Ο Λάκης Λαζόπουλος μετά το θάνατο της Τασούλας του, αποφάσισε να κάνει τον πόνο λέξεις και σελίδες και βιβλίο.
Οι εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ στην Αθήνα (με Κύπριους ιδιοκτήτες) πίστεψαν σε αυτό το βιβλίο που είναι γεμάτο συναισθήματα, αναμνήσεις και εικόνες.
Το πρώτο βιβλίο λοιπόν του Λάκη Λαζόπουλου δεν αναμένεται να μας φέρει γέλια όπως συνήθιζε μέσα από την εκπομπή του “Αλ Τσαντίρι”, αλλά δάκρυα.
Ο τίτλος καθόλου τυχαίος. Η Τασούλα ήθελε όλα τα φορέματα της, τα φουστάνια της, να δοθούν σε γυναικείες φυλακές.
“Ο Λάκης δεν έχει συναντήσει ακόμη κάποια γυναίκα που να φοράει ένα από τα φουστάνια της Τασούλας, της «Τζοκόντας» του όπως την αποκαλούσε, αφού δεν έχει επισκεφτεί ακόμη τις γυναίκες που τα πήραν σε κάποιες γυναικείες φυλακές. Εκεί ήθελε να πάνε τα ρούχα της το κορίτσι του, εκεί πήγαν μετά την απώλειά της τον Αύγουστο του 2019, έπειτα από τρία χρόνια μάχης με τον καρκίνο. Δεν τα έχει δει ακόμη ο Λάκης, αλλά θα γίνει σύντομα, όταν θα επισκεφτεί αυτές τις γυναίκες αθόρυβα, χωρίς να το μάθει κανείς, γιατί έτσι θα ήθελε να γίνει η Τασούλα του. Το πιθανότερο είναι ότι θα κλάψει σε αυτή τη συνάντηση, όπως έκλαψε όταν άνοιξε τον φάκελο με τη σφραγίδα του υπουργείου Δικαιοσύνης, το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου του 2019, ενώ ήταν κοντά στο κέντρο της Αθήνας”.
Η Τασούλα Λαζοπούλου και ο Λάκης Λαζόπουλος γνωρίστηκαν στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, όταν οι δυο τους σπούδαζαν Νομική. Έγιναν ζευγάρι και στη συνέχεια, το 1983, παντρεύτηκαν στη Λάρισα. Η Τασούλα Λαζοπούλου ήταν η πιο φανατική θαυμάστρια του Λάκη. Έβρισκε το χιούμορ του έξυπνο και γελούσε πολύ με τη σάτιρα που παρουσιάζει.
Νεαρά παιδιά, έζησαν μαζί τα φοιτητικά τους χρόνια που ήταν καθοριστικά για τη ζωή τους. Τασούλα και Λάκης δεν άργησαν να ανεβούν τα σκαλιά της εκκλησίας. Το 1983 παντρεύτηκαν στη Λάρισα, τόπο του ηθοποιού. Το 1987 ήρθε στον κόσμο η κόρη τους. Αν ρωτήσει κανείς τον Λάκη Λαζόπουλο, ποια ήταν η πιο ευτυχισμένη χρονιά της ζωής του, με σιγουριά θα πει το 1987. Θυμάται με κάθε λεπτομέρεια, την πρώτη φορά που πήρε αγκαλιά τη νεογέννητη κόρη του, τις ατέλειωτες ώρες που περνούσε πάνω από την κούνια της να την παρατηρεί, γεμάτος λατρεία για εκείνη.
Η Τασούλα “έφυγε” μετά από μια μάχη με τον καρκίνο, μια μάχη κατά την οποία ο Λάκης δεν έπαψε στιγμή να είναι δίπλα της.
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Όσο τα πράγματα δυσκόλευαν, οι μέρες που είχαμε περάσει όμορφα έμοιαζαν σαν πολύτιμοι λίθοι στο περιδέραιο που μας είχε χαρίσει ο χρόνος. Η αισιοδοξία είχε ντυθεί καρναβάλι και δεν έλεγε να βγάλει τα αποκριάτικα. Είναι μια βιωματική ιστορία. Όλα είναι αληθινά. Πώς η ζωή ενός ανθρώπου που δεν ξέρεις φωτίζει τη ζωή ενός ανθρώπου που νομίζεις ότι ξέρεις.
Πόσα δάκρυα είναι κρυμμένα πίσω από ένα γέλιο. Βραδιές, ταξίδια, παραστάσεις, χειροκροτήματα, γέλια, ανάσες, απιστίες, γιατροί- σωτήρες που εμφανίζονται από το πουθενά σε μια διαδρομή που σου κόβει την ανάσα. Ακριβώς όπως μια μελωδία λίγο πριν γίνει το μουσικό μοτίβο της πιο σκληρής σκηνής!
Ακριβώς όπως ένα σκοινί γίνεται απότομα θηλιά.
Όλα ήταν αλήθεια και ψέματα μαζί.
Ένα σχιζοφρενικό ασανσέρ συναισθημάτων.
Μέχρι εκείνο το καλοκαίρι που έμεινε μόνο η αλήθεια να σε κοιτάει κατάματα. Και εκείνη είχε πια φύγει.
Έμειναν μόνο τα γράμματά της να μιλούν για όλα τα ανείπωτα μιας ζωής.
Και τα φουστάνια της, που άλλες γυναίκες πια θα φοράνε.
Η πάλη με τον καρκίνο είναι μια πάλη με ένα θηρίο που δεν μπορείς να του κάνεις τον μάγκα. Μία ελπίδα έχεις μόνο. Να σε λυπηθεί το θηρίο και να σε αφήσει.
Μια αφήγηση στην οποία η φωνή του αντηχεί σε κάθε γραμμή. Μια ιστορία που δίνει το σκληρότερο μάθημα ζωής. Η στιγμή που όλοι φοβόμαστε.
Πώς θα είναι αυτή η στιγμή; σκέφτηκα. Άναψε πράσινο, σκούπισα τα δάκρυα βιαστικά, όπως συνήθιζα να κάνω τον τελευταίο πολύ καιρό, και έβαλα το χαμόγελο επάνω μου, σαν ξένο ρούχο.
Καιρός πολύς που ένιωθα ότι είμαι κάτι σαν άγαλμα, που επειδή οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να με βλέπουν χαμογελαστό, δεν θα έπρεπε εγώ σε καμία περίπτωση να πειράξω τη σχεδόν μαρμάρινη όψη μου, χαραγμένη από μια άλλη συναισθηματική μου πλευρά. Τα δάκρυα δεν υπάκουσαν παρ’ όλα αυτά και έκαναν μια ανθρώπινη βόλτα στο πρόσωπό μου, με χίλιες δυο προφυλάξεις, ώστε να μη με δουν από τα διπλανά αυτοκίνητα.
Ο Λάκης Λαζόπουλος γίνεται διάφανος, μοιράζεται τις αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής με έναν άνθρωπο που αγάπησε βαθιά και μαζί μας αναψηλαφεί το χρονικό της καταραμένης ασθένειας. Με τα χέρια του σκάβει στην ψυχή του για όλα όσα δεν είπε. Για την παραδοχή και την εξομολόγηση για αυτά που έκανε και κανείς δεν έμαθε. Για τη ζωή που συνέχεια ξεφεύγει από το άγγιγμά μας. Για τα παιχνίδια του μυαλού. Για τον έρωτα.
Τι είναι έρωτας;
Έρωτας είναι δυο άλογα που σέρνουν ένα κάρο μαζί και έτσι τρέχει γρήγορα το κάρο.
Κι αγάπη τι είναι;
Αγάπη είναι όταν φύγουν τα άλογα και πρέπει να κουβαλήσετε το κάρο οι δυο σας, μόνοι σας.
Λοιπόν, το κουβαλήσαμε μαζί το κάρο. Ίσως η ίδια κουράστηκε, αλλά τώρα με βλέπει να κουβαλάω μόνος μου το κάρο της αγάπης μας.