μας, μας άνοιξε ένα παράθυρο που πολλοί το είχαμε μόνιμα κλειστό, μας ώθησε να εξερευνήσουμε και να γνωρίσουμε, για πρώτη φορά ίσως, τη γειτονιά μας. Η ανακάλυψη της γειτονιάς ήταν μια από τις λίγες ίσως ευχάριστες εκπλήξεις, όπως φάνηκε από αρκετές αναρτήσεις στα ηλεκτρονικά μέσα.
Για τους περισσότερους, προ καραντίνας, το μόνο κομμάτι της γειτονιάς που είχαμε παρατηρήσει φευγαλέα, καθώς οδηγούσαμε, αφορούσε το γρήγορο πέρασμα προς την κοντινή αρτηρία. Δεν είχαμε δει ποτέ το πρόσωπο των περισσότερων γειτόνων μας, πέραν ίσως αυτών που κατοικούν στο διπλανό οικόπεδο. Παιδάκια συνομήλικα μεγάλωναν στην ίδια πολυκατοικία ή σε απόσταση 30 ή 50 μέτρων χωρίς ποτέ να ανταλλάζουν δυο κουβέντες. Τώρα, στην καθημερινή μας πεζοπορία, παρατηρούμε με προσοχή τα κτίρια, τα λουλούδια στους κήπους, ακούμε τις φωνές από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια, συναντιόμαστε στα υπόστεγα στάθμευσης με παιδιά που παίζουν κρυφτό ή κάνουν ποδήλατο χωρίς να κινδυνεύουν. Μαθαίνουμε πλέον με έκπληξη ότι κάποιοι επώνυμοι μένουν πολύ κοντά μας και ότι ο πιο κάτω δρόμος είναι η οδός Σαντορίνης. Πόσοι ξέραμε τις οδούς γύρω από το σπίτι μας άραγε;
Χαιρετούμε μεγαλόφωνα περνώντας μπροστά από κάποιον γνωστό ή άγνωστο γείτονα όπως έκαναν οι παππούδες μας στα χωριά τους. Σκυλιά από κάθε ράτσα και μέγεθος μας υποδέχονται στο πέρασμά μας, οι γάτες είναι κυρίαρχες παντού, καναρίνια, παπαγάλοι, παράνομες κότες, κάποια παιδάκια στις βεράντες μάς φωνάζουν προσπαθώντας να μας πειράξουν αθώα. Πόσους περαστικούς την ημέρα να έβλεπαν άραγε πριν; Ανακαλύπτουμε ότι αυτή την εποχή οι δρόμοι μας έχουν άρωμα κιτρομηλιάς και λεμονανθού. Γαληνεύουμε όταν πυκνώνουν κάπου ψηλά δέντρα, μας εντυπωσιάζουν οι θηριώδεις βουκαμβίλιες. Σε κάποιο παράθυρο κάποιος παίζει πιάνο. Αν είμαστε τυχεροί, μπορεί να πετύχουμε και κάποιον γνωστό που τυγχάνει να είμαστε συν-εξοδούχοι, σηκώνουμε το χέρι από μακριά και λέμε δυο-τρία νέα, από απόσταση πάντα. Την τελευταία φορά, πριν από τον κορωνοϊό, που βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον γνωστό στον δρόμο του ανάψαμε απλά τα μεγάλα φώτα!
Οπτική οχλαγωγία
Η εικόνα δεν είναι ειδυλλιακή, ας μην το παρακάνουμε. Βγάζει μάτι ότι τα κτίρια είναι παράταιρα, ψηλά, χαμηλά, ασυνάρτητα παραταγμένα, άλλα σεμνά, άλλα αυτάρεσκες παραφωνίες, όλα μαζί ένα αταίριαστο συνονθύλευμα, χωρίς συνοχή, χωρίς χαρακτήρα. Αδέξιες πινελιές στην κορυφογραμμή των κτιρίων τα αγαπημένα μας ηλιακά πλαίσια, τα φωτοβολταϊκά που χώσαμε όπως όπως, τα άσπρα ντεπόζιτα, οι ακατάστατοι στύλοι και τα καλώδια, οι δορυφορικές, όλος αυτός ο οπτικός θόρυβος που όταν κινούμαστε με τα πόδια γίνεται πιο ενοχλητικός. Στο όριο του δρόμου, ένα αδιαπέραστο τείχος από μπετονένια περιτοιχίσματα που κρύβουν χονδροειδώς ακόμα και κτίρια που έχουν ενδιαφέρον, κλίμακα και ηρεμία. Τόσοι τόνοι μπετόν που σπαταλήθηκαν στους ογκώδεις αυτούς φράχτες θα έφτιαχναν μια δεύτερη πόλη. Όλοι βλέπουμε τα ακανόνιστα θραύσματα που αποκαλούμε πεζοδρόμια, με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, τις εισόδους και εξόδους οχημάτων ανά δέκα-δεκαπέντε μέτρα, τους τεράστιους πράσινους και μπλε κάδους και τις τόσες άλλες απρόβλεπτες περιπέτειες που μπορεί να επιφυλάσσουν, ειδικά για τους ηλικιωμένους και τους γονιούς με τα καροτσάκια. Προς το παρόν όλοι κινούμαστε στην ομαλή, άνετη και άδεια άσφαλτο. Συνειδητοποιούμε ότι μπορούμε να κάνουμε και ψώνια σε αυτή τη σύντομη βόλτα. Ναι, δεν χρειάζεσαι αυτοκίνητο για να αγοράσεις ψωμί και γάλα, αλλά μέχρι εκεί. Δεν θα δούμε σίγουρα μια plaza del barrio με τα αντίστοιχα tapas bar ή την pub της γειτονιάς, ούτε τη συνοικιακή πλατεία-στέκι της ελληνικής πόλης, ούτε ένα ενδιαφέρον pocket park με ευφάνταστο υπαίθριο παιδότοπο, ούτε φυσικά ένα υπαίθριο έργο τέχνης ενός τοπικού καλλιτέχνη.
Μέσα σε όλη αυτήν την αρνητική συγκυρία ανακαλύψαμε, πολλοί από εμάς, έναν ολόκληρο νέο κόσμο μόλις δυο βήματα από το σπίτι μας. Καινούργιο, ενδιαφέροντα ίσως, με πολλά όμως περιθώρια βελτίωσης, αφού μπροστά στην προσεγμένη και ιδανική κατοικία, όσων έχουμε ευνοηθεί από τη ζωή, μοιάζει ένας φτωχός συγγενής. Πρέπει να καταλάβουμε ακόμα ότι για μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε μη ιδανικές κατοικίες, χωρίς άνετους χώρους, θέα και ιδιωτικό πράσινο, η βόλτα στη γειτονιά δεν είναι απλά μια εναλλακτική δυνατότητα, αλλά μια ζωτική διέξοδος και βασική ανάγκη.
Μπορούν οι πολίτες πλέον να δουν τη γειτονιά τους σαν το δεύτερό τους σπίτι και να διεκδικήσουν το δικαίωμα σε μια ποιοτική πόλη; Μπορούν οι δρόμοι και οι κενοί χώροι να γίνονται τόποι ευχάριστης και ασφαλούς συνάντησης και συναναστροφής; Μπορούν οι υπηρεσίες, οι τοπικές αρχές και η κυβέρνηση να καταλάβουν τις πολλαπλές θετικές επιπτώσεις μιας βιώσιμης γειτονιάς στην οικονομία, στην κατανάλωση ενέργειας και πόρων, στο κυκλοφοριακό και στην κοινωνική συνοχή; Μπορούμε οι ειδικοί να προτείνουμε ρεαλιστικές λύσεις και εφικτά σχέδια έξω από την πεπατημένη;
Πριν βιαστούμε να ξανακλειστούμε στον ιδιωτικό μας μικρόκοσμο και στους προορισμούς ειδικού σκοπού των καθημερινών μας δρομολογίων, ας προβληματιστούμε πώς θα εκμεταλλευτούμε την αφορμή που μας έδωσε το 8998 για να αλλάξουμε κάτι.