Γράφει η Ναταλί Γλέζου
Πέρασαν επτά χρόνια από εκείνη τη Σεπτεμβριάτικη μέρα του 2013. Στις 18 Σεπτεμβρίου, ο Παύλος Φύσσας έπεφτε νεκρός στην περιοχή της Αμφιάλης, στο Κερατσίνι, στον Πειραιά, μετά από συντονισμένη επίθεση από τους ναζί της Χρυσής Αυγής.
Τα στελέχη του ναζιστικού μορφώματος του είχαν στήσει καρτέρι, καθώς εκείνο τον καιρό τα “τάγματα εφόδου” έκαναν επιθέσεις σε πρόσφυγες και σε στελέχη προοδευτικών, δημοκρατικών παρατάξεων.
Ο Παύλος, εργάτης στο Πέραμα, είχε απήχηση στη νεολαία με τα τραγούδια του που κατακεραύνωναν τα φασιστικά ιδεολογήματα που αναζητούσαν να φωλιάσουν και στις λαϊκές φτωχογειτονιές του Πειραιά.
Εκείνο το βράδυ ήταν σε καφετέρια της περιοχής και ενώ ανάμεσα στους θαμώνες ήταν η παρέα του, επίσης, βρισκόντουσαν και μέλη της Χρυσής Αυγής, οι οποίοι τον αναγνώρισαν και αμέσως ενημέρωσαν τους επικεφαλής της τοπικής οργάνωσης, οι οποίοι με γραπτό μήνυμα προς τα μέλη της, συγκέντρωσαν την ομάδα της επίθεσης, περίπου 20-30, εναντίον του Παύλου.
Το τάγμα εφόδου που τον περίμενε στην έξοδο της καφετέριας, ήδη, έδειξε τις άγριες διαθέσεις του. Τουλάχιστον τρεις από αυτούς, τον περίμεναν κουβαλώντας κράνη, κοντάρια, σιδερογροθιές, στειλιάρια, δηλαδή “οπλισμό” που χρησιμοποίησαν αργότερα επί της οδού Παναγή Τσαλδάρη.
Πριν την έναρξη της επίθεσης εναντίον του Παύλου και των φίλων του, ο αντιφασίστας καλλιτέχνης μένοντας στο σημείο της επίθεσης, μπήκε μπροστά προστατεύοντας τους φίλους του και προτρέποντας τους να φύγουν για να σωθούν.
Σύμφωνα με μαρτυρία της δικηγόρου της οικογένειας, Χρύσας Παπαδοπούλου, δεχόταν χτυπήματα από ομάδες 2-3 ατόμων του ναζιστικού τάγματος. Δεν φοβήθηκε. Έμεινε όρθιος μέχρι τελευταία στιγμή ενώ πάλευε, άοπλος, εναντίον τους.
Με προτροπή του, οι φίλοι του κατάφεραν να διαφύγουν από το μπλόκο που τους είχαν στήσει και κρύφτηκαν στα στενά.
Ο Παύλος είχε μείνει, πλέον, μόνος του. Και ενώ η βάρβαρη επίθεση ήταν εν εξελίξει, ο Γεώργιος Ρουπακιάς, στέλεχος των ναζί, φτάνοντας με το αυτοκίνητο το οποίο, μάλιστα πάρκαρε στη μέση του δρόμου , στο αντίθετο ρεύμα, πλησίασε την αγέλη των επιτιθέμενων και όπως είχαν ακινητοποιήσει τον Παύλο, τον “αγκάλιασε” καταφέροντας τρία θανατηφόρα χτυπήματα με μαχαίρι στην καρδιά.
Μάλιστα, σύμφωνα με την πρόταση του εισαγγελέα, Ισίδωρου Ντογιάκου, για την παραπομπή σε δίκη όλης της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χρυσής Αυγής, η ένταση και η “χειρουργική ακρίβεια” των χτυπημάτων του Γ. Ρουπακιά, ο οποίος κατά τη διάρκεια της επίθεσης έστριβε το μαχαίρι στην καρδιά του που έδειχνε το μένος του εναντίον του θύματος, επέφεραν τον θάνατο.
O Ρουπακιάς όταν ολοκλήρωσε την αποστολή του και προσπάθησε να διαφύγει, ο Παύλος του φώναξε, δείχνοντας τον στους αστυνομικούς: “Που πας ρε, με μαχαίρωσες και φεύγεις”;
Aπό τότε που δολοφόνησαν τον Παύλο, κάθε χρόνο, με αφετηρία το σημείο που εκτελέστηκε στο μνημείο που έχει ανεγερθεί, στην ομώνυμη λεωφόρο, πραγματοποιείται συλλαλητήριο.
Η μητέρα του, Μάγδα Φύσσα, πάντα μπροστά στην πορεία και στους αγώνες του αντιφασιστικού κινήματος.
Είναι, πλέον, η μάνα ολόκληρου του ελληνικού λαού, είναι το σύμβολο του αντιφασιστικού αγώνα για να ξεριζωθούν οι ιδέες, που ευδοκιμούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, από αδιέξοδα της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, που οπλίζουν οπαδούς ακροδεξιών και φασιστικών αντιλήψεων.
Ο Μανώλης Γλέζος είχε επανειλημμένα εκφράσει τη στήριξη του στον αγώνα του αντιφασιστικού κινήματος, για να υπάρξει καταδικαστική απόφαση εναντίον του δολοφόνου και των πολιτικών εντολοδόχων της Χρυσής Αυγής, έχοντας, μάλιστα, παραστεί και στη δίκη και στηρίζοντας την Μάγδα Φύσσα σε όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Στις 30 Μαρτίου ο ελληνικός λαός αποχαιρέτησε, με μεσίστια να κυματίζει στην Ακρόπολη η ελληνική σημαία, τον Παρτιζάνο. Η Μάγδα Φύσσα, με τον δικό της τρόπο, στην κηδεία του ήταν εκεί. Κάτω από τον μαυροφορεμένο αττικό ουρανό, έστειλε μέσω του Μανώλη ένα γράμμα στο γιο της.
Η σύζυγος του έγραψε στον προσωπικό της λογαριασμό στο ΦΒ: «Εμφανίστηκε μια κοπέλα. Ακούμπησε στο φέρετρο έναν κλειστό φάκελο κι ένα λουλούδι. Ήταν από την Μάγδα Φύσσα που του έστειλε το κρυφό μήνυμά της για να το πάρει μαζί του και να το “παραδώσει” εκεί που πρέπει».
Το γράμμα, σίγουρα, έφτασε στον προορισμό του.
Με το ακορντεόν του του Μάνου Λοίζου να ηχεί νοερά, το αντιφασιστικό κίνημα και ο Ελληνισμός τιμούμε τoν Παύλο Φύσσα και όλους τους ήρωες μας, που πάλεψαν για έναν κόσμο δικαιοσύνης, ελευθερίας, χωρίς διακρίσεις.
Ο Μανώλης Γλέζος στην ομιλία του στην παρουσίαση του βιβλίου του “ΑΚΡΩΝΥΜΙΑ”, απευθυνόμενος στον κόσμο, είπε:
“…Αγαπητοί φίλοι, στις παραμονές των εκτελέσεων, στις παραμονές από κάθε μάχη, μαζευόμαστε και κουβεντιάζαμε. Και λέγαμε: Εάν εσύ ζεις, μη με ξεχάσεις. Εάν εσύ δε σε βρει το βόλι, όταν συναντάς τους ανθρώπους στο δρόμο, θα λες καλημέρα κι από μένα. Κι όταν πίνεις κρασί θα πίνεις κρασί κι από μένα. Κι όταν ακούς τον παφλασμό των κυμάτων, θα τον ακούς και για μένα. Κι όταν ακούς τον άνεμο, να περνάει μέσα από τα φύλλα, κι ακούς το θρόισμα του ανέμου, θα το ακούς και για μένα. Κι όταν χορεύεις, θα χορεύεις και για μένα! Μπορώ να ξεχάσω αυτόν τον κόσμο; Είναι δυνατόν;”.
Μπορούμε να τους ξεχάσουμε;….