Γράφει η Αναστασία Ξενοφώντος Γαϊτάνου
Εκπαιδευτικός / Συγγραφέας
Δεν ξέρω εσείς, αλλά εγώ δεν ήμουν ποτέ καλή στις ξένες γλώσσες. Αυτή που κατάφερα να μάθω , ύστερα από πολύωρα μαθήματα σε ένα δωματιάκι πίσω από το μοναδικό σαντουϊτσάδικο του χωριού μου, ήταν τα αγγλικά. Και να που τώρα, στην τέταρτη δεκαετία της ζωής μου, αναγκάζομαι εκ των πραγμάτων να μάθω ακόμη μια ξένη γλώσσα.
Όχι δεν είναι ιταλικά, αν και ευχαρίστως θα τα μάθαινα αφού λατρεύω κάθε τι ιταλικό. Όχι, ούτε ρωσικά, αν και είναι η τελευταία μόδα στο παζάρι της επικοινωνίας. Όχι, ούτε γερμανικά. Μου φέρνουν αλλεργία.
Πρόκειται για μια νέα γλώσσα με πολλές ιδιαιτερότητες αφού δε διαθέτει αλφάβητο, ούτε γραμματική μα ούτε και συντακτικό. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους τη λατρεύουν όλα τα παιδιά του κόσμου. Πρόκειται για μια γλώσσα χωρίς κανόνες. Η λατρεία των παιδιών, ο εφιάλτης των μεγάλων.
Πώς μπορεί κάποιος να μάθει μια γλώσσα χωρίς κανόνες; Είναι σαν να οδηγεί αυτοκίνητο χωρίς τιμόνι.
Έτσι στην αρχή αποφασίζω να μην της δώσω καθόλου σημασία. Της γυρίζω επιδεικτικά το κεφάλι και αρχίζω να σφυρίζω ανέμελα. Αδιαφορώ τελείως. «Δε με αφορά», σκέφτομαι. Μέγα λάθος γιατί η γλώσσα αυτή μέχρι να πεις κύμινο εξαπλώνεται παντού λες και είναι επιδημία πανούκλας και μολύνει την καθημερινότητά μου.
Πλένω τα πιάτα και ακούω τον γιο μου να λέει στον ξάδελφο του με πρωτόγνωρο πάθος: «Θα πάρω icour σφαίρες για να σκοτώσω την Plantera.» «Πρόσεχε!», τον συμβουλεύει αυτός με ύφος έμπειρου δασκάλου.
Παίρνω το μαχαίρι και ετοιμάζομαι να κόψω τη ντομάτα όταν «Όοοοοχιιιιιι!». Γυρνάω το κεφάλι αλαφιασμένη για να δω την κόρη μου να κλαίει απαρηγόρητη. Παρατάω το μαχαίρι, αγνοώ το αίμα που έχει αρχίσει να τρέχει από την πληγή στο δάχτυλό μου και τρέχω προς το μέρος της σίγουρη ότι θα την αντικρίσω μέσα σε μια λίμνη αίματος. «Τι έγινε;», τη ρωτάω ασθμαίνοντας. «Τα ζόμπι με σκότωσαν!». «Εσύ φταις! Σου είπα να μπεις στο σπίτι σου πριν νυχτώσει.», την κατακεραυνώνει ο αδελφός της. «Μα ήθελα να βρω φαγητό», του απαντάει αυτή συνεχίζοντας να πατάει με μανία τα κουμπιά στον μοχλό ενώ εγώ χάσκω σαν πραγματικό ζόμπι και τους βλέπω αφού δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάνε.
Μαγειρεύω… «Το crepper μου κατέστρεψε το σπίτι».
Διαβάζω την εφημερίδα μου… «Πήγα στην αρένα εφτά. Πρέπει να πιάσω τον Royal Giant».
Βλέπω τηλεόραση… «Το wall of flesh έριξε ένα σπάνιο σπαθί».
Πίνω καφέ με τη φιλενάδα μου… «Ο Enderman μου πήρε το diamondblock».
Στο σπίτι, στην καφετέρια, στο αυτοκίνητο, στο σχολείο. Παντού. Παντού. Όπου κι αν πήγαινα, ό, τι κι αν έκανα αυτές οι ακαταλαβίστικες λέξεις με ακολουθούσαν παντού. Μαρτύριο. «Φτάνει! Δεν αντέχω άλλο!» είπα και πολύ εύκολα η αδιαφορία μου μετατράπηκε σε απέχθεια.
Και μόνο που τους έβλεπα να κρατάνε αυτά τα ρημάδια τα ηλεκτρονικά ένιωθα τις τρίχες του κορμιού μου να σηκώνονται λες και συμμετείχαν με πλακάτ σε διαδήλωση. «Όχι! Όχι!» φώναζα στα παιδιά μου και έκλεινα τα αυτιά όταν προσπαθούσαν να μου εξηγήσουν το λεξιλόγιο της νέας τους γλώσσας και τα κρυφά της νοήματα.
Κι έτσι περνούσε ο καιρός με την απέχθεια μου για τη νέα γλώσσα των νέων να μετατρέπεται σε μίσος μέχρις ότου κατάλαβα ότι τα παιδιά μου μού έκλεισαν κατάμουτρα την πόρτα της επικοινωνίας. Και όχι μόνο την έκλεισαν αλλά την κλείδωσαν κιόλας και πήραν μαζί τους το κλειδί. Ναι, με συνοπτικές διαδικασίες με απέκλεισαν από τον κόσμο τους. Φτάσαμε στο σημείο η επικοινωνία μεταξύ μας να περιορίζεται σε μονοσύλλαβες λέξεις, του τύπου ναι και όχι.
Τους έχανα. Έφευγαν. Έβλεπα τις σιλουέτες τους να εξαφανίζονται στο τέλος του δρόμου. Μα τους ήθελα μαζί μου. Δίπλα μου. Τότε θυμήθηκα ένα δοκίμιο που είχα διαβάσει όταν ήμουν τρίτη λυκείου. Ο τίτλος του: Το χάσμα των γενεών. Πόσο αστείο μου φαινόταν τότε. Πόσο ρεαλιστικό φάνταζε τώρα! Αυτό δεν ήταν χάσμα, ήταν η άβυσσος που απλωνόταν μπροστά μου έτοιμη να με καταπιεί.
Και μια μέρα πέφτει στα χέρια μου η συνέντευξη που έδωσε η μητέρα ενός αυτιστικού παιδιού. Λέει χαρακτηριστικά: «Θα πρέπει να μπεις εσύ στον κόσμο τους βαθιά, για να μπορέσεις να έρθεις σε επαφή μαζί τους και να τους τραβήξεις στον δικό σου».
Τότε μέσα μου ακούστηκε ένα κλικ. Η κλειστή πόρτα είχε μόλις ξεκλειδώσει.
Βήμα πρώτο: Να μπω στον κόσμο τους βαθιά για να μπορέσω να έρθω σε επαφή μαζί τους.
Δειλά-δειλά αρχίζω να ακούω, να ρωτώ, να μαθαίνω μα κυρίως να ακούω. Κλείνω τα αυτιά στις σειρήνες των δικών μου θέλω και πραγματικά δίνω σημασία στα θέλω των δικών μου παιδιών. Κι αυτά διστακτικά στην αρχή, μα με πολλή φόρα στη συνέχεια με μαθαίνουν τα μυστικά της γλώσσας τους, τα μυστικά του δικού τους κόσμου, ενός κόσμου όπου η τεχνολογία έχει το πάνω χέρι. Η πόρτα έχει ανοίξει κι εγώ δεν πρόκειται να χάσω την ευκαιρία. Κάνω ένα μεγάλο βήμα και μπαίνω μέσα.
Βήμα δεύτερο: Να τους τραβήξω στον δικό μου. Χρησιμοποιώντας τη δική τους γλώσσα τους μαθαίνω τη δική μου. Τώρα είναι η σειρά τους να με ακούσουν. Τώρα είναι η σειρά τους να με καταλάβουν. Να καταλάβουν ότι για να μπορέσουν να συνυπάρξουν οι δύο κόσμοι μας πρέπει να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον φτάνει να μιλάμε τη γλώσσα της καρδιάς. Μια γλώσσα που βασίζεται στον σεβασμό και στην αποδοχή.
Σοφά λόγια που πρέπει να θυμάμαι:
Οι άνθρωποι δε χρειάζονται πάντα συμβουλές… Μερικές φορές το μόνο που χρειάζονται είναι ένα χέρι για να κρατηθούν… ένα αυτί να τους ακούσει… και μια καρδιά που να μπορεί να τους καταλάβει! (Μικρός Πρίγκιπας)