Η Πρωτοχρονιά μέσα από σελίδες της νεοελληνικής ποίησης, σε πέντε ποιήματα.
Καλή χρονιά σε όλους, ευχόμαστε ένα όμορφο 2021, που θα έρθει να μας “αποζημιώσει” για το δύσκολο 2020.
SkalaTimes Team
Τάσος Λειβαδίτης, «Ιανουάριος»
Ένας καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει; Τι θα μας φέρει; Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα. Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές τελειώνετε τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο.
(Από τη συλλογή «Τα Χειρόγραφα του φθινοπώρου», εκδ. Κέδρος, 1990. Συγκεντρωτική έκδοση «Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τρίτος τόμος, 1979 – 1990», εκδ. Μετρονόμος, 2015)
Κική Δημουλά, «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα»
Απόγευμα πρωτοχρονιάς ψυχή στους δρόμους. Μονάχα κάτι γκρίζο παλαιό καινούργιου χρόνου. Τρέμουν από το κρύο τα σταυροδρόμια και οι γωνίες σφίγγονται κολλάνε να ζεσταθούν επάνω σε αλλότριας πατρίδας πλανόδιους ανθοπώλες μπουκέτα φασκιωμένα με αγριωπό χαρτί και η φτηνή ποιότητα με τρύπες διανθισμένη γύρω γύρω από αυτοδίδακτο ψαλίδι καμωμένες όπως κι εμείς όταν παιδιά για σχέδια πεινασμένα σ’ εφημερίδα διπλωμένη ομοιόμορφα μικρά τετραγωνάκια ψαλιδίζαμε κι όπως ξεδιπλωνόταν το χαρτί τι χαρούμενα τι αλλεπάλληλα, τι συμμετρικά παραθυράκια διάπλατα μάς άνοιγε το μέλλον. Απόγευμα πρωτοχρονιάς ψυχή στους δρόμους μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.
(Από τη συλλογή «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως», εκδ. Ίκαρος, 2007)
Γιάννης Βαρβέρης, «Ρεβεγιόν»
Στις δώδεκα στο φώτο φίνις πουλαράκι μονοετές απ’ την οθόνη ξεμπουκάρει συντρίμμι στο χαλί το νέον έτος. Ο αναβάτης τροπαιοφόρος θα διαγγείλει τώρα. Μέσα οι γυναίκες μουσακάδες τριώροφοι. Τι λέτε ρε, το ξέρετε πως το ’55 εγώ νοστάλγησα το μέλλον και γεννήθηκα; Κι αυτό τον τύπο να τόνε κεράσετε μια ελίτσα με κουκούτσι για να μπερδευτεί. Και φέρτε τώρα όλο το ψυγείο μπροστά μου. Και τη βασιλόπιτα. Δωσ’ το μαχαίρι: Ένα της ποίησης άλλο της ποίησης τρίτο της ποίησης…
(Από τη συλλογή «Ο θάνατος το στρώνει», εκδ. Ύψιλον, 1986. Συγκεντρωτική έκδοση «Γιάννης Βαρβέρης, Ποιήματα, Τόμος Α’ 1975-1996», εκδ. Κέδρος, 2013)
Αριστέα Παπαλεξάνδρου, «Άπαντες απόντες»
Είχε καλόν καιρό και μαύρη θλίψη στην Αθήνα Χριστούγεννα του εννιά Πρωτοχρονιά του δέκα Κινητικότητα πολλή Γιορτές που κλήθηκαν κι οι πεθαμένοι να γιορτάσουν Δείπνα μ’ ευχές και προτροπές να σας ξεχάσω κάποιες μέρες όλοι το λέγαν κι έλιωνα πως ίσως κάτι ξέραν τόσο πικρό κι ανείπωτο σαν νά ’ναι θάνατός μας Ώσπου μου τό ’στειλες κι εσύ το λυπημένο γράμμα κι ό,τι κι αν πω θά ’ναι ϕαιδρό σαν όλα τα θλιμμένα Και θα κρατούν αιώνια οι νύχτες που θα έρθουν με δίχως την ανάσα σου με δίχως την ϕωνή σου σαν τις παλιές τις εποχές Πρωτοχρονιές του κόσμου Έξω να βγω κόσμο να δω κι εσένα να ξεχάσω Λες κι η ζωή μου δόθηκε για να την διαγράψω
(Από τη συλλογή «Υπογείως», εκδ. Τυπωθήτω – Λάλον ύδωρ, 2012)
Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς (Ε. Νέγρη)
Το χιόνι πέφτει από ψηλά,
ξημέρωσε Πρωτοχρονιά,
και γέμισαν οι κλώνοι.
Ο Άη Βασίλης τη νυχτιά,
φέρνει τα δώρα στα παιδιά,
που τραγουδούν ακόμη.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
σε κάθε σπίτι και γωνιά,
για να χαρούνε όλοι.
Και με τη νέα τη χρονιά,
υγεία, αγάπη και χαρά,
να ‘ρθει στη χώρα όλη.