Της Γιώτας Δημητρίου
(Το πιο κάτω είναι μυθοπλασία, εμπνευσμένο όμως από την αληθινή ζωή)
«Την τελευταία σου μέρα στη γη το άτομο που θα μπορούσες να γίνεις
συναντά το άτομο το οποίο τελικά έγινες»
Το ρολόι ήταν προγραμματισμένο για να χτυπήσει στις 8, ούτε που κατάλαβε η Μυρσίνη πότε πήγε 10. Σημάδια κατάθλιψης; Υπερβολική κούραση; Έμεινε να κοιτά το ροζ στρογγυλό ρολόι που είχε φέρει απ’ το Παρίσι την δεκαετία του ’70. «Μόνο τα αντικείμενα μένουν ίδια» σκέφτηκε, λες και η ανακάλυψη αυτή γελούσε χαιρέκακα μπροστά στο πρόσωπο της.
Σηκώθηκε με αργές κινήσεις από το κρεβάτι. Τι κι αν όλοι της έλεγαν πως μοιάζει με πενηντάρα, τι κι αν όλοι ξαφνιάζονταν κάθε φορά που έλεγε την ηλικία της, «65», «δεινόν το γήρας, ου γαρ έρχεται μόνον». Τι κι αν φαινόταν πολύ νεότερη απ’ ότι ήταν, ο χρόνος μπορεί να μην είχε αγγίξει το πρόσωπο και το σώμα της, όσο άγγιζε άλλες γυναίκες της ηλικίας της, αλλά σίγουρα είχε λεηλατήσει τη ψυχή της.
Μετά το πρωινό μπάνιο κατευθύνθηκε στο σαλόνι. Πήρε το λαπτοπ και μπήκε στο σάιτ γνωστής ελληνικής εφημερίδας. Είχε διαβάσει χθες την είδηση τουλάχιστον δέκα φορές. Ήθελε όμως να την ξαναδιαβάσει, μήπως ήταν ένα παιχνίδι του μυαλού της, ένας εφιάλτης ίσως.
Το γνωστό σάιτ εξακολουθούσε να παίζει την χθεσινή είδηση ως πρώτο θέμα: «Πέθανε σε ηλικία 67 ετών ο γνωστός καθηγητής πολιτικής επιστήμης Νικόλας Σοφιανός ο οποίος ζούσε για χρόνια στο Παρίσι όπου εργαζόταν στο Πανεπιστήμιο….».
Η Μυρσίνη κάθισε πιο αναπαυτικά στην καρέκλα. Η ηλικία της δεν επέτρεπε το έντονο φλερτ με τον πόνο. Δεν συνέχισε το διάβασμα. Το βιογραφικό που παρέθετε πιο κάτω η εφημερίδα το ήξερε. Όπως ήξερε επίσης πως ο θάνατος αυτού του καθηγητή, αυτού του άντρα, σήμαινε και το θάνατο ενός ονείρου μιας ζωής. Της δικής της ζωής.
Κοίταξε το κάδρο απέναντι στον τοίχο, μια μαυρόασπρη φωτογραφία. Ήταν Μάης του ’68, στους δρόμους του Παρισιού μια ομάδα φοιτητών μαζί με Γάλλους εργάτες, φώναζαν για ένα καλύτερο αύριο. Το όνειρο στην καρδιά, για ένα καλύτερο αύριο φαίνεται πως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Οι φοιτητές χαμογελάνε στην φωτογραφία, και ένα κορίτσι με μακριά καστανά μαλλιά κρατά το χέρι ενός μουσάτου αγοριού. Η ματιά της 65χρονης καρφώνεται στο κάδρο για μερικά λεπτά. «Πώς πιστέψαμε σε εκείνο το για πάντα και πως το τσακίσαμε μετά εμείς οι ίδιοι;»
Η φωτογραφία παρηγορεί το μυαλό της πως δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας της εκείνο το στόρυ, εκείνη η μεγάλη αγάπη, την παρηγορεί πως ήταν μια αλήθεια που υπήρξε σε αυτό τον κόσμο. Κάπου. Κάποτε. Έστω στο μακρινό χθες.
Στη συνέχεια το στόρυ ανατράπηκε….τρίτο πρόσωπο, εφιάλτης, χωρισμός, εκείνος Παρίσι, εκείνη Λονδίνο.
Εκείνη ταγμένη σε ένα όνειρο που για όλους ήταν εμφανές πως είχε πεθάνει, μα για εκείνη παρέμενε ζωντανή η ελπίδα του…
Το μήνυμα στο κινητό από το τουριστικό γραφείο, στο οποίο για χρόνια τώρα έκλεινε τα αεροπορικά της εισιτήρια, έλεγε πως η πτήση για Παρίσι θα αναχωρούσε αύριο στις 9.10 το πρωί.
Την επομένη θα ήταν η κηδεία του καθηγητή. Στην εκκλησία που ο ίδιος επέλεξε, με τον τρόπο που ο ίδιος ζήτησε. Έτσι ήταν πάντα, δεν άλλαζε ιδέα, όλα γίνονταν όπως αυτός τα ήθελε. Μια ζωή! Και πέρα απ΄την ζωή….Όλα με το δικό του τρόπο.
Για πρώτη φορά η Μυρσίνη είδε τη ζωή της να περνάει μπροστά της σαν κινηματογραφική ταινία σε θερινό σινεμά.
Θυμήθηκε μια φράση (μα που την είχε διαβάσει άραγε;) που έλεγε «Κάποιος κάποτε μου είπε τον ορισμό της κόλασης: Την τελευταία σου μέρα στη γη το άτομο που θα μπορούσες να γίνεις συναντά το άτομο το οποίο τελικά έγινες».
Την επόμενη μέρα o υπάλληλος στο τουριστικό γραφείο είδε μέσα στο σύστημα της εταιρείας ότι η τυπική πάντοτε κυρία Μυρσίνη δεν είχε επιβιβαστεί για Παρίσι. Την πήρε τηλέφωνο για να δει τι είχε γίνει, μα η Μυρσίνη δεν απαντούσε.
O γείτονας της, στο Gloucester Avenue, στο Camden Town, αφού την πήρε αρκετές φορές τηλέφωνο και δεν απαντούσε άρχισε να ανησυχεί. Ήταν περίεργο αφού κάθε απόγευμα σχεδόν ή συναντιόνταν ή μιλούσαν στο τηλέφωνο. Ο 30χρονος Jeff αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το κλειδί που η Μυρσίνη του είχε δώσει αινιγματικά πριν δύο χρόνια λέγοντας του «πάρε ένα αντικλείδι για ώρα ανάγκης, μόνη μου είμαι, δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί».
Ο Jeff άνοιξε και μπήκε στο λευκό, γνώριμο γι αυτόν, σπίτι της φίλης και γειτόνισσας του.
Την βρήκε νεκρή στο πάτωμα, με ένα βιβλίο του Σεφέρη στο χέρι.
Με υπογραμμισμένους κάποιους στίχους:
«Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας λάθος
κι αλλάξαμε ζωή».
Το κάδρο απέναντι παρέμεινε ακίνητο. Οι φοιτητές στην φωτογραφία γελούσαν.
Ακίνητο παρέμεινε και το ροζ ρολόι.
«Μόνο τα αντικείμενα μένουν ίδια»…
«Πέθανε από ανακοπή καρδιάς» έγραψαν την επομένη οι εφημερίδες για την γνωστή Ελληνίδα συγγραφέα. Κανείς δεν έγραψε για την σχέση της με τον καθηγητή που είχε πεθάνει τρεις μέρες πριν. Λίγοι ήξεραν.
1 thought on “«Άρνηση»”
Very sad but hopefully will motivate us and change
Comments are closed.