Τα όμορφα φλαμίνγκο της πόλης μας, με τον φακό του συνδημότη μας Κυριάκου Χριστοδουλίδη.
Τα φλαμίνγκο ή φοινικόπτεροι είναι πτηνά του γένους των φοινικόπτερων. Είναι πουλί που συναντάται σε όλο τον κόσμο και έχει χαρακτηριστικό ροζ φτέρωμα. Είναι ψηλόλιγνο με λεπτά πόδια και γαμψή μύτη.
Το όνομα φλαμίνγκο προέρχεται από την πορτογαλική ή ισπανική λέξη “flamengo”, που σημαίνει “αυτός που έχει το χρώμα της φλόγας”.Επίσης, παρόμοιο νόημα έχει και η ελληνική λέξη “φοινικόπτερος” σημαίνει “αυτός που έχει φτερά στο κόκκινο χρώμα του αίματος”.
Τα φλαμίνγκο τρέφονται κυρίως με γαρίδες, άλγες, και υδρόβια φυτά.Τα φτερά τους διαθέτουν διάφορες αποχρώσεις του πορτοκαλί και του ροζ χρώματος. Αυτό οφείλεται στις χρωστικές των τροφών που καταναλώνουν, οι οποίες περιέχουν καροτενοειδείς χρωστικές. Ωστόσο, υπάρχει ένα εξαιρετικά σπάνιο φλαμίνγκο χρώματος μαύρου, το οποίο εθεάθη σε Περιβαλλοντικό Κέντρο της Κύπρου. Η εξαίρεση αυτή φαίνεται να οφείλεται στην απορρόφηση υπερβολικής ποσότητας μελανίνης από την τροφή που καταναλώνει το συγκεκριμένο φλαμίνγκο.
Τα φλαμίνγκο συχνά στέκονται στο ένα πόδι, ενώ το άλλο είναι μαζεμένο κάτω από το σώμα τους. Η αιτία αυτής της συμπεριφοράς δεν είναι πλήρως κατανοητή. Μία θεωρία είναι ότι με το να στέκονται στο ένα πόδι εξοικονομούν περισσότερη σωματική θερμότητα, δεδομένου ότι ξοδεύουν αρκετό χρόνο μέσα στο κρύο νερό. Ωστόσο, αυτή η συμπεριφορά συμβαίνει και στο ζεστό νερό, και παρατηρείται στα πουλιά που τυπικά δεν στέκονται στο νερό. Μία εναλλακτική θεωρία είναι ότι με το στήσιμο στο ένα πόδι μειώνεται η ενέργεια που πρέπει να καταναλωθεί για την παραγωγή μυικής προσπάθειας ώστε το πουλί να σταθεί και να ισορροπήσει στο ένα πόδι. Μία έρευνα σε πτώματα φλαμίνγκο έδειξε ότι η στάση στο ένα πόδι μπορεί να επιτευχθεί χωρίς καμία μυική δραστηριότητα, ενώ τα ζώντα φλαμίνγκο επιδεικνύουν σημαντικά μικρότερη κίνηση στην μονόποδη στάση. Εκτός από το ότι στέκονται στο νερό, τα φλαμίνγκο μπορούν να πατήσουν με τα μεμβρανωτά τους πόδια στη λάσπη, για να φέρουν στην επιφάνεια το φαγητό που βρίσκεται στον πάτο.