Γράφει η Μαίριλυν Ζαννέτου
Εκπαιδευτικός / Συγγραφέας
Ποτέ μου δεν είχα καταλάβει την εμμονή σου με τις αγγελίες θανάτου. Πώς μπορούσα άλλωστε στα είκοσί μου χρόνια;
Εκείνη τη μέρα πάλι είχες ανοίξει στη γνωστή σελίδα. Το βλέμμα σου ήταν αλλιώτικο. Είχες καρφωθεί σ’ ένα κομμάτι της σελίδας και διάβαζες, έβλεπες, μετρούσες…
Κάποια στιγμή, έστρεψες αλλού το βλέμμα και τα μάτια μας συναντήθηκαν. Γύρισες την εφημερίδα. Έβλεπα μια γυναίκα γύρω στα πενήντα με γλυκό, μειλίχιο πρόσωπο. Έψαξα το βλέμμα σου γυρεύοντας απαντήσεις.
-Ήταν ο μεγάλος μου έρωτας. Ήθελα να την κάνω γυναίκα μου από την πρώτη στιγμή που την είδα. Η μάνα μου δεν την ήθελε. Δεν μου ταίριαζε όπως έλεγε. Επέμενε να απομακρυνθώ. Την έβλεπα από μακριά στην εκκλησία. Μετά έμαθα πως άνοιξε μπαράκι. Έπινε πολύ. Γι’ αυτό μάλλον δεν άντεξε.
Η αφήγηση πιότερο μονόλογος ακουγόταν. Κοίταζες σ’ ένα απροσδιόριστο σημείο του δωματίου και όλο σου το σώμα μαρτυρούσε την απουσία σου. Μάλλον μιλούσες σ’ εκείνη, δίνοντας τις εξηγήσεις που ενδεχομένως ποτέ δεν κατάφερες να δώσεις.
Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω από το ταξίδι μνήμεων όμως τα λόγια σου με είχαν αναστατώσει. Τόλμησα να ρωτήσω ξέπνοα..
– Εκείνη…;
– Εκείνη μ’ αγαπούσε. Ήμουν εμφανίσιμος, από καλή οικογένεια. Της άρεσα.
Κάπου εκεί δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα μειδίαμα. Η ματαιοδοξία δεν προσπέρασε εύκολα κανένα.
– Μετάνοιωσες; συνέχισα εγώ, η αναιδής φωνή.
Δεν χρειάστηκε να απαντήσεις. Το βλέμμα σου έδωσε το ηχηρότερο χαστούκι.
– Σαράντα επτά χρόνια γάμου. Περάσαμε εύκολα και δύσκολα. Ήμασταν συνάδελφοι, συμπορευτήκαμε, αγαπηθήκαμε.
Κινήθηκα προς το μέρος σου και σε αγκάλιασα. Η λέξη «λυπάμαι» μου χτυπούσε ως επιεικώς γελοία.
Ήμουνα σίγουρη πως θα μου ζητούσες να παρευρεθούμε στις άχαρες τελετές των ανθρώπων. Κι ας ήξερες την ατέρμονή μου απέχθεια σ’ αυτές. Στάθηκες στωικά στην εκκλησία και περπάτησες στα χώματα του κοιμητηρίου με βαρύ, στέρεο βήμα.
Ήξερα πως ,ιδανικά, τη στιγμή που θα άνοιγε το καπάκι έπρεπε να σε στηρίξω, να σου κρατώ το μπράτσο. Να ‘μαι εκεί με κάποιο τρόπο τελοσπάντων. Ήταν ιεροσυλία.
Πρόλαβα να απομακρυνθώ διακριτικά προτού κυλήσει το δάκρυ του τελευταίου αποχαιρετισμού.
Φαντάστηκα τα σώματά σας να συναντιούνται σε μια απόκοσμη διάσταση, εσένα να της έτεινες το χέρι και να στροβιλιζόσασταν σε ένα παράλληλο πεδίο χωροχρόνου.
Το χέρι σου με άγγιξε στον ώμο. Κινήθηκα προς την έξοδο του κοιμητηρίου αποφεύγοντας να σε κοιτάξω.
Δεν είπες ούτε μια λέξη σε όλη τη διαδρομή. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή. Η ερώτηση μου έκαιγε τα σωθικά. Έπρεπε να ξέρω.
– Μετάνοιωσες;
Το κεφάλι σου γύρισε ξαφνικά προς το μέρος μου, τα μάτια σου χαμήλωσαν και η παλάμη σου που ήταν κλειστή σαν στρείδι άνοιξε μπροστά μου αφήνοντας εκτεθειμένο το περιεχόμενό της.
Μια τσιρίδα μου έφυγε. Ο χρυσός κύκλος με τον πολύτιμο λίθο που έβλεπα μπροστά μου ήταν η πιο αφοπλιστική σου δήλωση.