Το Τμήμα Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, ανακοινώνει τα ακόλουθα σχετικά με τα πρόσφατα δημοσιεύματα τα οποία αφορούν ναυάγια στη θαλάσσια ζώνη μεταξύ Κύπρου και Λιβάνου:
Στο δημοσίευμα της εφημερίδας The Guardian στις 18 Απριλίου 2020, με τον τίτλο “Mediterranean shipwrecks reveal “birth of globalization” in trade”, που αφορά 12 ναυάγια που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια ερευνών από τo Enigma Shipwrecks Project στη θαλάσσια ζώνη μεταξύ Κύπρου και Λιβάνου, αναφέρεται ότι κάποια από τα αντικείμενα που ανευρέθηκαν κατακρατούνται στην Κύπρο. Σε δεύτερο δημοσίευμα στην εφημερίδα The National, ημερομηνίας 22 Απριλίου 2020, με τίτλο “Huge Ottoman shipwreck found after 70-year hunt”, αναφέρεται κατά λέξη ότι “the 588 objects recovered from the wreck in 2015, have been impounded following a dispute over documentation by Cyprus which is seeking to sell them at auction”.
Το Τμήμα Αρχαιοτήτων θα ήθελε να διευκρινίσει ότι πρόκειται για αντικείμενα που είχαν ανελκυστεί από την συγκεκριμένη εταιρεία το 2015 από το ναυάγιο που περιγράφεται στο άρθρο ως “a 17th century Ottoman merchant ship”. Περί το τέλος Δεκεμβρίου 2015, ανευρέθηκε από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας μεγάλος αριθμός αρχαιοτήτων κινεζικής κυρίως και ισλαμικής προέλευσης πάνω στο πλοίο Odyssey Explorer. Οι αρχαιότητες είχαν ανασκαφεί από την ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα του Λιβάνου και κατασχέθηκαν από το Τμήμα Τελωνείων της Κυπριακής Δημοκρατίας όταν το συγκεκριμένο πλοίο ελλιμενίστηκε στο Λιμάνι Λεμεσού.
Όλες οι αρχαιότητες που βρέθηκαν στο πλοίο φωτογραφήθηκαν από εκπροσώπους του Τμήματος Αρχαιοτήτων και της Αστυνομίας και κατακρατήθηκαν ενώ τη συντήρησή τους ανέλαβε εξειδικευμένο προσωπικό κάτω από την εποπτεία του Τμήματος Αρχαιοτήτων, το οποίο συνεχίζει την επιτήρησή τους. Κατασχέθηκαν επίσης τα αρχεία των παράνομων ανασκαφών στα οποία είναι έκδηλη η προσπάθεια βίαιης ανέλκυσης αντικειμένων με αποτέλεσμα την καταστροφή ορισμένων εξ αυτών.
Η πιο πάνω εταιρεία είναι πολύ καλά γνωστή τόσο στην Κύπρο όσο και σε άλλες χώρες και διεθνείς οργανισμούς όπως η UNESCO για τις δραστηριότητες αρχαιοκαπηλείας σε θαλάσσιες ζώνες και στοχεύει στην πώληση αντικειμένων, όπως διαφαίνεται και στα έγγραφα τα οποία η εταιρεία κατέθεσε στο Χρηματιστήριο Αξιών των ΗΠΑ (NASDAQ). Τονίζεται εμφαντικά ότι οι κυπριακές αρχές σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να προχωρήσουν σε δημοπράτηση των αντικειμένων, όπως λανθασμένα αναφέρεται στο άρθρο της The National, αφού αυτό αντίκειται τόσο στις ηθικές αρχές όσο και στις πρόνοιες του περί Αρχαιοτήτων Νόμου.
Τέλος τονίζεται ότι από τους κύριους στόχους του Τμήματος Αρχαιοτήτων είναι η πάταξη της αρχαιοκαπηλείας είτε στη ξηρά είτε στη θάλασσα και ως εκ τούτου το Τμήμα λαμβάνει σειρά μέτρων που αποσκοπούν στην επίτευξη του στόχου αυτού με την πρόσφατη ενίσχυση της εθνικής νομοθεσίας για την προστασία όλων των θαλασσίων ζωνών της Κυπριακής Δημοκρατίας.